Posts

Μόνη στη Νέα Ορλεάνη

Image
Μόνη στη Νέα Ορλεάνη, κάποια ξεφτισμένη τζαζ ακούγεται από κάποιο ξεφτισμένο δωμάτιο. Σκουπίδια, μεθυσμένες κραυγές, άδεια μπουκάλια μπέρμπον στους δρόμους. Αναμνήσεις από έναν χειμώνα του '72. Ένα ποταμόπλιο, φώτα, μεγάλες διαφημίσεις, γέλια. Εκείνος, εκείνη, ένα κάμπριο αμάξι, μια βόλτα σε μια γέφυρα, υποσχέσεις μιας ζωής, που δόθηκαν σε μια στιγμή,  ένας έρωτας σε ασπρόμαυρο φιλμ. Άγχος,ανησυχίες, απορίες, αψιμαχίες. Κι ύστερα,  κάποιος ξεφτισμένος γιατρός, ένα ξεφτισμένο σοκάκι, ένα κλάμα , και  παύση.  Εκείνη, μόνη στη Νέα Ορλεάνη. Ο χειμώνας του '72  ήρθε ξανά. Χωρίς γέλια, χωρίς αναμνήσεις, χωρίς εκείνον. Μόνο μ'ένα κλάμα. Σαν ανεπιθύμητο παιδί.

Όνειρα παλαιάς κοπής

Image
Σαν ήμουν στο βουνό, δεν ήσουν. Πνιχτές κραυγές, ρώσικες, ισπανικές και γαλλικές, και αίμα πηχτό. Η ζέστη του θανάτου, κι'ύστερα, η ψύχρα της απόλυτης και συντριπτικής- ήττας. Σε μονοπάτι κρυφό, πρόσφυγες της ιστορίας, επιτέλους συναντήσαμε την γαλήνια θάλασσα της γνώσης. Ή, έτσι νομίζαμε. Κι'ύστερα, άλλοτε, όπλα κάναμε τα βιβλία μας, σφίγγαμε τις γροθιές, και τα μαντήλια μας, να προστατεύσουμε καλά η μύτη μας, για ν'αντέξουμε, τον ζοφερό και ανυπόφορο αέρα της πραγματικότητας. Ποδοβολητά, και άγρια, θανατηφόρα εκδίκηση. Καθώς τρέχαμε να ξεφύγουμε, από κάτι μπάτσους και κάτι υποχρεώσεις, έντρομοι συνειδητοποιήσαμε ότι κάπου μας έπεσε, ο σπόρος της ζωής. Μα, πού θα πάει. Θα ξαναφυτρώσει.

Γιατί

Image
Γεννιέσαι. Μεγαλώνεις. Και ρωτάς. Τί σημαίνει το ένα, πώς γίνεται το άλλο, τί θα συμβεί αν βάλεις το χέρι σου στη φωτιά. Γεννιέσαι. Μεγαλώνεις. Και μαθαίνεις. Να περπατάς, πώς γράφεται η αλφαβήτα, στο στόμα να φιλάς. Γεννιέσαι. Μεγαλώνεις. Και ξεχνάς. Να ονειρεύεσαι, να κλείσεις το μάτι της κουζίνας, να αγαπάς. Γεννιέσαι. Μεγαλώνεις. Και ρωτάς. Πού βρίσκεσαι, "πώς σε λένε εσένα", αν ερωτεύτηκες ποτέ, αν σε αγάπησαν αληθινά, ώσπου, τελικά αποκαλύπτεται, ξεσπά, ως επιθανάτιος ρόγχος, μία τεράστια απορία, μια αιωνίως αποσιωπημένη κραυγή, ένα "γιατί ;".

Πανδημική αθυμία

Σταγόνες, κόκκινες, εκρήξεις, αίμα και δάκρυα, εκτοξευόταν, στ'ανοιχτά μας παράθυρα,  καθώς εμείς,  ράθυμοι , πρόθυμοι, μαλθακοί και υπάκουοι,  παρακολουθούσαμε, σε ζωντανή μετάδοση, τη ζωντανής παράσταση της ζωής,  σε πιστότατη -η αλήθεια είναι- ανάλυση,  ροκανίζοντας σαν ποπ κορν τα ψήγματα ελευθερίας που μας απέμειναν.

Στο Λεωφορείο pt.8

Στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες, προχωρούσαμε, προς προορισμό, δημόσια ανακοινωμένο, εντύπως υπογεγραμμένο και αμοιβαίως -ενίοτε και μονομερώς- συμφωνημένο, σίγουρα, πάντως, κακοπληρωμένο. Με βεβαιώσεις,διαπιστώσεις, και ανεξήγητες -από τις Αρχές- χρεώσεις, ώσπου,  κάπου,  κάποιος , έβηξε. Και κάπως, έτσι, ω, τι τραγική ειρωνία, τελείωσε ο κοσμος. Όχι μ'έναν κρότο, μα μ'ένα βηχαλάκι.

10 χρόνια, 14 μέρες

 και κάποιες ώρες  koultoura στο ίντερνετ (και στη ζωή). Θα κάνω πάρτυ. Ή και όχι.  

Συμμαθητές

Image
  Οι συμμαθητές μου μεγάλωσαν με Σεφερλή. Είπαμε, δεν είχε και πολλά να δεις ο τόπος. Στα διαλείμματα γελούσαν, φώναζαν « α χα καλό ε!», το προαύλιο γέμιζε ανέκδοτα,χαχανητά και ουρλιαχτά. Οι συμμαθητές μου μεγάλωσαν με Σεφερλή. Τρελαινόντουσαν για πειράγματα. Έκαναν φάρσες στους καθηγητές, φώναζαν ο ένας τον άλλο «πούστη», προσπαθούσαν να δουν τι κρύβει φουστάνι της Μαιρούλας. Οι συμμαθητές μου μεγάλωσαν με Σεφερλή. Έδειραν έναν Αλβανό μαθητή, και ύστερα, μεγάλωσαν. Απογοητεύτηκαν. Έψαξαν για μία θέση στο δημόσιο, ένα ρουσφέτι,μία μετάθεση. Έψαξαν, μα δεν βρήκαν. Κούνησαν μια πράσινη σημαία, και ύστερα, μια μπλε, χαιρέτισαν ναζιστικά,κατηγόρησαν τους ξένους, αισθάνθηκαν ντροπή, και ύστερα περηφάνεια, και ξανά ντροπή, παντρεύτηκαν την Μαιρούλα,πήραν δάνειο,ένα δυάρι,πούλησαν το παπάκι για ένα μεταχειρισμένο αμάξι,έκαναν ένα παιδί,ήθελαν ακόμη ένα,γιατί δεν κάνουμε ακόμη ένα γαμώτο, γιατί δεν κάνεις ποτέ αυτό που θέλω εγώ, μόνο εγώ,εγώ,εγώ, πάντα   μόνο «εγώ» ακούω, αλλ