Η κοπέλα με την κόκκινη ομπρέλα

Γεύση από ατέλειωτο τσιγάρο. Στο μυαλό σου αντηχεί. Πενιά από τις ζαλισμένες νύχτες της κρίσης. Παθιάρικη και παραπονεμένη. Σηκώνεσαι. Παραπατάς. Στο ρυθμό ενός υποθετικού ζεμπέκικου. Ανοίγεις παράθυρα. Κοιτάς. Μέρα χωρίς χρώματα και χωρίς μουσική. Σκέφτεσαι. Η άνοιξη μάλλον έχει πάρει το πρώτο της ρεπό. Κοιτάς. Ρολόι στον τοίχο. Ο χρόνος έχει σταματήσει, νιώθεις. Σαν να είσαι εδώ για πάντα. Σαν να είσαι εδώ από πάντα. Σαν ο χρόνος και ο τόπος να διαστέλλεται αυτή την μέρα. Αναζητάς απεγνωσμένα. Ένα σημάδι. Μια ένδειξη αλλαγής. Μια νύξη ελπίδας.

Εκεί. Στο πάρκο. Βλέπεις. Μια κοπέλα με κόκκινη ομπρέλα. Μια χρωματιστή κουκίδα σε άχρωμη σελίδα ενός ξεφτισμένου, από τα χρόνια και τα δάκρυα, τετραδίου.
Αφουγκράζεσαι. Σαν τα πόδια της να κάνουν θόρυβό μέσα στο νοσηρά σιωπηλό σούρσιμο του βουβού πλήθους. Παρατηρείς. Σαν το κόκκινο πινέλο της να δίνει λίγο χρώμα σε αυτό τον μουντό καμβά.

"Λευτεριά σε όλους όσους αντιστέκονται στο πάγωμα του χρόνου και του τόπου". Σκέφτεσαι. Και ως ελάχιστη ένδειξη αλληλεγγύης, βγαίνεις.  Απ'την μικρή προσωπική σου φυλακή. Από την στενή ασφυκτική σου ζώνη ασφαλείας.
Δεν υπάρχει γιατί και πως. Μερικές φορές υπάρχει απλά το πρέπει. Ή το δεν πρέπει.

Κατεβαίνοντας τις σκάλες, στο δρόμο για τον γκρίζο κόσμο και την κόκκινη κουκίδα, ελέγχεις αν πήρες μαζί σου την ομπρέλα σου και το κλειδί που ανοίγει το κελί στο οποίο είχε φυλακίσει κάποτε η λογική τα συναισθήματα. "Έχει σκουριάσει από τον χρόνο", σκέφτεσαι, "αλλά με λίγο λαδάκι ίσως κάνει δουλειά".

Comments