Posts

Showing posts from January, 2012

Η Μαρία

Image
"Πρέπει να κάνουμε τα πράγματα απλά αλλά όχι απλούστερα απ'ότι είναι", δηλώνει  ο Ντίμης Μπουρδέλογλου στο  <εισάγετε όνομα  γνωστού κουτσομπολίστικου περιοδικού> .   "Πφφφ, έχω βαρεθεί πια να βλέπω τσιτάτα διάσημων προσωπικοτήτων να περνιώνται ως πνευματική ιδιοκτησία τυχαίων τηλεμαϊντανών" είπα καθώς άφηνα το κουτσομπολίστικο περιοδικό <εισάγετε όνομα  γνωστού κουτσομπολίστικου περιοδικού> στο τραπέζι. Ύστερα ρούφηξα μια τελευταία τζούρα από το τσιγάρο μου και έσβησα την γόπα στο τασάκι. Ήταν το 10ο τσιγάρο που κάπνιζα μέσα στις 2 τελευταίες ώρες. "Πρέπει να κόψω το κάπνισμα ή να σταματήσω να σκέφτομαι την Μαρία" σκέφτηκα, αν και ήξερα πολύ καλά πως το πρώτο ήταν αδύνατο χωρίς το δεύτερο. Η Μαρία ήταν ένα θεϊκό πλάσμα (ή τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν εμένα) το οποίο εντοπιζόταν κυρίως στα γραφεία του δευτέρου ορόφου της εταιρίας που δούλευα εκείνη την περίοδο. Μάτια λαμπερά, χαμόγελο απαστράπτον, μαλλιά μεταξένια και ένας κώλο

Τα πάντα είναι εδώ μέσα

"Ξόρκισε το θάνατο". Αυτή ήταν η μόνη φράση που μου έλεγε. Η αγαπημένη του φράση. "Ξόρκισε το θάνατο" μου επαναλάμβανε συνεχώς και έπαιρνε ένα ύφος το οποίο  φανέρωνε ότι γνώριζε το μυστικό και τον ακριβή τρόπο με τον οποίο μπορούσε να το υλοποιήσει. "Νίκος ο τρελός". Αυτό ήταν το παρατσούκλι του  στη γειτονιά. Ήταν ένας μεσήλικας άστεγος ο οποίος τριγυρνούσε στην περιοχή με τα ίδια, φθαρμένα ρούχα. Πολλές φορές, πλησίαζε τους περαστικούς και τους έλεγε ένα πράγμα. Μόνο ένα πράγμα: "Ξόρκισε τον θάνατο". Όλοι τον περνούσαν για τρελό και λέγαν διάφορες ιστορίες για το παρελθόν του. Ότι τάχα κάποτε ήταν επιτυχημένος και σπουδαίος, με οικογένεια. Και κάποια στιγμή έχασε τα λεφτά του και το σπίτι του με άγνωστο τραγικό τρόπο και η γυναίκα και τα παιδιά του τον παράτησαν. Και τον άφησαν μόνο, να περιφέρεται στους δρόμους. Εξ'ου και τρελάθηκε, εξ'ου και το προσωνύμιό του. Όλοι τον περνούσαν για τρελό λοιπόν. Όλοι, εκτός από μένα. Ε

Θα ήθελα, μια μέρα να βρω κάποια που να μ'αγαπάει

για τα λεφτά μου.

Ένας καθημερινός διάλογος

"Τί θα γίνει με μας;" "Δεν ξέρω", απάντησα με σχετικά αδιάφορο ύφος. "Δεν αντέχω άλλο..." "Και τί μπορώ να κάνω εγώ γι'αυτό;" "Τα ξέρω όλα ξέρεις...Για την Λουίζα, για το παιδί, όλα..." "Εκείνη η πουτάνα η Μαρία στα 'πε ε; Το ήξερα ότι δεν ήταν άτομο εμπιστοσύνης αυτή η καριόλα!" "Δεν αντέχω, άλλο...Σ'αγαπώ..." Έμεινα σιωπηλός, ως ένδειξη ανωτερότητας. Μπορεί να φαίνομαι κακός, αλλά κάτι τέτοιες σπάνιες που εγώ ήμουν από πάνω και αυτή από κάτω τις απολάμβανα και με το παραπάνω. "Πες μου ότι με αγαπάς και συ..." "Τί να σου πω; Η αλήθεια είναι ότι δεν μ'αρέσει να δεσμεύομαι. Δεν ξέρω αν σ'αγαπώ. Δεν είμαι σίγουρος" είπα διατηρώντας την "κυριαρχία" μου στο "παιχνίδι" λίγο παραπάνω. "...Διαλέγεις ΥΦΑΝΤΗΣ, διαλέγεις ποιότητα. Τώρα, και με 30% λιγότερα λιπαρά" , απάντησε η τηλεόραση μου μόλις το είχε γυρίσει σε διαφημίσεις.

Μια ιστορία αγάπης

"Θέλω να σε γαμήσω." Έτσι ξεκινάει κάθε ιστορία αγάπης που σέβεται τον εαυτό της. Στο μυαλό του άντρα τουλάχιστον. Έπειτα, η γυναίκα, τον πηγαίνει σχεδόν με το ζόρι σπίτι της όπου και βγάζει πρόθυμα την μπλούζα αποκαλύπτοντας τα βυζιά της που είναι πολύ μεγαλύτερα απ'όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί βλέποντάς την ντυμένη. Ύστερα ο άντρας τη ρίχνει στο κρεβάτι, όπου πηδιούνται λυσσασμένα για 14 ώρες, χωρίς προκαταρκτικά. Εκείνος τελειώνει 5 φορές, αυτή 10 σκούζοντας και υπενθυμίζοντάς του επανειλλημένα πόσο μεγάλο τον έχει. Κατά τη διάρκεια του σεξ, σπάνε 7 σούστες από το στρώμα και ακούγονται σε ακτίνα δύο οικοδομικών τετραγώνων. Και μιλάμε για μεγάλα τετράγωνα. Στο μυαλό της γυναίκας τα πράγματα είναι λιγάκι διαφορετικά. Ένας μυστήριος τύπος εμφανίζεται μπροστά της στο μπαρ. Αυτή δεν μπορεί να διακρίνει καλά το πρόσωπό του λόγω του χαμηλού φωτισμού. "Ξέρεις, έχω ένα πρόβλημα" της λέει με φωνή τόσο αισθησιακή που στο άκουσμά της και μόνο θα μπορούσε

Κωστάκης ο Σκληρός

Ήταν σκληρό παιδί ο Κωστάκης. Αυτό του το αναγνώριζε όλη η παρέα. Ανεξάρτητα από τα όποια ελαττώματά ή προτερήματά του, το ότι ήταν πολύ σκληρός ήταν γεγονός. Μια φορά λοιπόν που τον πέτυχα τυχαία στο δρόμο, ήρθε φουριόζος προς το μέρος μου. Τον κοίταξα. Φαινόταν έξαλλος. "Άκου εκεί ρε! Την πουτάνα ρε! Να μου πει εμένα ρε!" φώναζε οργισμένος, εκτοξεύοντας ταυτόχρονα σταγονίδια σάλιου προς κάθε κατεύθυνση. "Τί έγινε ρε Κωστάκη;" τον ρώτησα εγώ αμέσως, αρκετά ανήσυχος. "Τί να γίνει ρε; Τί να γίνει; Την πουτάνα ρε! Δεν βρέθηκε ακόμη η γυναίκα που θα μου μιλήσει έτσι εμένα ρε!" "Σου έκανε μαλακία κάποια ρε Κωστάκη; Καινούρια περίπτωση; Και εγώ να μην ξέρω τίποτα; Για πες, πού τη γνώρισες;" Ο Κωστάκης, καταλαβαίνοντας ότι με τις φωνές δεν επρόκειτο να βγάζαμε άκρη, πίεσε τον εαυτό του να ηρεμίσει. Μετά από σχεδόν ένα λεπτό σιωπής, ξαναμίλησε. "Τί εννοείς πού την γνώρισα; Δεν την ξέρω καν!" "Ε; Μα τώρα δεν είπες ότι κάποι

1 χρόνος koultoura (στο internet)

Σας ευχαριστώ πολύ όλους. Ξέρετε ποιοί είστε.

Η Ελένη

Την Ελένη τη γνώρισα στο Πικέρμι που πηγαίναμε τα Σαββατοκύριακα με τους γονείς μου. Εγώ ήμουν έξι, εκείνη δεκατριών και λόγω της έλλειψης παιδιών στη γειτονιά και της ντεμέκ φιλευσπλαχνίας που αρχίζει να αναπτύσσεται σε εκείνες τις ηλικίες στις γυναίκες, κάναμε πολύ παρέα. Η Ελένη μόλις άρχιζε να αναπτύσσεται, εγώ μόλις άρχιζα να συνειδητοποιώ ότι τα κορίτσια δεν υπάρχουν μόνο και μόνο για να τα κοροϊδεύεις οπότε ο έρωτας ήταν αναπόφευκτος. Την ερωτεύτηκα σφόδρα λοιπόν, και μια μέρα που καθόμασταν στην αλάνα αποκαμωμένοι μετά από παιχνίδι και βλέπαμε το ηλιοβασίλεμα, γύρισα προς το μέρος της και με πολύ σοβαρό ύφος της είπα: "Ελένη, θέλεις να με παντρευτείς;" Εκείνη έμεινε για λίγο άφωνη, και εγώ, λες και ήθελα να μεγαλώσω την έκπληξή της, έβγαλα από την τσέπη του σορτς μου ένα καλογυαλισμένο δαχτυλίδι από τενεκεδάκι (το χαρτζιλίκι μου τότε ήταν πενιχρό και ήταν το πιο αξιοπρεπές πράγμα που μπορούσα να αγοράσω για την περίσταση). Μετά από αυτό, η Ελένη γέλασε, με ε

Χέστηκε η φοράδα

στο σαλόνι.

Η Τόνια

Περίεργο τυπάκι η Τόνια. Φαίνεται και από το όνομα νομίζω. Το σπίτι της ήταν αρκετά μεγάλο και για κάποιο λόγο, ήταν γεμάτο κωλόχαρτα. Κωλόχαρτα, παντού. Στο σαλόνι, στο δωμάτιό της. Κωλόχαρτα μέχρι καιι στη κουζίνα. Γλυκούλα και έξυπνη η Τόνια, που λέτε. Πολύ έξυπνη. Τόσο έξυπνη που πολλές φορές καταντούσε εκνευριστικό. Χωρίσαμε γρήγορα. Και έτσι, έμεινα με την απορία. Ποτέ δεν πρόλαβα να της το πω, ποτέ δεν πρόλαβα να τη ρωτήσω... ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΤΑ ΕΚΑΝΕ ΤΟΣΑ ΚΩΛΟΧΑΡΤΑ;

Η ζωή κυλάει,

εκδίκηση ζητάει.

Οι αληθινές σχέσεις αγάπης, οι ανιδιοτελείς υποσχέσεις, οι θυελλώδεις έρωτες, οι ατράνταχτες φιλίες, η αιώνια εμπιστοσύνη...

...είναι όλα παράγωγα του αλκοόλ.

Δεν μπορώ να είμαι εκεί για σένα,

αν δεν ξέρω που ακριβώς βρίσκεσαι.

Η ζωή είναι

Η ζωή είναι ένας διαρκής χορός tango, και εσύ πρέπει να καθοδηγείς, μα και να καθοδηγείσαι. Η ζωή είναι ένας μεγάλος αγώνας μποξ, και εσύ πρέπει πάντα να χτυπάς δυνατά, μα και να μάθεις να δέχεσαι χτυπήματα, χωρίς να πέφτεις. Η ζωή είναι ένας σοβαρός αγώνας σκάκι, και εσύ πρέπει πάντα να έχεις στο μυαλό σου το ματ, μα και να μπορείς να κάνεις κάποιες θυσίες, για να το πετύχεις. Η ζωή είναι μια τεράστια τσόντα, και εσύ πρέπει να τον δίνεις συνέχεια, μα και να τον παίρνεις λίγο.

Αμφιβολίες

Μερικές φορές σκέφτομαι ότι δεν σου αξίζω. Άλλες φορές,εσύ σκέφτεσαι ότι δεν μου αξίζεις. Και κάπου κάπου, πηδιέσαι με κάποιον άλλο. Και τότε σκεφτόμαστε όλοι το ίδιο πράγμα: τι μαλάκας που 'μαι.

Μερικές φορές είμαι περήφανος για τον εαυτό μου.

Δυστυχώς, αυτός δεν είναι ποτέ περήφανος για μένα.

Ο ιππότης και η πριγκήπισσα

Ο εκτυφλωτικός ήλιος έπεφτε πάνω στα γκρίζα του μαλλιά, κάνοντάς τα να μοιάζουν ασημένια. Η τενεκεδένια πανοπλία του, γεμάτη σκουριά και μπαλώματα, μνημείο μιας άλλης εποχής, δοξασμένης, μιας πανοπλίας στιβαρής και αστραφτερής, έφεγγε θαμπά. Το βλέμμα του, γεμάτο αποφασιστικότητα. Το μακρύ, καμπυλωτό μουστάκι του, έδινε στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, μια έκφραση τόσο τρομακτική, όσο και γελοία. Το πλατύ , τσακισμένο του κοντάρι, έσκιζε με πείσμα τον αέρα. Και καλπασμός. Δυνατός καλπασμός. Από το ψωριάρικο, μα πιστό άλογό του. Ο Δον Κιχώτης κάλπαζε, ακόμη μια φορά, προς τους ανεμόμυλους. Ή τουλάχιστον σε ό,τι είχε απομείνει απο αυτούς. Μόνος αυτή τη φορά. Χωρίς τον Σάντσο Πάντσα. Κάλπαζε, γνωρίζοντας, ότι η Δουλτσινέα δεν ήταν πια εκεί για να τον δει. Και ότι, ακόμη και αν ήταν εκεί, ίσως και να 'χε τυφλωθεί από τα χρόνια. Κάλπαζε,έχοντας μάθει πια, ότι το να καλπάζεις προς τους ανεμόμυλους δεν έχει, τελικά, κανένα νόημα. Όμως ήξερε ότι ήταν ο Δον Κιχώτης. Και ότι αυτό που έπρε