Posts

Showing posts from 2014

Scripta manent

Image
Γράμματα,τα (ουσ.): Γραμμές: καμπύλες, κύκλοι και ευθείες, που στοιχίζονται στη σειρά, δημιουργώντας σχήματα που έχουν καταχωρηθεί, ποιος ξέρει από ποιον, σε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας,  στοιβάζονται σε αράδες, σχηματίζοντας προτάσεις, φράσεις, παραγράφους, σελίδες, αναλυτικές περιγραφές του περιβάλλοντα χώρου, του κόσμου, προσπαθώντας να περιγράψουν, λέξεις, έννοιες που μόνος τους δημιουργός είναι η ανθρώπινη φαντασία, νοήματα, συναισθήματα, μεγάλες ιδέες, μεγαλόπνοες ιδέες φανταστικές ιδέες, και συναισθήματα, συναισθήματα, συναισθήματα, εκείνα τα βαρύγδουπα σύνολα γραμμάτων που στη σκέψη τους στη προφορά τους νιώθεις εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι, έννοιες για τις οποίες πέθανε, έχει πεθάνει και θα πεθάνει πολλές φορές κανείς, ώπα μη συγχίζεσαι, κανείς είπαμε, δεν είπαμε εγώ ή εσύ, και άλλα γράμματα, χαραγμένα, τυπωμένα, δακτυλογραφημένα σε σελίδες, σελίδες λευκές ή σελίδες κίτρινες, σελίδες κάθε μεγέθους, χρώματος, υλικού, σελίδες πολλές, κι άλλες, σελίδες, δάση

Τα πράγματα

"Παλιά τα πράγματα ήταν καλύτερα-" . Στοπ. Αλλαγή γραμμής. "Παλιά τα πράγματα ήταν-" . Στοπ και πάλι. Αλλαγή γραμμής. "Παλιά ήταν- ". Στοπ. "Παλιά-" . Το μυαλό του είχε κολλήσει. Παλιά τα πράγματα ήταν καλύτερα; Ήταν τα πράγματα παλιά; Και αν ναι, πώς ήταν; Και πόσο παλιά δηλαδή; Κοίταξε όλες εκείνες τις διορθώσεις, τις πιτσιλιές μελανιών και τις αλλαγές γραμμών στη γραφομηχανή που είχε αγοράσει, λόγω των φαντασιώσεων που του προκαλούσαν τα μυθιστορήματα που συνήθιζε να διαβάζει. Τί νόημα είχε αν τα πράγματα παλιά ήταν καλύτερα; Και κυρίως τί νόημα είχε να γράφεις για αυτά; Για τα παλιά; Ό,τι και να ήταν είχαν γίνει. Παλιά. Όπως και να ΄χαν γίνει. Ξαφνικά, πετάχτηκε σαν ελατήριο από το γραφείο του, άρπαξε τη γραφομηχανή και κατέβηκε κάτω. Στο δρόμο. Με μια αποφασιστική κίνηση πέταξε τη γραφομηχανή μαζί με τα χαρτιά με τις πιτσιλιές μελανιών και τις αλλαγές γραμμών στον πλησιέστερο κάδο και άρχισε να περπατάει βιαστικά. "Όχι" ,

Και έτρεχε, έτρεχε να ξεφύγει

απο όλα αυτά που τον κυνηγούσαν. Μα ύστερα κατάλαβε πως δεν ήταν θέμα απόστασης.

Κλαμπ

Image
Δυνατές μουσικές,  δυνατά ποτά, διατρητικά βλέμματα, διάφορες συζητήσεις, αδιάφορες συζητήσεις, αδιάφορες συζήτησεις που όμως κάποιους θα ενδιαφέρουν, και άλλα ποτά, ποτά - δικαιολογίες για πράξεις που πάντα ήθελες αλλά δίσταζες να κάνεις,και άλλα βλέμματα, βλέμματα "θα ήθελες εσύ όταν εγώ " και "θα ήθελα όταν εσύ θα ήθελες να", βλέμματα που υπόσχονται,  υποσχέσεις εφήμερες, υποσχέσεις που θα τηρηθούν για λίγες μόνο ώρες, λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, υποσχέσεις πολλά υποσχόμενες, και χοροί, ξέφρενοι χοροί, χοροί χωρίς αρχή και τέλος, χοροί για πάντα και χοροί για τίποτα,  χοροί γιατί σήμερα είμαστε και αύριο δεν είμαστε, και άλλα βλέμματα, πιο έντονα βλέμματα, και άλλες υποσχέσεις, και ποτά, δυνατά ποτά, και μουσικές και βλέμματα, μέχρι που να- ξημερώσει. Και η διστακτικότητα της μέρας να κοιτάξει περιφρονητικά, σχεδόν με λύπηση, την προθυμία της νύχτας.

Σταγόνες

Image
Οι σταγόνες της βροχής γλιστρούσαν όπως οι στιγμές της ζωής του, σκεφτόταν καθώς κοιτούσε το παράθυρό του. Τα "τικ" του ρολογιού μαρτυρούσαν επίσης, αυτό που πεισματικά αρνιόταν: τη συνεχή μεταβολή, το ασταμάτητο πέρασμα του χρόνου. Ήξερε όμως, ότι ακόμη και αν ο χρόνος αδιαμφισβήτητα κυλούσε, κυλούσε διαφορετικά, ανάλογα με τον πως τον μετρούσες: αλλιώς έπεφταν οι σταγόνες της βροχής έξω στο πεζοδρόμιο, αλλιώς χτυπούσαν τα "τικ" του ρολογιού του δωματίου του, αλλιώς αντιλαμβανόταν το πέρασμά του το μυαλό του, η καρδιά του μέσα στο σώμα του. Και αφού αποφάσισε ότι το να σταματήσεις τους δείκτες του ρολογιού δεν είχε κανένα νόημα, μιας και ο χρόνος θα αδιαφορούσε και θα συνέχιζε να κυλάει, ευχήθηκε να σταματούσε τουλάχιστον εκείνη η βροχή.

Δια-λογικές πλάνες

Συζητώντας για τα μελλοντικά μας σχέδια από μέσα μας γελάμε με την ψεύτική μας αισιοδοξία.

Στο Γυμναστήριο

-Έρχεσαι συχνά εδώ; -Όχι. -Φαίνεται.

Μονομερής κήρυξη

Η σταθερότητά μου σου προκάλεσε αστάθεια και κάλεσες σε βοήθεια τις "σταθεροποιητικές δυνάμεις". Από τότε δεν ξαναμιλήσαμε. Τα έχουν αυτά, βλέπεις, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.

Η ανάγκη ενός σχεδίου και το σχέδιο της ανάγκης

Ποτέ της δεν κατανόησε την έννοια του αυθόρμητου: πάντα με ρωτούσε τι σχέδιο έχουμε. Φοβόταν, βλέπετε, μην πέσει έξω. Μέχρι που το έξω έπεσε από αυτή.  Και τότε κατάλαβε.

Μπαρ "Το Ναυάγιο"

Image
Άσχημες οι καιρικές συνθήκες, είπανε στην τηλεόραση. Δύσκολο να βγει κανείς έξω. Ίσως μόνο για να πάει στις αγορές. Στο μπαρ μας ρώτησαν αν έχουμε κάνει κράτηση. "Κοιτάξτε στο όνομα Εθνική Σωτηρία" απάντησες και ο μαιτρ μας ρώτησε αν θα είμαστε και οι 180. Εγώ κοίταξα πρώτα τον μαιτρ και μετά εσένα, αμίλητος, δεν ήξερα τι να απαντήσω. "Κοιτάχτε στο όνομα Για Τη Δική μας Σωτηρία" , είπα τελικά. "Συγγνώμη, αλλά είμαστε κλεισμένοι", αποκρίθηκε ο μαιτρ με αυστηρότητα .  Με κοίταξες απορημένη. "Δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο. Η μόνη μου υπόσχεση είναι ότι θα παλέψουμε μαζί για το καλύτερο.Το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο" είπα. Εσύ με κοίταξες, φανερά απογοητευμένη, και ύστερα έφυγες, αφήνοντάς με, μόνο, έξω από κείνο το ρημαγμένο μπαρ, να αναρωτιέμαι τί είχα κάνει λάθος.

Θα ήθελα να ξέρεις

ότι θα ήθελα να ήξερα πως θα ήθελες να ξέρεις να ήθελα ότι θα 'ξερες ότι θα ήθελες πως θα 'ξερα ότι θα ήξερες ότι θα ήθελα να ήθελες. Το ξέρεις;

Σε είδα

καθισμένη στο μάρμαρο σε έξοδο του Μετρό να παίζεις με τα κουμπιά της φωτογραφικής σου μηχανής και να κουνάς χαριτωμένα τα πόδια σου πέρα δώθε και ύστερα να ξαπλώνεις στο γρασίδι κάποιου πάρκου κάποιας Πανεπιστημίουπολης και κοιτώντας τον ουρανό αφήνοντας τον χρόνο να κυλάει, χωρίς να σε ακουμπάει, χωρίς να σε νοιάζει, βλέποντας κάποια ταινία σε κάποιο μικρό σινεμά, που χωράει βία άλλους δυο - τρεις ανθρώπους, και ύστερα να διαφωνείς με μανία για το τί ήθελε να πει ο σκηνοθέτης πίσω από αυτά που τελικά είπε και με τους τρεις, κουνώντας τα χέρια σου με μανία, καθώς έτρεχες να με πιάσεις, μεθυσμένη σε κάποιο σοκάκι του κέντρου, σ' ένα κυνηγητό που μόνο εμείς οι δύο θα ξέραμε πώς παίζεται, και μετά να πετάγεσαι πάνω μου και να με σφιχταγκαλιάζεις όταν  αρχίζει η δυνατή μπόρα, και εμείς πιασμένοι χέρι - χέρι παρατηρούμε τον κόσμο να βιάζεται να προστατευθεί, ενώ εμείς περπατάμε αργά, βλέποντας τον χρόνο να περνάει, τις μέρες να κυλούν, αφήνοντάς μας ανέπαφους, γιατί ε

Κάτι παρατημένες Κυριακές

Image
"Κυριακή βράδυ. Στο παιδικό σπίτι. Στα παιδικά χρόνια. Παιδικό σαπούνι ελεφαντάκι, από εκείνα του ταξιδίου που μας κάναν δώρο κάτι άσχετοι νονοί και θείοι, στο μπάνιο. Μυρίζει καθαριότητα. Βρωμάει καθαριότητα. Όλο το σπίτι βρωμάει καθαριότητα. Στο ραδιόφωνο ακούγεται. Μελαγχολική μελωδία ενός μελαγχολικού σταθμού. Η μητέρα μου τρίβει με δύναμη.  Το πάτωμα. Τα έπιπλα. Η χλωρίνη ξεπλένει τα όσα συνέβησαν στο σπίτι την προηγούμενη βδομάδα.Οι αναμνήσεις των τελευταίων ημερών χάνονται στη μυρωδιά της. Αύριο είναι μια νέα μέρα. Μια νέα βδομάδα. Μια νέα περίοδος. Χωρίς το βάρος των αναμνήσεων της προηγούμενης. Το μελαγχολικό τραγούδι φτάνει στο κρεσέντο του. Νυχτώνει. Η μητέρα μου κλείνει το ραδιόφωνο. Εγώ πέφτω για ύπνο. Έχω σχολείο αύριο.  Πραγματικά δεν μπορούσα να βρω καταλληλότερα λόγια και καταλληλότερη μέρα να στα πω. Καληνύχτα . Καλή εβδομάδα. Αντίο. Σάββας" Η Κυριακή, αφού διάβασε το μήνυμα του Σάββα, ξέσπασε σε κλάμματα.

Τζιν τόνικ

Image
Πάντοτε, όταν βγαίναμε, συνήθιζε προς το τέλος της βραδιάς, να παραγγέλνει ένα τζιν τόνικ. Ισχυριζόταν ότι το έκανε γιατί η δυνατή του γεύση, "ξέπλενε" όλες εκείνες τις κακόγευστες καταχρήσεις της νύχτας. Μερικές φορές, όταν είχαμε ήδη πιει πολύ, πρόσθετε ότι το ένιωθε σαν ένα κύμα αλκοόλ που σκορπούσε όλες σου τις σκουτούρες, τις αρνητικές σου σκέψεις, ένα γλυκό οινόπνευμα που σου πρόσφερε εκείνη την χαρακτηριστική ξέγνοιαστη νεανική ζάλη. Μια τέτοια νύχτα ήπια και 'γω τζιν τόνικ από το ποτήρι της. Η γεύση όντως ήταν δυνατή και με συνόδευσε σε όλο το μεγάλο ζαλισμένο μου γυρισμό στο σπίτι με τα πόδια, μέχρι που έπεσα στο κρεβάτι μου. Την επόμενη μέρα όμως, όταν ξύπνησα, δεν είχε μείνει τίποτε. Την επόμενη μέρα, ξύπνησα χωρίς τζιν τόνικ. Ξύπνησα, χωρίς γεύση. Ξύπνησα, χωρίς εκείνη.

Ο δρόμος με τα χυσόδεντρα

Χυσόδεντρα. Χύσια και δέντρα. Δέντρα και χύσια. Είναι άραγε δέντρα που τα έχουν χύσει; Ή μήπως δέντρα που εκκρίνουν χύσια από τα φύλλα τους; Ποιός ξέρει; Το μόνο βέβαιο είναι ότι η μυρωδιά των δέντρων μπλέκεται με εκείνη των χυσιών (ή μήπως χυσίων είναι το σωστό; ). Ή ότι, τέλος πάντων, εκείνες οι δυο μυρωδιές τούτη την εποχή, μοιάζουν εκπληκτικά. Μια αλήθεια που όλοι μας έχουμε σκεφτεί, αλλά ντρεπόμαστε να παραδεχθούμε δημόσια. Φθινόπωρο. Η εποχή που αποχαιρετά το καλοκαίρι και καλοσωρίζει το χειμώνα. Η εποχή της μετάβασης. Προς το καλύτερο; Προς το χειρότερο; Ποιος ξέρει. Εξαρτάται. Από το αν σου αρέσει καλοκαίρι ή ο χειμώνας περισσότερο. Ο δρόμος με τα χυσόδεντρα χάνεται στο βάθος. Δεν μπορείς να δεις. Το τέλος. Μόνο να μυρίζεις. Τα χυσόδεντρα.  Ζευγάρια, κάθε μεγέθους, ηλικίας, ποικιλίας, περπατούν. Τα παρατηρώ. Μια γυναίκα με μεγάλο στήθος και μεγάλα πόδια με κοιτάζει. Ο άντρας δίπλα της τη σφίγγει στην αγκαλιά του. Δηλώνει την ιδιοκτησία του. Για όσους δεν το έχουν κα

Οκέη

Στα εύκολα και στα δύσκολα, στα όμορφα και στα άσχημα, στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα,  πάντοτε απαντούσε μ' εκείνο το "Οk".  Είτε ήταν εκνευρισμένη, είτε στενοχωρημένη, είτε χαρούμενη, είτε ενθουσιώδης, είτε συγκαταβατική, είτε είτε, "Ok" ήταν η μόνη λέξη που μπορούσες να της πάρεις ως απάντηση. "Ok" έλεγε και όταν τη ρωτούσες κάτι, "Ok" και όταν συμφωνούσε, "Ok" όταν διαφωνούσε, "Ok" έδειχνε συγκατάβαση, "Ok" κι όταν δεν έδειχνε. Ήταν πάντοτε εκείνο, το ίδιο, το πανομοιότυπο "Ok". Εκείνο το "Ok" που ερχόταν βίαια να κόψει τη συζήτηση, εκείνο το "ok" που έκρυβε μέσα του δεκάδες σελίδες σκέψεων απόψεων, απαντήσεων, συναισθημάτων τις οποίες δεν ήθελε, δεν μπορούσε ή ακόμη και φοβόταν να εκφράσει. Αλλά μ'εκείνο το "Ok" είχε μεγαλώσει και ,καμιά φορά, είναι όπως μάθει κανείς. Εκείνος, πάλι, δεν ήταν τέτοιος τύπος. Και εκείνα τα "Ok" της δεν τα χώνευε κα

Το πρόβλημα στη ζωή

είναι ότι ασχολούμαστε με μαλακίες. Ή μάλλον, ότι αυτές ασχολούνται με μας. 

Την είδα σήμερα.

Μετά από πολλά χρόνια. Ήταν αμήχανα. Ο χρόνος πάγωσε. Ήθελα τόσα να της πω. Το κεφάλι μου κόντεψε να εκραγεί. Τελικά, το μόνο που είπα ήταν ένα "γεια". Εκείνη με χαιρέτησε και απομακρύνθηκε. Δεν ξέρω για που.

Μετρό vol. 3

- Γιατί έχει τόσο κόσμο το Μετρό; - Ίσως γιατί δεν χρειάζεται πιστοποιητικό πολιτικού φρονήματος για μπεις μέσα.

Κρύο ντους

 Με μια αποφασιστική κίνηση, έσπρωξε τον μοχλό με την μπλε βούλα όσο πιο μέσα γινόταν. Ύστερα σήκωσε το ακουστικό πάνω από το σώμα του και έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω. Πολλοί παγωμένοι πήδακες χείμηξαν προς το πρόσωπό του και δημιούργησαν τα πρώτα παγωμένα ρυάκια που άρχισαν να διασχίζουν με ορμή όλο του το σώμα. Εκείνος έκλεισε τα μάτια του. Και χαμογέλασε. Ήταν εκείνες οι στιγμές, στο κρύο ντους, στο κλειστό μπάνιο, που ένιωθε τον χρόνο να παγώνει. Ήταν εκείνες οι στιγμές, που ένιωθε ότι ο κόσμος γύρω του έπαυε να υπάρχει, έχανε κάθε υπόσταση, ,κάθε σημασία, και το μόνο που υπήρχε στ'αλήθεια, το μόνο που είχε σημασία, ήταν εκείνος, και το κρύο ντους μέσα στο κλειστό μπάνιο. Ήταν εκείνες οι στιγμές που το παγωμένο νερό καθάριζε το μυαλό του από κάθε σκέψη και έγνοια. Και το μόνο που ένιωθε, το μόνο που αισθανόταν, το μόνο που σκεφτόταν, ήταν το κρύο νερό που αγκάλιαζε το γυμνό του σώμα. Ήταν εκείνες οι στιγμές που διαρκούσε το κρύο ντους που το μυαλό του καθάριζε,  που δ

Αυγουστιάτικα Τριπ

Image
Περπατώντας γρήγορα στο δρόμο, ο ήλιος καίει το δέρμα μου, διαπερνάει τη ματιά μου, διαπερνάει τη ματιά σου. Η θολή ατμόσφαιρα κοροϊδεύει το βλέμμα - μοιάζει σα να στέκεσαι στο απέναντι πεζοδρόμο αλλά δεν είσαι εσύ.  Τα κοντά τζιν σορτσάκια συνεχίζουν νωχελικά την καθιερωμένη καθημερινή πορεία τους.  Ο κόσμος περπατάει πιο αργά, η ρουτίνα επαναλαμβάνεται πιο αργά, ο πλανήτης περιστρέφεται πιο αργά, μπας και αντέξει τη ζέστη. Ο ιδρώτας της κοινωνίας μπλέκεται με τη βρώμα της πόλης, δημιουργώντας εκείνη την ιδιαίτερη μυρωδιά του καλοκαιριού. Bγαίνοντας από το σταθμό, δίνω το χρησιμοποιημένο μου εισητήριο σε μια άγνωστη κοπέλα και εκείνη χαμογελά. Η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο και με κάνει να νιώσω ζωντανός. "Και αν το κράτος μας παρακολουθεί; Και αν μας πιάσουν;"  Αφήνω  πίσω μου το σταθμό και σκέφτομαι πως θα 'θελα εκείνη η άγνωστη κοπέλα να ήσουν εσύ. Να σου έδινα το εισητήριο και να φεύγαμε μαζί. Με εκείνο το τρένο που πηγαίνει πιο πέρα από την πόλη, πιο

Τους ανέργους

Αναταραχή επικράτησε στην αίθουσα του κατά τα άλλα ήσυχου κοινοβουλίου καθώς ο βουλευτής της κυβέρνησης, παίρνοντας το λόγο χτύπησε με δύναμη το χέρι του στην έδρα και ύψωσε τον τόνο της φωνής του. "Είστε αχρείοι συνάδελφοι και συναδέλφισσες της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης! Θα έπρεπε να ντρέπεστε! Επαναλαμβάνω! Να ντρέπεστε!" Ύστερα, θέλοντας να ικανοποιήσει την περιέργεια στα μάτια όλων και τους σκόρπιους ψίθυρους που πεταγόντουσαν από δω και από εκεί, πήρε στο χέρι του μια εφημερίδα  και τη σήκωσε ψηλά. "Αναρωτιέμαι! Η αχρειότητά σας δεν έχει τέλος; Πόσο χαμηλά θα πέσετε κύριοι; Αναρωτιέμαι!". Και ενώ οι σκόρποι ψίθυροι άρχισαν να ξεπετάγονται όλο και πιο ψηλά και όλο και πιο άτακτα, και αφού ο πρόεδρος διέταξε ησυχία,ο βουλευτής συνέχισε, μετά από ολιγόλεπτη παύση: "Και εξηγούμαι! Σελίδα πρώτη φύλλου αρ. 381 της εφημερίδας "Εφημερίς της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως", είπε και έδειξε με το δάχτυλό το αναφερθέν πρωτοσέλιδο, "διαβάζουμε όλοι με

Τέσσερα Χρώματα

Τέσσερα τα χρώματα που σημαδεύουν τις καρδιές μας.  Πράσινο, για το χώμα που κάποτε θα ξαναγίνει δικό μας. Λευκό, της ελπίδας για τη λευτεριά που θα ξανάρθει. Κόκκινο, του αίματος που χύνεται στους δρόμους. Μαύρο, για τον αδερφό μας το θάνατο. Σήμερα, τα τέσσερα χρώματα, ξεθωριάζουν, και χάνονται. Σήμερα, το κόκκινο καταπίνει σχεδόν όλο το πράσινο. Σήμερα το λευκό σκουραίνει και κοντεύει να γίνει ένα με το μαύρο. Σήμερα, τις σημαίες μας σκίζουν οι φωτιές από τα πυροβόλα όπλα. Τις καρδιές μας σκίζουν οι σφαίρες και οι κραυγές των παιδιών που χάνονται  στους δρόμους. Και σήμερα, και αύριο και πάντα, όμως, τα τέσσερα χρώματα δεν είναι η σημαία που ανεμίζουμε. Τα τέσσερα χρώματα δεν είναι ο τόπος που γεννιόμαστε. Και σήμερα, και αύριο και πάντα,τα τέσσερα χρώματα δεν θα τα βρεις μόνο εδώ. Αλλά είναι και θα είναι, παντού σ' όλο τον κόσμο. Τα τέσσερα χρώματα είμαι εγώ που έτυχε να γεννηθώ σε λάθος τόπο. Τα τέσσερα χρώματα είσαι εσύ που χάθηκες για ένα κομμάτι ψωμί στα

زواج

Image
Σα μεθυσμένος ακούω συνέχεια έναν επαναλαμβανόμενο βόμβο - μοιάζει με το όνομά μου αλλά δεν είμαι σίγουρος αν είναι το όνομά μου  - το μόνο που ξέρω είναι ότι είναι επαναλαμβανόμενος - το ακούω ξανά και ξανά - τρυπάει τα αυτιά μου - προσπαθώ να αναγνωρίσω τη φωνή. Μου θυμίζει κάτι - όπως και ο ήχος - τον ξέρω - νομίζω πως τον ξέρω αλλά δεν είμαι σίγουρος - δεν είμαι για τίποτα σίγουρος - προσπαθώ να καταλάβω τι που πως πότε, γιατί, ποιος, τί - προσπαθώ - προσπαθώ να θυμηθώ - θυμάμαι ότι κάπως, κάποιος, κάποτε, εκείνη. Θυμάμαι. Εκείνη, εγώ, αυτοί, εμείς, καλοντυμένοι, έτοιμοι, ευτυχισμένοι, πατέρας, μητέρα, αδέρφια, λουλούδια, όλα έτοιμα, όλα στην εντέλεια ερώτηση, για μέλλον, θέλεις, απάντηση, θέλει, και τότε, η φωνή. Ένα όνομα - δεν θυμάμαι -  πάνε μέρες, μήνες χρόνια - το φωνάζουν - το φωνάζω - ακούω - έναν επαναλαμβανόμενο βόμβο -  σκίζει τον αέρα - σκίζει την πραγματικότητα  -  και άλλα ονόματα - πολλά ονόματα - τα φωνάζουν - ο φοβερός βόμβος - κόβει κάθε δυνατότητα ε

Σήμερα γράφουμε ιστορία.

Αύριο, λατινικά.

Καλοκαίρι στην πόλη

Image
Ζαλισμένοι από τη μέθη που προκαλούν παρασκευάσματα που ελαφρύνουν τη συνείδηση και διευκολύνουν την ανθρώπινη επαφή, αλλά και από την άλλη μέθη, τη φυσική, εκείνη του έρωτα και του πάθους συζητάμε αδιάφορα με φίλους σε υπαίθριους χώρους για ανεκπλήρωτα όνειρα, ψεύτικες ελπίδες και σχέδια που θα παραμείνουν σχέδια,  ενώ μια ελαφριά μυρωδιά από χημικά που κάνουν αυτούς που διεκδικούν το δίκιο τους να δακρύζουν και κείνη η βαριά, πηχτή σκιά της απογοήτευσης που πλησιάζει,  μας περιτριγυρίζουν. Σήμερα εκείνοι που ρυπαίνουν το δημόσιο χώρο συνέλλαβαν κάποια από αυτές που τον καθαρίζουν. Οξύμωρο, δεν βρίσκετε;

Συμβουλές για ένα λαμπρό μέλλον

Image
Πάρε ένα χαρτί, έτσι μεγάλο και γυαλιστερό, δεν έχει σημασία τι, χαρτί να ΄ναι κι ότι να ΄ναι, αρκεί να 'ναι γυαλιστερό, μην πάρεις μόνο ένα, πάρε κι άλλο, και μετά κι άλλο, μια στοίβα από χαρτιά, πάρε πολλά, παράχωσέ τα στα συρτάρια σου, στα ντουλάπια σου, κάτω από το μαξιλάρι σου, δώστα στους γείτονές σου, κάντα κορνίζα στο δωμάτιό σου, να τα βλέπεις συνέχεια, να τα σκέφτεσαι, δεν γίνεται να μην τα σκέφτεσαι, μέχρι να σου γίνουν έμμονη ιδέα, πρέπει να σου γίνουν έμμονη ιδέα. Χαρτιά πυκνά γραμμένα, κι επισήμως υπογεγραμμένα. Τρέξε, πρόλαβε, μάζεψε, σύλλεξε, κυνήγησε το όνειρο, πούντο, νάτο, πρόσεξε, πάει να σου ξεφύγει, το μέλλον, που 'ναι, δεν το βλέπω, συγγνώμη μας τελείωσε πριν λίγο, δεν έχουμε μέλλον, να σας βάλουμε λίγο παρελθόν; Γύρισε στο παρελθόν, πρέπει να γυρίσεις το παρελθόν, αν και τώρα είναι καλύτερα, πρέπει όμως, δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, θυμίσου τους προγόνους σου, γίνε ο  άνθρωπος συλλέκτης - ο άνθρωπος κυνηγός στο σωτήριον έτος 2014.

Δείπνο

Το γλυκό φως των κεριών, που έκανε το στιλπνό τραπεζομάντηλο αλλά και τα δεκάδες προσεκτικά διατεταγμένα σε διάφορα μεγέθη και σχήματα, ασημένια και γυάλινα σκέυη να λάμπουν, τελειοποιούσε το ήδη εξαιρετικά ρομαντικό τραπέζι. Ο εξαιρετικά καλοντυμένος νεαρός, μπροστά στην θέα της εξίσου καλοντυμένης νεαρής, σηκώθηκε, όπως πρόσταζαν οι στοιχείωδεις κανόνες ευγενίας, και τράβηξε πίσω την καρέκλα που βρισκόταν απέναντί του, κάνοντάς της χώρο να κάτσει. Αφού περίμενε να καθήσει εκείνη, κάθησε και ο ίδιος και με αργές κινήσεις άνοιξε το μπουκάλι από το λευκό κρασί (τουλάχιστον 20 χρόνων) που είχε διαλέξει ο ίδιος και γέμισε τα δυό κρυστάλλινα ποτήρια. Ύστερα ύψωσε το δικό του ποτήρι για πρόποση: "Για πάντα μαζί!" είπε κοιτώντας τη συνδαιτήμονά του στα μάτια με εκείνο το πολλά υποσχόμενο ύφος του. "Για πάντα μαζί!" απάντησε εκείνη και ξέσπασαν και οι δυο σε δυνατά γέλια. Ο καθένας για διαφορετικούς λόγους.

Το βιβλίο των προσώπων

Εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια μπλε παραλληλόγραμμα, στοιβαγμένα σε σειρές και στήλες, άλλα πιο φωτεινά, άλλα πιο σκοτεινά, άλλα αναβοσβηνόμενα, ορθώνονται μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Εμείς καθόμαστε και περιμένουμε με ανυπομονησία, μπροστά από γυάλινες ψυχρές οθόνες,   να φανεί εκείνος ο αριθμός σε κόκκινο φόντο πάνω από τα συννεφάκια. Προσπαθώντας να μεταφράσουμε τον χρόνο που κάνει να εμφανιστεί με αντίδραση, τους χαρακτήρες που σχηματίζουν τα πλήκρτα σε επικοινωνία, το ηλεκτρονικό προσωπάκι σε μορφασμό προσώπου, τα σημεία στίξης με διάθεση και ύφος.  Φανταζόμαστε αυτό που δεν βλέπουμε επειδή δεν θέλουμε να ξέρουμε. Ύστερα, οι οθόνες σβήνουν, τα μπλε παραλληλόγραμμα γίνονται ένα με το σκοτάδι και  εμείς ξεσπούμε σε λυγμούς. Αλλά κανείς  δεν ακούει κανέναν. Είμαστε μακριά. Πολύ μακριά. 

Αναμνήσεις pt.3

"Θυμάστε όταν ήμασταν μικροί; Ήμασταν αδίστακτοι τότε. Ήταν αδίστακτοι, δηλαδή. Όλοι εκείνοι. Ο Κώστας, ο αδερφός του ο Τάκης, ο Ηλίας και η παρέα τους, αυτοί που φορούσαν καινούριαν τζην, είχαν πάντα το τελευταίο μοντέλο κινητό, αγόραζαν εκείνα τα πανάκριβα μπουφάν που σε κάνουν να μοιάζεις με την μασκότ της Μισελέν με ενισχυμένο γουνάκι και ο μεγαλύτερος ξάδερφός τους τους άφηνε να έρχονται στο σχολείο με το "κωλοφτιαγμένο" μηχανάκι του με τα μπλε λεντάκια και να κάνουν μόστρα στην Καιτούλα... Τους θυμάμαι πολύ καλά όλους αυτούς. Δεν με άφηναν σε ησυχία θυμάμαι τότε. Το τί καζούρα μου ρίχναν δε λέγεται. Μιά για τα σπυράκια, μια για τα γυαλιά, μια για το πολύ διάβασμα. Σκληρές εποχές. Ήταν και η Καιτούλα, θυμάμαι, στη "συμμορία τους". Την είχαν θαμπώσει εκείνα τα μπλε λεντάκια, το τσιγάρο στις τουαλέτες κρυφά από τους καθηγητές, τα  Levis που σου φτιάχνουν "ωραίο κώλο" και οι βόλτες στα κλαμπ της παραλιακής με το μηχανάκι του ξαδέρφου.  Και τώρα; Τ

Ιστορία μιας σχέσης

Δυό- τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτή. Δυό - τρία  πράγματα που νόμιζα πως ξέρω γι'αυτή. . Δυό - τρία πράγματα που θα 'θελα να ξέρω γι'αυτή. Δυό - τρία πράγματα που έμαθα γι'αυτή. Δυό - τρία πράγματα που θα 'θελα να ξεχάσω γι' αυτή. Δεν θα 'θελα να ξανακούσω τίποτα γι'αυτή.

Έξοδος

Image
Βγαίνουν από τις πόρτες των πολυκατοικιών. Με τα πρόσωπά τους σοβαρά και ανέκφραστα, φορώντας τα εξίσου σοβαρά μαύρα τους γυαλιά. Σε κοιτάζουν εξονυχιστικά από πάνω ως κάτω.  Eξετάζουν αν είσαι άξιος να μάθεις τον σκοπό τους, τον απόλυτης μυστικότητας στόχο τους. Αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να κριθείς αρκούντως άξιος, ίσως αποσπάσεις ένα αμήχανο μισοφαγωμένο "γεια" ή ένα αδιάφορο "τί λέει;". Κοιτώντας από ψηλά, ένας ολόκληρο τσούρμο από ανθρώπους, σαν πολύχρωμος πειθήνιος στρατός από μυρμήγκια, προχωράει και χάνεται στους φιδογυριστούς δρόμους της πόλης με μια οργανωμένη χαοτικότητα, και σαφή προσήλωση στον ασαφή, αέναα επαναλαμβανόμενο στόχο του.

Κορίτσια & αγόρια

Τo αγόρι από τη διαφήμιση των Malboro κοίταξε απεγνωσμένα το κορίτσι από τη διαφήμιση του Playboy που καθόταν μπροστά του. Στα μάτια του ζωγραφιζόταν το αδιέξοδο. Απ' ότι φαίνεται, μάλλον ήθελε πολύ να κλάψει, μα δεν μπορούσε. Δεν ήξερε πως. Το κορίτσι από το Playboy από την άλλη, έπαιζε αδιάφορα με τις μπούκλες των ξε - βαμμένων πλατινέ μαλλιών του κοιτώντας το υπερπέραν. Δυο άδεια τραπέζια πιο δίπλα, ένα αγόρι έκλαιγε με λυγμούς, ίσως ακριβώς επειδή θα 'θελε να ΄ταν το αγόρι από τη διαφήμιση των Malboro. Δεν μπορούσα να καταλάβω σε ποια διαφήμιση θα ταίριαζε εκείνος. Πλησιάζοντας για να καθαρίσω το τασάκι και να κάνω ότι μαζεύω λίγο το τραπέζι του (πολιτική του μαγαζιού, καταλαβαίνετε), μάζεψα πολλά χρησιμοποιημένα χαρτομάντηλα. Ίσως Kleenex λοιπόν. Απέναντί του, άλλο ένα κορίτσι, έφευγε σχεδόν τρέχοντας εκνευρισμένο καθώς εκείνος έκλαιγε.   "Cosmote ή κάποια άλλη εταιρία κινητής τηλεφωνίας" σκέφτηκα κατευθείαν, μιας και είχε ανταλλάξει πάνω από 50 μηνύματα στα

Μαζί

Image
Ανταλλάξαμε πρόθυμα την θέληση για ζωή με απελπισία. Τα όνειρά μας, με αδιέξοδα. Χτίσαμε στέρεα, ασφαλή ατομικά κελιά, να μας προστατεύουν από το κρύο και από τις  ενοχλητικές επαφές με τρίτους. Μετατρέψαμε τον έρωτα, από μεθυστικό συναίσθημα, σε αρρωστημένη εμμονή με ολίγον τι από ενοχή. Κρύψαμε καλά τα "θέλω" κάτω από τα μεγάλα "πρέπει". Σβήσαμε το πάθος που σικόκαιγε μέσα μας, με τις ιδέες της καριέρας και της κοινωνικής ανέλιξης. Ξεδιαλέξαμε προσεκτικά τα λόγια μας: κρατήσαμε τα απολύτως απαραίτητα για την καθημερινή μας επικοινωνία και πετάξαμε τα άλλα, τα περιττά,  στο σκοτεινό πίσω μέρος του μυαλού μας. Τα πρόσωπά, τα βλέμματά μας τα χώσαμε πίσω από τεράστιες γυάλινες οθόνες που προσφέρουν την απαραίτητη απόσταση και ασφάλεια. Οι συζητήσεις, οι φιλοφρονήσεις, το φλερτ, η θλίψη, η αγάπη, το πάθος, ο πόθος, έγιναν εικονικά χεράκια με αντίχειρες που δείχνουν προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Τα συναισθήματα κρύφτηκαν καλά στις τσέπες μας, να τα ψάχνουμε

Τσιγάρο ατέλειωτο, βαρύ

η μοναξιά. Τουλάχιστον δεν ξοδεύεσαι αγοράζοντας συνέχεια καινούρια πακέτα.

Υγεία, μαλακία,

επανάσταση.

Σκοτάδι

"Ξέρεις, ήλπισα. Ήλπισα ότι δεν θα γίνει έτσι. Ντάξει, ίσως είμαι λίγο αθώος. Όπως όταν ήμαστε παιδιά. Που είχαμε αυτό το περίεργο μείγμα λογικής και φαντασίας. Τότε που φοβόμασταν τη νύχτα και τους μπαμπούλες που ερχόντουσαν μαζί της. Και αφήναμε την πόρτα ανοιχτή, ίσα που να μπαίνει το λιγοστό φως του φωτισμένου διαδρόμου, ή ανάβαμε εκείνο το άλλο, το μικρό "φωτάκι νυχτός". Τότε ξέραμε, μες στην παράλογη λογική μας, ότι το φως δεν ήταν ικανό για να κρατήσει τους μπαμπούλες μακριά. Αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο, μας έδινε μια αίσθηση προστασίας, ασφάλειας. Έτσι και 'γω. Ήλπισα. Άφησα εκείνη την μικρή αισιόδοξη πορτούλα ανοιχτή, να μπαίνει το λιγοστό φως της ελπίδας, από κείνης ντε, του διαδρόμου. Ύστερα ήρθες εσύ, σαν μπαμπούλας του σήμερα,  και αναδεικνύοντας την παιδική αφέλειά μου, έκλεισες την πόρτα με δύναμη. Και με άφησες μόνο μου, στο σκοτάδι. Ο μεντεσές ξεχαρβαλώθηκε και η πόρτα θα χρειαστεί καιρό να επισκευαστεί. Ας είναι. Τους φόβους μας, λένε,

Κάτι το διαφορετικό

Σηκώθηκε και κοίταξε για λίγη ώρα τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ύστερα, πήρε το λαστιχάκι από το κομοδίνο, το έμπλεξε και το έφιξε ψηλά στα μαλλιά της. Έμεινε να χαμογελάει και να θαυμάζει τον εαυτό της αρκετή ώρα, μπροστά στην φρέσκια ομορφιά που συνόδευε το διαφορετικό της χτένισμα. Λίγο αργότερα πήγε στην άχαρη δουλειά της, έκανε τα συνήθη απαραίτητά της ψώνια, βγήκε με την παρέα της για ποτό στο ίδιο μαγαζί, απογοητεύτηκε και φλέρταρε με τους ίδιους άντρες. Ακριβώς όπως και κάθε άλλη, ίδια μέρα της ζωής της.

Ο δρόμος με τις καρδιές

"Θα ζωγραφίζω μια καρδιά σε μια κολώνα αυτού του δρόμου για κάθε μήνα που είμαστε μαζί, για κάθε κομμάτι μου που μοιράζομαι μαζί σου" , της είχε ψιθυρίσει σε μια από τις συνηθισμένες τους βόλτες στον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς. Εκείνη είχε χαμογελάσει. Τώρα, τόσο καιρό μετά, περπατώντας στο δρόμο με τις ξεθωριασμένες καρδιές, εκείνη θα τις έβλεπε, θα τον σκεφτόταν και θα ξαναχαμογελούσε. Ή τουλάχιστον, αυτό του άρεσε να σκέφτεται κάθε φορά που τύχαινε να περνάει από 'κει.

Μετρό vol. 2

Μπαίνουμε στο σταθμό. Κρατάμε τα εισητήρια σφιχτά, τα δαγκώνουμε ακόμη σφιχτότερα με τα στόματά μας. Τρανή απόδειξη ότι είμαστε νόμιμοι, προβλεπόμενοι, είτε νεκροί, είτε ζωντανοί. Η σκάλα μας παρασέρνει αργά αλλά σταθερά στον κατήφορο, στο σκοτάδι. Και εμείς απλά στεκόμαστε και το υπομένουμε, αδύναμοι να αντισταθούμε.  Ύστερα τρέχουμε να προλάβουμε το τρένο, μα πάντα φτάνουμε καθυστερημένοι.  Στο τέλος, χανόμαστε με πάταγο στο σκοτεινό τούνελ. Εκεί που κάθε μορφής επικοινωνία είναι αδύνατη. 

Μικροαστικές επιθυμίες

Θα ήθελα, να πάψουμε να χρησιμοποιούμε την κρίση ως δικαιολογία της ανημπόριας μας και των δικών μας αδυναμιών. Θα ήθελα, να βγάλουμε επιτέλους τις μάσκες της σοβαρότητας και της απροσωπίας που άκριτα δεχτήκαμε να φορέσουμε. Θα ήθελα, να κατεδαφίσουμε τον τοίχο της απόστασης και της επίπλαστης ασφάλειάς που έντεχνα χτίσαμε μεταξύ μας γιατί φοβόμασταν. Θα ήθελα, να γκρεμίσουμε το πάτωμα της βόλεψης μας στη σιγουριά και σε κείνη την τελματώδη σταθερότητα που μας οδήγησαν να επιλέξουμε. Θα ήθελα ύστερα, να πιαστούμε χέρι με χέρι,σε μια ελεύθερη πτώση προς το άγνωστο, χωρίς κανένα στήριγμα, δυο έρμαια της τύχης που στροβιλίζονται στη δίνη των επιθυμιών. Θα ήθελα να απωλέσουμε κάθε είδους λογικής και μελλοντικών σκέψεων και να κυλιστούμε στον πάτο, στο τέρμα της πτώσης, όπως προστάζουν τα πιο βίαια, αρχέγονα, ζωώδη μας ένστικτα.

Μετα - κόμιση

Δωμάτιο. Πάτωμα. Στοιβαγμένες  κούτες γεμάτες σκονισμένα συναισθήματα σε μια γωνιά. Σκισμένες αφίσες, αναμνήσεις ενός χαμένου πρόσφατου ή παλιότερου παρελθόντος στην άλλη. Ένα κομοδίνο που ξεχειλίζει από χρησιμοποιημένα λάθη και ξεχασμένες αγάπες, σχεδόν χάνεται ανάμεσά τους. Μισοσκόταδο. Η λάμπα της άγνοιας και του φόβου τρεμοπαίζει. Το φως επιστρέφει μόνο και μόνο για να ξαναχαθεί. Τα μόρια της σκόνης της αμφιβολίας καταφέρνουν και χώνονται, σχεδόν χορευτικά, μέσα από τις μισόκλειστες γρύλιες. Ξαπλώνω στο κρεβάτι. Κοιτάω το ταβάνι. "Θέλει οπωσδήποτε καθάρισμα" , σκέφτομαι.

Η κοπέλα με την κόκκινη ομπρέλα

Image
Γεύση από ατέλειωτο τσιγάρο. Στο μυαλό σου αντηχεί. Πενιά από τις ζαλισμένες νύχτες της κρίσης. Παθιάρικη και παραπονεμένη. Σηκώνεσαι. Παραπατάς. Στο ρυθμό ενός υποθετικού ζεμπέκικου. Ανοίγεις παράθυρα. Κοιτάς. Μέρα χωρίς χρώματα και χωρίς μουσική. Σκέφτεσαι. Η άνοιξη μάλλον έχει πάρει το πρώτο της ρεπό. Κοιτάς. Ρολόι στον τοίχο. Ο χρόνος έχει σταματήσει, νιώθεις. Σαν να είσαι εδώ για πάντα. Σαν να είσαι εδώ από πάντα. Σαν ο χρόνος και ο τόπος να διαστέλλεται αυτή την μέρα. Αναζητάς απεγνωσμένα. Ένα σημάδι. Μια ένδειξη αλλαγής. Μια νύξη ελπίδας. Εκεί. Στο πάρκο. Βλέπεις. Μια κοπέλα με κόκκινη ομπρέλα. Μια χρωματιστή κουκίδα σε άχρωμη σελίδα ενός ξεφτισμένου, από τα χρόνια και τα δάκρυα, τετραδίου. Αφουγκράζεσαι. Σαν τα πόδια της να κάνουν θόρυβό μέσα στο νοσηρά σιωπηλό σούρσιμο του βουβού πλήθους. Παρατηρείς. Σαν το κόκκινο πινέλο της να δίνει λίγο χρώμα σε αυτό τον μουντό καμβά. "Λευτεριά σε όλους όσους αντιστέκονται στο πάγωμα του χρόνου και του τόπου". Σκέφτεσαι. Και

Ο άνθρωπος που κοιτούσε τους στύλους

Το γλυκό και κόκκινο σαν κοκκινέλι φως του δειλινού ποτίζει τον καθαρό ουρανό. Αλλά εκείνος όντας γερός πότης δεν μεθάει εύκολα. Εγώ περπατάω αμέριμνος με το βλέμμα στραμμένο πότε προς τα κάτω και πότε προς τον ουρανό. Με το κεφάλι στραμμένο παντού εκτός από κάπου συγκεκριμένα. Εκείνος στέκεται εκεί. Τον παρατηρώ ξαφνικά με την άκρη του ματιού μου. Κατά τύχη. Λίγα ακόμη βήματα. Κοιτάζω καλύτερα. Παρατηρώ το βλέμμα του. Είναι γύρω στα πενήντα, φοράει σακίδιο και δεν στέκεται απλά. Όχι. Στέκεται και παρατηρεί με προσοχή τον στύλο μπροστά του. Ο χρόνος φαίνεται να περνάει δίπλα του ζητώντας του συγγνώμη χωρίς να τον αγγίζει. Εκείνος στέκεται. Για λεπτά. Για ώρες. Για χρόνια. Ο κόσμος γύρω του αλλάζει αλλά εκείνος στέκεται. Η προσοχή του τραβάει την προσοχή μου. Στέκομαι δίπλα του. Παρατηρώ και εγώ. Την μια αυτόν. Την άλλη τον στύλο. Την μία τον στύλο και την άλλη αυτόν.  Αναρωτιέμαι. Το γιατί. Πάντα πρέπει να υπάρχει ένα γιατί. Δεν μπορείς κύριε να βγαίνεις έτσι χωρίς το γιατί σου

Μπλε

Image
Μπλε φως που εναλάσσεται με λευκό με προσεγγίζει επικίνδυνα.  Θυμάμαι. Απέναντι μας βρίσκεται ένα μπλε Skoda. Τρία αστέρια είναι διακριτικά τοποθετημένα στο μανίκι της γαλάζιας μπλούζας του οδηγού. Πιο κάτω, ένα σύννεφο καπνού αιωρείται πάνω από τέσσερις πέντε συγκεντρωμένες μπλε στολές. Πίσω από τα δέντρα είναι απειλητικά κρυμμένο ένα τεράστιο σιωπηλό βαθύ μπλε όχημα με αδιευκρίνηστο περιεχόμενο. Λες και περιμένει να ξεχαστεί κάποιος και να περάσει από κοντά, για να πεταχτεί και να τον τσακώσει. Οι άνθρωποι με τις μπλε στολές κινούνται, ζουν και υπάρχουν, ανάμεσά μας. Σε κάθε δρόμο. Σε κάθε γωνιά. Σε κάθε γειτονιά. Μας εξετάζουν με τα διευρευνητικά τους βλέμματα. Μας προστατεύουν από τους ίδιους τους  επικίνδυνους εαυτούς μας. Καθορίζουν ο δρόμο μας, τις σκέψεις μας, τα όνειρά μας, τα όριά μας, το τί πρέπει, τί δεν πρέπει, το καθωσπρέπει. Με την ευλογία του Θεού, του κράτους και του Θεού - Κράτους, μας νουθετούν με την μεταλλική πυγμή με την οποία τους έχουν εξοπλήσει τα λεφτά τ

Αστέρι

Στην πρώτη μας βόλτα σε δάσος. Τότε που ξαπλώσαμε στο γρασίδι. Και κοιτάξαμε τον ουρανό. Όπως κάθε πρωτοεμφανιζόμενο ζευγάρι που σέβεται τον εαυτό του. Στρέψαμε το βλέμμα μας. Σε ένα αστέρι. Μου είπες πως θα ήμασταν για πάντα μαζί. Όπως εκείνο το αστέρι στο ουράνιο στερέωμα. Λίγο καιρό αργότερα έμαθα. Πως στην πραγματικότητα αυτό το αστέρι είχε "σβήσει" εδώ και χιλιάδες χρόνια. Έτσι εξηγούνται όλα.

Ειδοποιήσεις

Είχε καταργήσει από τη ζωή του κάθε είδους και μορφής ειδοποιήσεις. Πάντα έλεγε ότι σημασία στη ζωή έχει το αυθόρμητο, η έκπληξη. Έτσι ποτέ του δεν κατάφερε να προλάβει το τρένο της ευτυχίας: πάντα ξεχνιόταν και έφτανε αργότερα στο σταθμό, με αποτέλεσμα να κάθεται και να περιμένει εκεί, μαζί με άλλους αυθόρμητους, τεμπέληδες ή απλώς αργόστροφους. Κάποιοι από αυτούς ήταν πολύ συμπαθητικοί τύποι και έτσι, μέρα με την μέρα, αρχίσανε να κάνουνε παρέα. Σε μια τέτοια παρέα ήταν που γνώρισε και εκείνη. Ταίριαξαν αμέσως και κανόνισαν να βρεθούν μόνοι. Δυστυχώς δεν τα κατάφεραν ποτέ να συναντηθούν έγκαιρα. Βλέπετε, κανείς από τους δύο δεν γούσταρε τις ειδοποιήσεις.

(Αν)οικειότητα

"Σπίτι σου ή σπίτι μου;" ρώτησε εκείνος με βλέμμα γεμάτο προσμονή. "Στη ΓΑΔΑ", απάντησε ο αστυνομικός, που δεν συμμεριζόταν την οικειότητα που αισθανόταν ο συλληφθέντας. 

Στην Εντατική

Πανικός επικρατούσε στην αίθουσα της εντατικής καθώς τα απαραίτητα εργαλεία άλλαζαν συνεχώς χέρια, και οι επεμβάσεις στο σώμα του ασθενούς διαδεχόντουσαν η μία την άλλη. "Μην ανησυχείτε σύντομα θα έχουμε ανάκαμψη!" καθησύχαζαν ψευδώς τον κόσμο οι υπεύθυνοι. "Ίσως αργότερα να χρειαστεί να μπει στο γύψο, θα δούμε" προσέθεταν άλλοι. "Η κατάσταση είναι σοβαρή, θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε την μέθοδο του ηλεκτροσόκ και των ψευδών δηλώσεων" γνωμάτευαν όταν ήταν μεταξύ τους. "Μα αυτό θα κοστίσει τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων", αντιδρούσε κάποιες φορές κάποιος.  "Είναι λύση ανάγκης", επέμεναν οι περισσότεροι. Γρήγορα όλοι οι πρωθυπουργοί, οι υπουργοί οικονομικών και οι παρατρεχάμενοί τους, είχαν καταλήξει: η οικονομία ήταν κλινικά νεκρή. Αλλά θα την κρατούσαν συνδεδεμένη με τα μηχανήματα, για όσο τους έπαιρνε. 

Επιστροφή vol. 2

Image
Γυρνάς. Μόνος. Και συνειδητοποιείς ότι. Βρίσκεσαι εκεί. Ξανά. Βαριανασαίνεις. Σκέφτεσαι. Ξαναβαριανασαίνεις. Θα έρθει. Η αλλαγή.  Κάποτε. Κάπως. Αλλά γιατί να έρθει εδώ;  Ηλίθια είναι; Βαθιά μέσα σου. Ελπίζεις. Να είναι λίγο ηλίθια. Ή λίγο τρελή. Τόσο δα. Όχι πολύ. Μόνο όσο χρειάζεται. Για να έρθει. Σκέφτεσαι αυτό. Που είχε πει κάποιος. Τον κόσμο τον αλλάζουν οι τρελοί και οι επαναστάτες. Σκέφτεσαι το άλλο. Που είχε πει ο Άλλος. Επαναστάτες λέγονται αυτοί που κάνουν την επανάσταση. Μακάρι όλοι να ήμασταν αυτό που δηλώναμε, καταλήγεις.

Ανοιξιάτικο Μπάνιο

Image
Έγλειψα λίγο αλάτι από το πόδι της. Τα χείλη μου γεύτηκαν την δροσερή αρμύρα της θάλασσας, και εγώ άφησα τον εαυτό μου να χαθεί  στη νεανική και ορμητική ζωντάνια της, στην ακαταμάχητη αθωότητά που εξέπεμπε. Εκείνη χαμογέλασε, με ευχαρίστηση, χωρίς να με κοιτάξει. Απολαμβάνε με κλειστά τα μάτια τον παφλασμό των κοιμάτων, ενώ το δέρμα της έπαιρνε όλο και πιο σκουρόχρωμους τόνους κάτω από το φως του μεσημεριάτικου ήλιου.  Ένα κλικ πριν σταματήσει ο χρόνος και ο χώρος και οι λέξεις όπως κρίση και ανεργία χάσουν ολοκληρωτικά το νόημά τους, σηκώθηκε, τίναξε από πάνω της λίγη άμμο και περπάτησε αργά προς τη θάλασσα. Τα σφριγηλά της πόδια, σχεδόν χορευτικά σημάδευαν το μονοπάτι που έπρεπε να ακολουθήσω με τη σειρά μου.  Όταν έφτασε να βρίσκεται μέχρι τη μέση μες στο νερό, γύρισε προς το μέρος μου και μου έδωσε το σινιάλιο με ένα κούνημα του χεριού της, φορώντας μόνο αυτό το ανέμελο χαμόγελο που είχε και την μέρα που την πρωτοείδα.  Εγώ  έμεινα να την κοιτάω αμήχανα: η θάλασσα

Η προσπάθειά της να μην ξεχωρίζει

ήταν αυτό  που την έκανε ξεχωριστή.

O Γιαννούτσος

Στο χωριό είχαμε έναν τύπο από αυτούς που οι άνθρωποι της πόλης νομίζουν ότι υπάρχουν μόνο στα χωριά, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν και στις πόλεις. Με τη διαφορά ότι εκεί, είναι πολύ πιθανό να μην συναντηθείτε ποτέ. Ο Γιαννούτσος ήταν γύρω στα 40 με 45 και το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης. Το όνομα "Γιαννούτσος" του κουβαλούσε πάνω από 30 χρόνια: του το είχε "κολλήσει" ένας καθηγητής του στο δημοτικό  -μάλλον συντηρητικών φρονημάτων- εμπνευσμένος από τον καπετάν Γιαννούτσο του τάγματος του Άρη που καταγόταν από διπλανό χωριό.Ο λόγος ήταν απλός:  ο Γιάννης -αν και ολιγομίλητος- ήταν ο "αρχηγός των ατάκτων" μαθητών στο σχολείου του χωριού. Ο Γιαννούτσος, μάλιστα, ποτέ δεν κατάφερε να τέλειωσε το δημοτικό: κάποια στιγμή κληρονόμησε το καφενείο του παππού του και έκτοτε "ρίζωσε" εκεί. Τον έβλεπες κάθε μέρα, να κάθεται αμίλητος στο πιο απομακρυσμένο τραπέζι και να αγναντεύει με το μελαγχολικό του βλέμμα τα χιονισμένα, το μεγαλύτερο μέρος τ

Mute

Image
Ξυπνάς και τινάζεσαι απότομα ιδρωμένος, από αυτούς τους λόγους που ύστερα συνειδητοποιείς ότι γεννιούνται και πεθαίνουν αποκλειστικά στο μυαλό σου. Το χνώτο σου ποτίζει την ατμόσφαιρα με κάτι της χθεσινής νύχτας που θες να ξεχάσεις, που ήπιες επειδή ακριβώς ήθελες να ξεχάσεις. Πηγαίνεις στην κουζίνα και προσπαθείς μάταια να ξεγελάσεις τη δίψα σου. Τα χείλη σου ξεραίνονται μετά από δυο δευτερόλεπτα, όμοια με φλογισμένη έρημο. Δεν είναι το νερό αυτό που θα σε ξεδιψάσει, σκέφτεσαι. Μες στην παραζάλη σου, συνειδητοποιείς ότι  οι λέξεις είναι ορειβάτες που κάνουν ελεύθερη κατάβαση από το στόμα σου, όμως τα σκοινιά ασφαλείας τους τις αναγκάζουν απλά να κρέμονται εκεί, και να μην πέφτουν κάτω, στο κόσμο, στη ζωή και να πεθαίνουν και αυτές εκεί, κρεμασμένες στην αιωνιότητα. Ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει εκείνο το λιγοστό φως που συνοδεύει το διάστημα ανάμεσα στην νύχτα  και στην μέρα κάνοντας σε να αναρωτιέσαι αν τελικά ξημερώνει ή αν νυχτώνει. Στα απέναντι παράθυρα, των απέναντι

Holter Πίεσης

Image
09:30. Εκατομμύρια σταγονίδια εκτοξεύονται με υπερβολική ταχύτητα, ενώ η γη περιστρέφεται πιο αργά από χθες, πιο αργά από προχθές. Τα όνειρα δίνουν τη θέση τους στην πραγματικότητα, η οποία καθυστερεί στο πρωινό της ραντεβού. Και εσύ βρίσκεσαι σε αυτό το μεσοδιάστημα, προσπαθώντας να ξεδιαλέξεις προσεκτικά την αλήθεια από το ψέμμα, αυτά που σκέφτεσαι από αυτά που θα πεις, αυτά που θες από αυτά που θα κάνεις. Η οθόνη μας έχει φορεθεί βίαια σαν μάσκα που πασχίζει να κρύψει τα συναισθήματά μας εκείνα τα λυπημένα βράδια της κρίσης. 10:30. Οι κορυφές των δέντρων πλησιάζουν αστραπιαία και δίνουν τη θέση τους σε μεταλλικές κεραίες πολυκατοικιών, διαρκής υπενθύμιση της αλλαγής προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο. To μόνο που θα 'θελα είναι να φεύγαμε μαζί. Σ'ένα ταξίδι εσωτερικό, αναζήτησης στόχων, κοινών σκέψεων, χαμένων ονείρων. 11:30. Η κοινωνία παρακολουθείται από τον προσωπικό της γιατρό, κλεισμένη σε μικρά δωμάτια πολυκατοικιών. Υποτάσσοντας τα συμπτώματα σε προσ

Φορντ Μάστανγκ

Image
Ο κινητήρας μουγκρίζει καθώς η Μάστανγκ απομακρύνεται με εκατοντάδες χιλιόμετρα από τον κόσμο, από την πραγματικότητα, από τη ζωή. Η άσφαλτος φλέγεται και κομματιάζεται κάτω από τις ρόδες της, ενώ η κοπέλα δίπλα σου χαΐδεύει ανέμελα τα ριγμένα στο πλάι, ξανθά μαλλιά της. Ο αέρας σου μαστιγώνει το πρόσωπο και καθώς την παρατηρείς μέσα από τον καθρέφτη σκέφτεσαι αν θα μπορούσες να επιταχύνεις τόσο ώστε να ταξιδέψεις πίσω στο χρόνο. Τότε που η μόνη σου έγνοια ήταν αν θα o οι γονείς σου θα σε αφήσουν να παίξεις με τα παιδιά στην αλάνα, τότε που η μόνη σου σκοτούρα ήταν η κατσάδα της μητέρας σου όταν λέρωνες τη μπλούζα σου με παγωτό. Ναι, θα βρισκόσασταν σίγουρα και τότε. Αφού είναι γραφτό ν' ανταμώνετε, να χωρίζετε και να ξανασμίγετε, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Άλλωστε, ήσουν δεν ήσουν πέντε χρονών όταν ο πατέρας σου σου είχε αγοράσει το πρώτο σου μοντέλο Φορντ Μάστανγκ σε μικρογραφία. Και να σου, τόσα χρόνια μετά, που οδηγούσες το αυθεντικό.

Λευκό

Έλλειψη συγκέντρωσης. Ασθένεια. Αποτέλεσμα υψηλής ταχύτητας internet. Αποτέλεσμα υψηλού ρυθμού ζωής. Πιθανώς. Προσωπικώς αμφισβητουμένως. Εγώ δεν γνωρίζω. Μου το 'πανε. Γιατροί. Καλοί; Πιθανώς. Η μητέρα. Η μητέρα μου. Μου το 'λεγε πάντα. Πιθανώς. Ότι δεν συγκεντρώνομαι. Ότι γενικά δεν. Εκείνη απογοητεύθη. Παντελώς. Εγώ αδιαφορώ. Προσωπικώς.  Ενημερώθηκα στο νοσοκομείο. Τα νοσοκομεία. Ωραία κτίρια. Λευκοί τοίχοι. Μου αρέσει το λευκό. Οι γιατροί λένε ότι είναι σημάδι πραότητας. Ή τρέλας. Εγώ πάλι, πιστεύω ότι μου αρέσει το λευκό. Η τρέλα. Η τρέλα είναι κάτι ακαθόριστο. Οι γιατροί λένε ότι δεν ξέρουν. Η ευκολία με την οποία χρησιμοποιείται ο χαρακτηρισμός τρελός συνηγορεί υπέρ τους. Η προσωπική μου άποψη πάλι, όχι.  Η τρέλα καθορίζεται. Στα παράθυρα των δελτίων. Ο κόσμος καθορίζεται στα παράθυρα των δελτίων. Τα παράθυρα των δελτίων καθορίζουν τον κόσμο.  Μ'αρέσουν τα παράθυρα. Όχι των δελτίων. Τα άλλα. Τί λέγαμε;

Αυτή η νύχτα

Image
Η νύχτα που μένει. Η τελευταία νύχτα. Όταν η αίσθηση του αποχωρισμού σμίγει με αυτή του ανεκπλήρωτου.  Κοίταξε πάνω. Τον ουρανό. Τα αστέρια και το φεγγάρι. "Τα αστέρια. Τα αστέρια είναι τα μόνα που μένουν εκεί ό,τι και αν γίνει. Ακλόνητα.Αμετάβλητα. Αιώνια", είπε από μέσα του. " Ίσως βέβαια και να μην είναι έτσι, γιατί στην πραγματικότητα κάποια αστέρια που εμείς νομίζουμε ότι βλέπουμε έχουν εκλείψει εδώ και χιλιάδες χρόνια". Χαμογέλασε. "...Η βεβαιότητα της αβεβαιότητας; Ή μήπως η αβεβαιότητα της βεβαιότητας; Ένα 'α' μετακινείς και γίνεται τέχνη", σκέφτηκε. "Κι ύστερα, τί είναι η τέχνη;" "Μια μαλακία σκέτη είναι" απάντησε. "Ο ουρανός είναι ουρανός. Τα αστέρια αστέρια. Το φεγγάρι φεγγάρι. Και εσύ ένα σύνολο δισεκατομμύριων μορίων τα οποία αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους σχηματίζουν όργανα, μυΐκό και δερματικό ιστό, το σύνολο των οποίων λειτουργεί με εντολές που εκμπέμπει ένα πολύπλοκο δίκτυο νευρώνων που αποκαλούμ

Αναστάσιμος Ακολουθία

12 η ώρα. Χτυπάνε οι καμπάνες στην εκκλησιά. Χτυπάνε και τα κουτάλια τους στα κάγκελια οι φυλακισμένοι στα λευκά κελιά. 12 η ώρα και χτυπάνε οι σφαίρες των συνοριοφυλάκων τα  στήθη των μεταναστών μπροστά από το σιδερένiο φράχτη.  Χτυπάνε και τα τρυπημένα φουσκωτά που μεταφέρουν πρόσφυγες στα βράχια κάποιας ακτής. 12 η ώρα και χτυπάνε οι ανάποδες πλευρές των γκλοπ των μπάτσων, πάνω στα κεφάλια ανυπάκουων διαδηλωτών. Χτυπάνε και οι βαριές μπότες φαντασμάτων που επέστρεψαν να ξαναστοιχειώσουν τον τόπο, πάνω στα πεζοδρόμια.  12 η ώρα και χτυπάνε τις πόρτες, υπηρεσιών, επιχειρήσεων, βιομηχανιών και βιοτεχνιών, δεκάδες χιλιάδες άνεργοι.  Χτυπάνε και τα δόντια των άστεγων που τουρτουρίζουν από το κρύο. Χτυπάνε και τα ανήμπορα σώματα των απελπισμένων στο δρόμο, πέφτοντας από κάποια πολυόροφη πολυκατοικία.  12 η ώρα. Και βεγγαλικά, πυροτεχνήματα, κρότου - λάμψης, μολότωφ και βόμβες  ταράζουν την βαθιά σιωπή της νύχτας.  12 η ώρα. Και εκατοντάδες, χιλιά

Έρωτας στα χρόνια της κρίσης

Image
Ποδοβολητό.  Θόρυβος. Ένα πλοίο και ένα αεροπλάνο φεύγουν. Eσύ είσαι που μεταναστεύεις; Για έναν άλλο προορισμό;  Για μια άλλη πατρίδα; Για μια άλλη ζωή; Υπάρχει άλλη ζωή; Ο χριστιανισμός καταρρέει, όμως η Εκκλησία διατηρεί το αφορολόγητο. Θυμάμαι. Κρότου - λάμψης στην Πανεπιστημίου. Οι τουρίστες διώχνονται από το κέντρο με σφοδρή επίπτωση στην εθνική μας οικονομία. Τα θραύσματα των ονείρων μου διασκορπίζονται μαζί με αυτά της φωνής σου. "Βοήθεια!" φώναξες. Άπλωσα το χέρι μου να σε πιάσω, μα το παρατήρησα έκπλητος να λιώνει μπροστά στα μάτια μου. Ήμουν αδύναμος. Εκείνο πρωί δεν είχα φάει. Όπως και τόσα πρωινά τότε. Η άσφαλτος βούλιαξε κάτω από τα πόδια μας, ανάμνηση της μεγάλης κομπίνας που είχε παιχτεί με τα δημόσια έργα.  Κάποια στιγμή μου πρότεινες να πάμε για ένα ποτό. Έχωσα το χέρι στην τσέπη μου και έβγαλα δυο - τρία ευρώ. Τα νομίσματα έλαμψαν το φως, όπως και τα μάτια σου.  "Ευτυχώς που ακόμη δεν έχουμε επιλέξει την εθνική απομόνωση και μπορούμε ν

Μια σχεδόν ανοιξιάτικη νύχτα στην πόλη

Image
Ήχος από περπάτημα στο πλακώστρωτο. Δεκάδες ζευγαράκια φιλιούνται σε ευθεία γραμμή. Ένας φανταστικός υπάλληλος τα μετακινεί λίγο πιο δω ή λίγο πιο κει, για να εξισώσει τις μεταξύ τους αποστάσεις. Τα πάντα πρέπει να είναι άψογα. Οφείλουν να είναι άψογα. Το προϊόν πρέπει να είναι ευπαρουσίαστο για να είναι ευπώλητο. Ακρόπολη στο βάθος. Πανσέληνος βαθύτερα. Αγάπη σαν ψέμμα. Ψεύτικη αγάπη.  Το φανταστικό σποτάκι λέει: "Live your myth in Greece". Σε μια γωνιά στέκεται. Εκείνη. Εκείνες. Οι πολλές. Η μία. Η καμία. Άλλες φορές, με κοιτάει φευγαλέα. Άλλες φορές, αποστρέφει το βλέμμα της. Άλλες φορές, αγνοεί την ύπαρξή μου. Την κοιτάω. Την παρατηρώ. Τις παρατηρώ. Έντονα. Για ώρα. Αυτή στέκεται. Στέκονται. Ύστερα χάνεται στο πλήθος. Μετά από λίγο και το πλήθος χάνεται. Εμφανίζεται πάλι σε κλάσματα δευτερολέπτου. Τώρα δεν περπατάει. Είναι ξαπλωμένο. " "Πλαφ πλουφ" κάνουν τα πόδια του λιγοστού κόσμου που περπατά ακόμα, στις λάσπες. Γύρω γύρω, το πλήθος. Άστεγοι. Άπορ

Φαμ Φατάλ #2

"Το μυστικό είναι στο ψιλόκομμα" του είπε, καθώς εκείνος την κοίταζε που χειριζόταν με επιδεξιότητα το μαχαίρι. Και ήταν στ'αλήθεια εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο το χειριζόταν! Αν και η μυρωδιά δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, οι κινήσεις της φανέρωναν ότι ήταν το δίχως άλλο μια σπουδαία μαγείρισσα. Κάποια στιγμή την πλησίασε και τη φίλησε με πάθος, και ύστερα συνέχιζε να την χαζεύει να κόβει το πτώμα του συζύγου της αρκούντως ψιλά ώστε να μην μπορεί να αναγνωριστεί από τις Αρχές.

Cliché

"Ναι, το άφησα. Ναι, ήταν δύσκολο, αλλά τώρα το άφησα. Τί το έκανα; Το πέταξα στα σκουπίδια. Που να ξέρω που ναι τώρα; Σε κάποια χωματερή υποθέτω. Τροφή για γλάρους. Στην καλύτερη. Θυμάσαι όταν στο 'χα πάρει; Το τράβηξα απότομα από τα μαλλιά σου όταν δεν το περίμενες. Πόνεσες λίγο - ήμουν και 'γω άγαρμπος είναι η αλήθεια- μα γέλασες. Έτσι ήταν τότε, πονούσαμε μα γελούσαμε. "Μα, καλά τί θα κάνεις το λαστιχάκι;" με ρώτησες γελώντας. "Σκοπεύεις να αφήσεις μακριά μαλλιά;". Εγώ σου χαμογέλασα. "Για να σε θυμάμαι", είπα μόνο. Δεν απάντησες. Με κοίταξες και χαμογέλασες. Μ' αυτό το  περίεργο χαμόγελο δυσπιστίας και έρωτα. Αυτό που σκέφτεσαι 'πόσο ηλίθιος φαίνεσαι' και 'πόσο μ'αρέσει αυτό που λες΄ταυτόχρονα. Ίσως να νόμιζες ότι το λεγα έτσι. Ίσως να νόμιζες ότι μπλόφαρα. Ίσως να νόμιζες ότι δεν το κράτησα. Δε στο ΄χα πει και ποτέ άλλωστε. Και όμως. Το κράτησα. Και μετά. Πολύ μετά. Ήταν ποτισμένο με το άρωμα σου.  Το αγαπημένο σου.

3 χρόνια (και κάτι μέρες) κουλτούρας

στο internet. Σε 97 χρόνια θα τα κατοστήσουμε. Αν υπάρχει ακόμα internet.