Posts

Showing posts from 2015

Ο χρόνος

Image
Περιμένοντας ένα λεωφορείο σε κάποια στάση. Πρόσωπα αδιάφορα που κοιτάν κάπου απροσδιόριστα. Αναμονή. Σκέφτεσαι. Ζωή είναι τα ξεχωριστά διαλείμματα ανάμεσα στη ρουτίνα. Κοιτάς. Γύρω σου πρόσωπα, λεία, καθαρά, άλλα με ψήγματα τριχών, άλλα ξυρισμένα, με γένια, άλλα με χαρακιές, πιο βαθιές χαρακιές, ζάρες, λακούβες, προβλήματα, όλα εκείνα τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος πάνω στους ανθρώπους. Κοιτάς. Και σκέφτεσαι ότι κάποτε μοιάζεις, έμοιαζες, θα μοιάζεις με ένα από όλα εκείνα τα αδιάφορα πρόσωπα που έχεις δει ποτέ να περιμένεουν το λεωφορείο. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε. Το διάστημα ανάμεσα το αποκαλούμε ζωή. Η ηλικία. Μεγάλο πρόβλημα. Ασθένεια ανίατη. Την κουβαλάμε και μας κουβαλάει σε ολόκληρη τη ζωή μας. Και όσο μεγαλώνουμε, τόσο επιδεινώνεται. Δεν φοβάμαι το θάνατο. Δεν πρόκειται να τον συναντήσω ποτέ. Γιατί όταν εγώ είμαι εκεί αυτός λείπει, και όταν αυτός έρθει, θα λείπω εγώ. Το λεωφορείο φτάνει. Ανεβαίνουμε, με τα βήματά μας μικρά, συγχρονισμένα, και τα πρόσωπ

Το μαγκαλάκι

Image
"Τρεις κι εξήντα, τρεις κι εβδομήντα, τρεις κι ογδόντα...". Μετρούσε τα ευρώ όπως μετρούσαν τις δραχμές παλιά. "Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν" θα έλεγε ο αδερφός της, αν ήταν ακόμη εκεί. Κοίταξε το, αδειανό πλέον, κρεβάτι του. Κοίταξε και τα υπόλοιπα αδειανά κρεβάτια. Της γιαγιάς, του πατέρα της, της μητέρας της, της αδερφής της. Πού είχαν πάει όλοι; Άλλοι νεκροί, άλλοι διασκορπισμένοι σε διάφορα μήκη και πλάτη της γης.  Δεν είχε σημασία. "Οι οικογένειες έρχονται και χάνονται γρήγορα" έλεγε κάποτε η γιαγιά της. Ήξερε εκείνη. Είχε γνωρίσει και χάσει πολλούς συγγενείς. Μεταξύ τους βέβαια δεν είχαν προλάβει να γνωριστούν τόσο καλά. Δεν τη θυμόταν παρά μόνο αμυδρά. Για την ακρίβεια, το μόνο που θυμόταν ήταν που όταν παιδί και πήγαιναν με την οικογένειά της στο χωριό, στο σπίτι της γιαγιάς της, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, εκείνη ερχόταν κάθε που βράδιαζε  και άναβε το μαγκαλάκι. Τώρα, τόσα χρόνια μετά, το μαγκαλάκι στεκόταν σβηστό και

Ρουλέτα

Μπήκε στο καζίνο, με το περπάτημα εκείνου που είχε χρόνια εμπειρία στο χώρο, κι ας ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σε καζίνο. Μ' ένα κουστούμι νοικιασμένο, αλλά φορώντας το λες και ήταν ραμένο αποκλειστικά για αυτόν. Έφτασε στο τραπέζι και την κάρφωσε με το βλέμμα του, σαν ίσος προς ίσο. Εκείνη, γεμάτη λούσα και λαμπερά κοσμήματα, μια ζωή μεγαλωμένη στην πολυτέλεια, εντυπωσιάστηκε με το θράσος του. Έπαιξε τις μάρκες της στα δάχτυλά της και σκόρπισε δυο - τρεις σε διάφορους αριθμούς και χρώματα. Εκείνος πόνταρε όλες τις μάρκες του στο 13 μαύρο με θόρυβο. Εκείνη του χαμογέλασε. "Θα νικήσω", της ψιθύρισε. "Πολύ σίγουρος δεν είσαι;", του απάντησε ψιθυριστά. "Στην ρουλέτα της ζωής, χρειάζεται να ρισκάρεις. Και εγώ μπορώ. Εσύ;" τη ρώτησε και έφυγε, εντυπωσιακά, όπως είχε έρθει, χωρίς καν να μείνει να κοιτάξει το αποτέλεσμα της ρουλέτας. Αντί για την έκρηξη που συμπληρώνει συνήθως τις σκηνές στις ταινίες, μια φράση διέκοψε την ονειροπώλησή του : "Καλησπ

Συρία, Γάζα ή Αθήνα

Image
Συννεφιασμένος ουρανός. Πολυκατοικία.  Απέναντι.  Πίσω από σφαλισμένα παντζούρια.  Κλάμματα ακούγονται. Πίσω από σφαλισμένες καρδιές. Τα σύννεφα απλώνονται. Στον ουρανό. Απλώνονται. Στις σκέψεις των ανθρώπων. Σκοτεινιάζει. Η διάθεση. Τα αναφιλητά πυκνώνουν. Μαζί με τα σύννεφα. Βήχας. Το κλάμα πνίγει την πόλη. Τουλάχιστον εδώ ακούγεται. Δεν το σκεπάζουν οι ήχοι από τις βόμβες.

Το σχολικό

Image
Ο κυρ  - Αντώνης είχε μια ασημένια Μερσεντές τετράπορτη και ευρύχωρη, που χωρούσε ένα σκασμό πιτσιρίκια, στιβαγμένα παράνομα το ένα πάνω στο άλλο. Για αυτόν  το λόγο, ο κυρ - Αντώνης τελούσε χρέη σχολικού στο νηπιαγωγείο και δημοτικό της γειτονιάς. Ο κυρ - Αντώνης είχε και έναν αδερφό, τον κυρ - Φάνη. Δηλαδή, μπορεί και να μην ήταν αδέρφια. Απλά είχαν και οι δυό γκρίζα μαλλιά και  παχύ μουστάκι. Και όταν είσαι μικρός, αυτά τα δύα χαρακτηριστικά έφταναν για να θεωρήσεις δυό άτομα αδέρφια. Ή ακόμη και να νομίζεις ότι είναι το ίδιο πρόσωπο. Και,για να πω την αλήθεια, μου πήρε αρκετό καιρό να καταλάβω ότι πρόκειται περί δύο ξεχωριστών προσώπων. Ο κυρ - Φάνης είχε με τη σειρά του ένα βανάκι Volkswagen. Τελούσε και εκείνος χρέη σχολικού στο νηπιαγωγείο - δημοτικό, εναλλάξ με τον κυρ - Αντώνη, ελλείψει κανονικού σχολικού. Ο κυρ - Αντώνης και ο κυρ - Φάνης διατηρούσαν μια ιδιότυπη σύμβαση με το σχολείο. Έπαιρναν πιτσιρίκια, τα διένεμαν σπίτι τους και μισθωνόντουσαν από τους γονείς τους

Έρωτας στα χρόνια της κρίσης vol.2

Image
"Τα χέρια μας βαρύνανε,   οι καρδιές μας έκλεισαν,   τα πόδια μας έγιναν πιο αδύναμα,   τα μάτια μας το ίδιο" ,   μου είπες εκείνο το βράδυ που καθόμασταν πλάι - πλάι στον καναπέ. "Πού είναι η αγάπη πια;" . Γύρισες προς το μέρος μου απορημένη. "Κάπου εκεί"  απάντησα, δείχνοντας προς το μέρος που τη θυμόμουν τελευταία. Έκανες να σηκωθείς, μα οι δυνάμεις σου μονάχα για δυο - τρία βήματα σε κράτησαν. Προσφέρθηκα να σε βοηθήσω, όπως τότε, όπως πάντα. Σου έδωσα το χέρι μου, τον ώμο μου για στήριγμα. Μα μάταια. "Γεράσαμε πριν την ώρα μας"  μου είπες. Χαμογελούσες πικρά. Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα που είχαμε για τις αγγελίες, στάθηκα σε μια φωτογραφία όπου μια 12χρονη Σύρια κρατούσε σφιχτά το χέρι του νεκρού της αδερφού. "Τουλάχιστον ζούμε"  αποκρίθηκα. Δεν απάντησες. Μόνο χαμογελούσες πικρά. Δεν σε αδικούσα. Μια ζωή χωμένη σε χαρτιά, σε βιβλία,  σε θρανία, σε φύλλα εφημερίδας, ορισμένη από κανόνες, από νόρμες, διαταγ

Σολάκι

Image
Η δίφυλλη πόρτα έτριξε και άνοιξε διάπλατα. Ένα σύννεφο καπνού από τσιγάρo υψωνόταν και γέμιζε αποπνικτικά τον υποφωτισμένο χώρο. Ο Φώτης προχώρησε προς την μπάρα όπως συνήθιζε να κάνει πριν πολλά χρόνια. Κοίταξε γύρω του. Μέσα στον χώρο, ροκάδες κάθε εποχής, γενιάς και ηλικίας. Πάνω στους τοίχους φωτογραφίες από τύπους με μαλλιά, μούσια, περίεργα ρούχα. κιθάρες, μπαγκέτες. Τοποθετημένες με ευλάβεια, συνέθεταν ένα μοναδικό, ιδιαίτερο εικονοστάσιο, φόρο - τιμής στους "Αγίους της Ροκ". Πέτσινα, αλυσίδες, τατουάζ, περίεργες γκριμάτσες, πάνω στους τοίχους και πάνω στις καρέκλες, συνέθεταν μια εικόνα από άλλη εποχή. Ή, καλύτερα, μια εικόνα έξω από τις εποχές: μια εικόνα αναλλοίωτη στον χρόνο. Κάθισε σε ένα σκαμπό, παρήγγειλε βότκα με 2 παγάκια και κοίταξε το σταματημένο ρολόι πάνω από το ράφι με τα ποτά. Οι υποψίες  περί σχέσης χρόνου και μπαρ επιβεβαιωνόντουσαν. Τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του διέκοψε ο μπάρμαν: "Φώτη, ωραίο σολάκι ε;"  Ο Φώτης κοίταξε τ

20 Αυγούστου στην Casa Viena

Image
Μία κραυγή πόνου αναστάτωσε την συνήθη ησυχία του μικρού σπιτιού. "Λιεφ Νταβίντοβιτς!  Λιεφ Νταβίντοβιτς!" Ποδοβολητά. Κυνηγητό. Θόρυβος. Και άλλα ποδοβολητά. Μια κραυγή απόγνωσης,μπροστά στο αποκρουστικό θέαμα, έσκισε τον αέρα "Λιεφ! ΟΧΙ!" Μεγάλη αναταραχή μέσα και έξω από το μικρό σπίτι. Κάμποσα χιλιόμετρα πιο πέρα, τα σύννεφα πύκνωσαν ακόμη περισσότερο. Οι εργάτες του τεράστιου εργοστασίου κοντοστάθηκαν για λίγο και γύρισαν το βλέμμα τους προς τον γκρίζο ουρανό. Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα και ξαναέσκυψαν το κεφάλι, γυρίζοντας με άγχος στη δουλειά τους, για ικανοποιήσουν το πλάνο του μήνα. Και το αίμα τους συνέχισε να κυλάει στους σωλήνες του τεράστιου εργοστασίου. Λίγο πιο πέρα, στο μεγάλο κτίριο, ο κύριος με το μουστάκι σήκωσε το ακουστικό του γραφείου του. Στο άκουσμα των νέων χάιδεψε το μουστάκι του με ευχαρίστηση. Ο Λιεφ Νταβίντοβιτς Μπρονστάιν κείτονταν νεκρός. Η ανάπτυξη θα ερχόταν ανεμπόδιστα στη Ρωσία. 

Το κομπολογάκι

Image
Πέταξε το τσιγάρο κάτω. Το στριφογύρισε καθώς το πατούσε με τη σόλα του στο έδαφος για να σιγουρευτεί ότι θα 'σβηνε. Και κοίταξε. Κοίταξε αλλά δεν είδε αυτά που φαινόντουσαν, αυτά που υπήρχαν για τους υπόλοιπους ανθρώπους. Κοίταξε και είδε αυτά που εκείνος μπορούσε να δει, αυτά που γνώριζε από πάντα.  Τα μάτια του, σωστή καμπίνα ταξιδιού στο χωροχρόνο, μετέτρεψαν τις πολυκατοικίες με τα στιβαγμένα όπως - όπως διαμερίσματα στα μισογκρεμισμένα χαμόσπιτα και μονοκατοικίες.  Την κακοφτιαγμένη άσφαλτο - αποτέλεσμα κάποιας κομπίνας με τα έργα- στους κακοτράχαλους χωματόδρομους με τα χαλίκια.  Τα βήματα των βιαστικών και αμίλητων περαστικών, σε γέλια ξυπόλητων παιδιών, που έτρεχαν εδώ και 'κει, σκόνταφταν στα χαλίκια, μάτωναν τα γόνατά τους και ξανασηκώνονταν. Τα βουητά από τα οχήματα που μάρσαραν, στον γδούπο μιας μπαλωμένης μπάλας που κλωτσούσαν εδώ και εκεί.  Και εκεί, στη γωνιά, κάποια έφηβη που περπατώντας ανάλαφρα έβγαινε από το σπίτι, έγινε Εκείνη η έφηβη. Η μί

Παλιά Φωτογραφία

Image
Κοιτώντας ανθρώπους και συναισθήματα, πίσω από γυάλινους φακούς. Αποθανατίζοντας στιγμές, κρατώντας τες αναλλοίωτες σ'ένα χρονικό καταψύκτη, ξαναβλέποντάς τις βδομάδες,  μήνες, χρόνια μετά, αποκομμένες από χωροχρονικά πλαίσια, αίτια και αιτιατά, να έχουν μετατραπεί σε αναμνήσεις, σε ιδέες. Πρόσωπα που κάποτε σε κοίταξαν μέσα από την παραμόρφωση ενός γυάλινου φακού, και χαμογέλασαν. Μάτια που έλαμψαν μπροστά σε αυτόν που βρισκόταν πίσω από μια φωτογραφική μηχανή. Πρόσωπα, χαμόγελα, μάτια, βλέμματα που κάποτε, κάποιος, κάπως, για κάτι. Πρόσωπα, χαμόγελα, μάτια, βλέμματα που τώρα είναι απλώς πρόσωπα, χαμόγελα, μάτια βλέμματα. Χωρίς ποιος, που, πότε, γιατί. Πρόσωπα, χαμόγελα, βλέμματα που πια δεν ξέρεις γιατί σου χαμογέλασαν, γιατί σε κοίταξαν, που δεν ξέρεις αν θα σου ξαναχαμογελάσουν, αν θα σε ξανακοιτάξουν. Πρόσωπα, χαμόγελα, μάτια, βλέμματα, που δεν.

Για εκείνους

Image
Τι ωραίοι που είναι εκείνοι που στο άδικο αντιστέκονται, που μπροστά στο ρεαλισμό δεν σκύψαν το κεφάλι. Πανύψηλοι, θεόρατοι, το ανάστημά τους όρθωσαν μπροστά στα μικροσκοπικά, σκυφτά ανθρωπάκια και τα επισκίασαν. Τεντώνονται σαν σκάλες, ενώνοντας τον κόσμο του πραγματικού με τον κόσμο των ιδεών ωθόντας μας να πετάμε κάπου - κάπου στην ιστορία για ένα καλύτερο αύριο. Τι ωραίοι που είναι εκείνοι! Γειά σας ωραίοι!

Ο κύριος Κ. στη ζούγκλα

Μια μέρα ο  κύριος Κ. έφτασε σε ένα πολύ πυκνό κομμάτι της ζούγκλας κυνηγημένος από ένα λιοντάρι. Εκεί είδε ένα σοφό γέροντα με μακριά γενειάδα  ο οποίος είχε ξαπλώσει στον κορμό ενός δέντρου. Από την άνεση με την οποία καθόταν φαινόταν σαν η ζούγκλα να ήταν το σπίτι του. Καθώς άκουγε το λιοντάρι να πλησιάζει όλο και πιο πολύ, ο κύριος Κ. ρώτησε τον σοφό γέροντα αν ήξερε κάποιο μονοπάτι μέσα στη ζούγκλα για να μπορέσει να ξεφύγει ή να κρυφτεί από το λιοντάρι. Ο σοφός γέροντας τον προειδοποίησε να μην συνεχίσει να τρέχει στο πυκνό κομμάτι γιατί ήταν γεμάτο λάκκους σκεπασμένους με ψεύτικες φυλλωσιές που είχαν φτιάξει οι κυνηγοί για να παγιδεύουν τα λιοντάρια.  Του είπε ακόμη ότι ο μόνος τρόπος να ξεφύγει από το λιοντάρι και από τις παγίδες ήταν να πετάξει ψηλά. Ο κύριος Κ. απάντησε στο γέροντα ότι δεν ήξερε να πετάει και τον ρώτησε αν γινόταν να έρθει μαζί του για να του δείξει πως να αποφύγει τις παγίδες των κυνηγών. Ο σοφός γέροντας έγνεψε αρνητικά και επανέλαβε ότι έπρεπε να π

Μια ιστορία αγάπης vol.2

Διστακτικότητα, άνησυχία, άγχος, αναμονή και- Έκρηξη. Πάθος, και άλλο πάθος, και ενθουσιασμός, και πάθος και- Παύση. Συνήθεια, συνέχεια, ανεκτικότητα, ανέχεια. Αμφιβολία, αναμονή, άγχος, ανησυχία και- Τέλος.

Μεγάλοι έρωτες

Αντάλλαξαν ένα φιλί για αντίο και αφού εκείνος έφυγε, εκείνη έκλεισε την πόρτα. "Ααααχ" , έκανε. Ο Γιάννης ήταν ο μεγάλος της έρωτας! Ο Γιάννης ήταν ο μεγάλος της έρωτας. Ο Γιάννης ήταν ο μεγάλος της έρωτας; Ο Γιάννης ήταν ; Με αυτές τις  σκέψεις, έπεσε να κοιμηθεί. Ο Γιάννης;

Δεν είναι πολύ εγωιστικό

να αποφασίζουν οι άλλοι για τον εαυτό τους χωρίς να σε παίρνουν υπόψη;

Τρύπες

Image
Τρύπες. Παντού τρύπες. Και μουσική. Και τρύπες. Και μουσική. Αφέθηκε σε μια ελεύθερη πτώση προς το λευκό στρώμα που κείτοταν στο πάτωμα.  Ένιωσε πως αυτό βούλιαζε, πως εκείνη χανόταν μέσα του, σε μια περίεργη διαστρέβλωση του χώρου και του χρόνου. Αισθάνθηκε πως ο χώρος γύρω από αυτή, γύρω από το στρώμα στο πάτωμα, στροβιλιζόταν γρήγορα, πιο γρήγορα από τη γη, πιο γρήγορα από τον υπόλοιπο κόσμο, τόσο γρήγορα που ο χρόνος γυρνούσε πίσω, εκείνη γινόταν νεότερη, σχεδόν μωρό, έμβρυο, σαν να μην υπήρχε πια. Γύρισε το κεφάλι της, βαρύ σα χίλιους τόνους, μέσα στην αλλόκοσμη δίνη.  Έτεινε το χέρι της προσπαθόντας να αγγίξει το κορμί που βρισκόταν, ή που νόμιζε ότι θα βρισκόταν, δίπλα της. Εκείνος ήταν σχεδόν διάφανος, μια σκιά, κάτι μεταξύ του κόσμου του αισθητού και του κόσμου του ανεπαίσθητου. Μια ετοιμόρροπη  γέφυρα μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας. Του παρελθόντος με το παρόν. Ήταν άραγε πραγματικός; Ή μήπως τον είχε ονειρευτεί εξαρχής; Η απόσταση ανάμεσα στο χέρι κα

Φιλοσοφικές Αναζητήσεις vol.2

"Γεννιέσαι. Και μεγαλώνεις. Και ύστερα κάνεις δέκα μαλακίες, δυό για να χάσεις πλήρως την εμπιστοσύνη των γονιών σου, δυό για να σκέφτεσαι "τι μαλακίες έκανα μικρός", τρεις για να λες στα παιδιά σου "τί μαλακίες έκανα όταν ήμουν στην ηλικία σας", δυό για να λες στα παιδιά σου "τί μαλακίες να μην κάνετε" παραλείποντας να τους αναφέρεις ότι τις έκανες και εσύ μικρός, και μία για να την αναπολείς με νοσταλγία για το υπόλοιπο της βαρετής, μίζερης, ζωής σου. Και ύστερα βρίσκεις δουλειά. Ή δεν βρίσκεις. Και παντρεύεσαι. Από ανάγκη. Από βαρεμάρα.Ή από αδιέξοδο. Και περνάς όλη σου τη ζωή ενώ αναρωτιέσαι. Γιατί δεν έκανες πέντε μαλακίες παραπάνω, να το 'χες φχαριστηθείς τουλάχιστον. Και μετά, πάπαλα. Τέρμα τα δίφραγκα. Fin. Finito. Das Ende. The End. Εισητήριο άνευ επιστροφής. Μετά από την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν γενικώς. Το Τέλος. Hasta La Muerte Mis Amigos. Και, τελικά, αφού είναι έτσι

Ανθρώπων Έργα

Image
Εκείνη τριγυρνούσε πέρα - δώθε μέσα στο σπίτι. Άνοιγε ντουλάπες, συρτάρια, κοιτούσε κάτω από έπιπλα, σήκωνε μαξιλάρες. Αναστάτωση σκέτη. Εγώ είχα κάτσει στον καναπέ, έτρωγα παγωτό και κοιτούσα το παράθυρο, και έξω από το παράθυρο, εκείνη την ατέλειωτη βροχή. Δεν κοιτιόμασταν. Δεν μιλούσαμε. Και τί να πούμε άλλωστε; Ήταν σαν να είχαμε χρησιμοποιήσει όλες τις λέξεις που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν όλα αυτά τα χρόνια. Και για να ξαναμιλήσουμε, θα έπρεπε να δημιουργηθούν άλλες, καινούριες λέξεις. Μετά από κανά μισάωρο στάθηκε στην πόρτα, φορώντας ένα παραγεμισμένο σακίδιο και κρατώντας δυο - τρεις σακούλες. "Φεύγω" μου είπε. "Αν έχω αφήσει κάτι, πάρε τηλέφωνο, και θα έρθω κάποια άλλη στιγμή" . Την κοίταξα. Ήταν ακόμη όμορφη. "Νομίζω ότι έχεις αφήσει κάτι στην καρδιά μου" , αποκρίθηκα. "Καλά, καλά, θα περάσω άλλη ώρα" , είπε αδιάφορα και γύρισε να φύγει. "Εντάξει" , απάντησα και συνέχισα να κοιτάζω τη βροχή έξω από το παράθυρο. Δεν ήταν ε

Το Λοιπόν

Ο γέρος που έλεγε "Λοιπόν..." καθόταν συνέχεια στο μπαλκόνι του, δύο στενά από εκεί που έμενα. Φαινόταν πράγματι πολύ γέρος, και όσο καιρό έμενα στη γειτονιά και περνούσα κάτω από το σπίτι του τον άκουγα να μονολογεί "Λοιπόν..." . Αργότερα έμαθα από κάποιο γείτονα ότι σχεδόν όλη του τη ζωή την είχε περάσει λέγοντας "Λοιπόν..." . "Λοιπόν..." μονολογούσε παίζοντας στους χωματόδρομους που είχε η γειτονιά το 1946, "Λοιπόν..." μονολόγησε και το '73, "Λοιπόν..." μονολόγησε και το '81, "Λοιπόν.." και το 2015. Απ'ότι φαίνεται, περίμενε καρτερικά όλες αυτές τις δεκαετίες τη συνέχεια της πρότασης. Και, απ΄ ότι φαίνεται, ακόμα περιμένει.

Εγώ & Αυτός

Είχαμε πολλές διαφορές. Βασικά, είχαμε όσες διαφορές έχουν δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Ήμασταν δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Όποτε τύχαινε να βρεθούμε (και φυσικά βρισκόμασταν μόνο τυχαία) τον κοιτούσα έντονα, εξονυχιστικά, από πάνω ως κάτω. Προσπαθούσα να εξετάσω αναλυτικά αυτές τις διαφορές που είχαμε. Προσπαθούσα να μπω στη δική της θέση, και μέσα από τα τα δικά της μάτια να δω ποιές ήταν οι κρίσιμες διαφορές αυτές, πώς τις αντιλαμβανόταν εκείνη. Και κυρίως, να κατανοήσω ποιά αντιλαμβανόταν εκείνη  σαν τα προτερήματα που είχε αυτός σε σχέση με μένα. Μάταιος κόπος. Εδώ καλά - καλά δεν μπορούσα να κατανοήσω ποιά αντιλαμβανόταν εκείνη σαν τα προτερήματα που είχα εγώ, τότε. Εδώ καλά - καλά δεν μπόρεσα ποτέ να κατανοήσω ποιά αντιλήφθηκε εκείνη σαν μειονεκτήματα, λίγο καιρό αργότερα.

Συμφωνίες

Την Πέπη την γνώρισα πριν κάμποσα χρόνια, δεν θυμάμαι πόσα, μέσω κοινού γνωστού. Λίγο καιρό μετά βρεθήκαμε στο ίδιο κρεβάτι και λίγο καιρό μετά από αυτό, σταματήσαμε να βρισκόμαστε γενικώς. Κάποια χρόνια μετά, την ξαναβρήκα στην τύχη σε διακοπές στην Νάξο. Εκείνη μόλις είχε βγει από έναν αποτυχημένο γάμο, εγώ δεν είχα μπει καν σε γάμο -γεγονός που δεν παρέλειπε να μου υπενθυμίζει η μητέρα μου- και κάπως έτσι ξαναρχίσαμε να μιλάμε και να ξαναβρισκόμαστε. Ο καιρός περνούσε, "δεν παντρευόμαστε;" λέμε. Ε, και παντρευτήκαμε. Κάναμε δύο παιδιά, ένα γιο και μια κόρη. Υγιέστατα, μην τα ματιάσω, και καλά παιδιά πάνω απ'όλα, αυτό είναι το σημαντικό, "καλό να 'ναι και ό,τι θέλει να 'ναι" που λέει και η μητέρα μου. Ο γιος μου εδώ και έξι χρόνια προσπαθεί να τελειώσει τη σχολή του, έκανε και το στρατιωτικό του ενδιάμεσα και άργησε λίγο, τώρα έχει πιάσει και μια δουλειά, σε ένα από αυτά τα καινούρια τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, ντάξει δεν παίρνει και πολλά, αλ

Πρώην

"Πάμε για κανά ποτό";  Η φωνή της ήταν βραχνή, αναμειγμένη με θόρυβο από τις ταλαιπωρημένες γραμμές  του τηλεφώνου μου. Στο άκουσμά της μετά από τόσο καιρό, το μυαλό μου πλημμύρισε με χιλιάδες ερωτήματα, αντιδράσεις, συναισθήματα. Όλα σχεδόν ξεχείλιζαν, ήθελαν να βγουν έξω, να ουρλιάξουν. "Και δεν πάμε; ", ήταν το μόνο που βγήκε έξω στην πραγματικότητα, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις. "Κατά τις 9 είναι καλά;" "ΟΚ". Ο τόπος συνάντησης δεν ειπώθηκε στο τηλέφωνο. Υπέθεσα ότι θα ήταν η συνηθισμένη πλατεία. Όπως τότε. Έφτασα εκεί 10 λεπτά πριν το ραντεβού. Όπως τότε. Λίγα λεπτά μετά είχα καπνίσει πέντε τσιγάρα. Ή τόσα θα κάπνιζα πάνω στη φούρια μου, αν όντως κάπνιζα. Είχα φτάσει στο σημείο να αναρωτιέμαι αν τελικά είχα υποθέσει λάθος για το σημείο του ραντεβού. Αν είχαν αλλάξει τόσα από τότε. Την αμφιβολία μου καθησύχασε το αντίκρυσμα της σιλουέτας της να καλύπτει ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πεδίου όρασής μου, καθώς

Το απέναντι τρένο

Image
Σταθμός. Σκάλα. Κατεβαίνεις. Από κάτω έρχεται. Θόρυβος - απόδειξη. Άφιξης τρένου. Θόρυβος -ένδειξη. Βιασύνης ανθρώπου. Εσύ βιάζεσαι. Ως άνθρωπος. Ο θόρυβος ολοένα και αυξάνεται. Ως θόρυβος. Τρέχεις. Σκοντάφτεις. Σχεδόν. Ο θόρυβος φτάνει την μεγαλύτερή του ένταση.Σχεδόν. Τελικά φτάνεις. Στο τέλος της σκάλας. Τελικά πλησιάζεις. Την άκρη της αποβάθρας.  Και συνειδητοποιείς ότι.Έχει έρθει το το απέναντι τρένο.  Και σκέφτεσαι ότι. Πάντα, μα πάντα, είναι το απέναντι τρένο.

Hommage à un compromis

Συμβιβασμένες αντιλήψεις, συμβιβασμένες λήψεις, συμβιβασμένες επιλήψεις, συμβιβασμένες προλήψεις, συμβιβασμένες προκαταλήψεις. Συμβιβασμένες οπτικές, συμβιβασμένες πρακτικές, συμβιβασμένες τακτικές, συμβιβασμένες στρατηγικές. Συμβιβασμένες σκέψεις, συμβιβασμένες λέξεις, συμβιβασμένα όνειρα, συμβιβασμένα οράματα, συμβιβασμένα πανοράματα, συμβιβασμένα σχέδια, συμβιβασμένοι στόχοι, συμβιβασμένοι τρόποι, συμβιβασμένοι δρόμοι. Συμβιβασμένο παρόν, συμβιβασμένο παρελθόν, συμβιβασμένο μέλλον, συμβιβασμένες ώρες, συμβιβασμένα λεπτά, συμβιβασμένα δευτερόλεπτα, συμβιβασμένος χρόνος, συμβιβασμένος χωροχρόνος. Συμβιβασμός έντιμος, συμβιβασμός ανέντιμος, συμβιβασμός έτοιμος, συμβιβασμός πανέτοιμος,συμβιβασμός σχεδιασμένος, συμβιβασμός γεννημένος, συμβιβασμός αναγκαίος, συμβιβασμός σπουδαίος,συμβιβασμός σίγουρος, συμβιβασμός βέβαιος, συμβιβασμός στιβαρός, συμβιβασμός στυγερός,συμβιβασμός ωραίος,συμβιβασμός νέος, συμβιβασμός φρέσκος, συμβιβασμός ζεστός, συμβιβασμός δυνατός, συμβιβασμός μέτριος

Φωνές

Image
Πρωί. Ήλιος. Ρίχνει τις ακτίνες του διακριτικά. Μέσα από τις χαραμάδες που έχει αφήσει το παντζούρι. Ακτίνες. Πέφτουν στα μάτια μου. Τα ανοιγοκλείνω. Σκέφτομαι. "Ανάθεμα το παντζούρι. Και τις χαραμάδες που άφησε. Ανάθεμα τον ήλιο. Ανάθεμα το ξημέρωμα. Ανάθεμα την κοινωνία. Ανάθεμα γενικώς. " Φωνή. Γνώριμη. Εδώ και 25 χρόνια. Φωνάζει. Το όνομά μου. Εδώ και 25 χρόνια. Έρχεται απέξω. Μαζί με τις ακτίνες του ήλιου. Μαζί με το ξημέρωμα. Μαζί με τις Δευτέρες. "Μπορείς να σηκώσεις λίγο το παντζούρι να καθαρίσω λίγο  από κάτω σε παρακαλώ;" Σηκώνομαι. Με αργά βήματα. Ανοίγω. Παντζούρι. Μιλάω. Σιγά. "Καλημέρα ". Το σώμα που συνοδεύει τη φωνή καθαρίζει. Από κάτω. Απομακρύνεται. Η φωνή. Ξαναακούγεται. "Καλημέρα αγόρι μου" . Απομακρύνομαι με τη σειρά μου. Σκέφτομαι. Τη φωνή. Των τελευταίων 25 χρόνων. Μπορείς να ανοίξεις το παντζούρι, μπορείς να ανοίξεις την πόρτα, μπορείς να κλείσεις το θερμοσίφωνα, μπορείς να κοιτάξεις τον φούρνο, μπορείς να κοιτά

Χιόνι

Δωμάτιο. Καναπές. Κάθεται. Μόνος. Μπροστά. Τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι. Τηλεόραση. Ανοιχτή. Χιόνι. "Κλικ" . Αλλαγή καναλιού. Πάλι χιόνι. "Κλικ" . Αλλαγή της αλλαγής. Μαλακίες. Χιόνι, χιόνι, μαλακίες, κιάλλες μαλακίες, περισσότερο χιόνι, πιο πολλές μαλακίες, και χιόνι,  και μαλακίες, μαλακίες, χιόνι, μαλακίες, χιόνι, χιόνι, μαλακίες. "Κλικ" . Τηλεόραση. Κλείνει. Μάτια. Αφουγκράζεται. Σιωπή. Χιόνι. Και σιωπή. Σκέφτεται. Το τηλέφωνο. Σιωπηλό.  Όπως τις τελευταίες ώρες. Άψυχο. Όπως τις τελευταίες μέρες. Σιωπή. Χιόνι. Εκείνος. Βυθίζεται. Απαλά. Χάνεται. Στη σιωπή. "ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝ!" Ξυπνάει. Απότομα. Μάτια. Ανοίγει. Μπροστά. Τηλεόραση. Χιόνι. Τη σιωπή διαταράσσει. Ένας χτύπος.  "ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΝ!". Τηλέφωνο. Συνειδητοποιεί. Τρέχει στο διάδρομο. "ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΙΝ!" Ακουστικό. Σηκώνει. -Ναι; -Έλα... Εκείνη. Τηλεόραση. Χιόνι. Τηλέφωνο. Μαλακίες. Και "δεν μπορούσα". Και "δεν έπρεπε". Και "δεν θα '

Ερωτευμένοι

ποιητές, ερωτικοί ποιητές, ερωτεύσιμοι ποιητές, ποιητές που ερωτεύονται, ποιητές που ερωτεύθηκαν, έρωτας που ποιήθηκε, έρωτας που ποίησε, έρωτας που πόνησε, έρωτας που εκπόνησε, έρωτας που πόνεσε, έρωτας, πόνος, θλίψη, ανεργία, κατάθλιψη, φτώχεια, καταπίεση, μιζέρια, θάνατος. Ζωή.

Συναλλαγές

"Τί; Τώρα θες αγκαλιά; Είσαι σοβαρός; Θεωρείς ότι αξίζεις αγκαλιά μετά απ' όλα όσα έκανες;" Λόγια μητέρας. Πόσο καλός ήσουν, αξίζεις μια αγκαλιά, μήπως δύο, ίσως ένα φιλί, δύο φιλιά, ένα χάδι στα μαλλιά, ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, να τα κάνω δύο να το κλείσουμε;  Λόγια συγγενών. Λόγια φίλων. Λόγια της κοινωνίας. Είναι πολύ καλός γκόμενος, φιλάει καλά, αγκαλιάζει όμορφα, πηδάει όχι τόσο καλά, του βάζω έξι, ναι περνάει, μην ανησυχείτε καθόλου, λέω να τον κρατήσω ένα μήνα, ίσως τρεις, άμα βελτιώσει λίγο το χιούμορ του. Η αγάπη ως μέσο ανταμοιβής. Είναι πολύ καλός φίλος, μου απαντάει στα τηλέφωνα, βγαίνουμε για καφέ όποτε αισθάνομαι μοναξιά, συμβουλές, δεν ξέρω, εκεί, εκεί τα χαλάμε λίγο, χρειάζεστε προσπάθεια, έχετε δυνατότητες αλλά να, καταλαβαίνετε, νομίζω μπορείτε καλύτερα, περάστε πάλι από Σεπτέμβρη και τα ξαναλέμε. Είναι καλός, καλή, μέτριος, μέτρια, καλύτερος, κάλλιστος, κάκιστος, αγάπη, ναι, αγάπη, ναι θα του/της/του(ουδέτερο) δώσω λίγο γιατί όχι, νο

Όλη μας τη ζωή την περνάμε φοβούμενοι

μήπως οι άλλοι μας παρεξηγήσουν επειδή  παρερμήνευσαν αυτά που θα θέλαμε να πούμε.

Η άκρη της αποβάθρας

Είσοδος Μετρό. Μεγάφωνο.   Αντηχεί . Φωνή άγνωστη και αρκούντως σοβαρή. "Ανακοίνωση: Οι κύριοι επιβάτες παρακαλούνται να μην στέκονται κοντά στην άκρη της αποβάθρας" . Κυλιόμενες σκάλες. Κατεβαίνουν. Κόσμος πάνω τους. Κατεβαίνει με τη σειρά του. Σκυφτός. Σιωπηλός. Άοσμος. Άχρωμος. Ο εξαιρετικός εξαερισμός του Μετρό απομακρύνει τις μυρωδιές από τα έντονα αρώματα, τις ιδρωμένες μασχάλες, τις βρώμικες κάλτσες. Αφαιρεί με επιτυχία κάθε ιδαίτερη μυρωδιά από τους επιβάτες δημιουρόντας έναν καθαρό, άνευ δυσάρεστων οσμών, άνευ χαρακτήρα, αέρα. "Ανακοίνωση: Οι κύριοι επιβάτες παρακαλούνται να μην στέκονται κοντά στην άκρη της αποβάθρας".  Συνωστισμός στον χώρο τον ακυρωτικών μηχανημάτων. Οι κύριοι επιβάτες, άοσμοι, σιωπηλοί και σκυφτοί, πραγματοποιούν αξιαίπενους ελιγμούς: ακυρώνουν τα εισητήριά τους, ψάχνουν να αγοράσουν καινούρια, αναζητούν τη σωστή κατεύθυνση και εφορμούν προς αυτή. Μια πλήρως εναρμονισμένη και  τουλάχιστον πολύπλοκη χορογραφία. Ο Πιοτρ γίνεται μ

Το κυνήγι του ορίζοντα

Πήγα στο νησί μετά από και εγώ δε θυμάμαι πόσα χρόνια. Όταν έφτασα στο σπίτι, κάθισα στο πεζούλι ακριβώς απέναντι, και το χάζευα για πολλή ώρα. Τα συναισθήματα ήταν περίεργα και ανάμεικτα: σαν να είχαν αλλάξει τα πάντα και τίποτα από το τελευταίο μου καλοκαίρι εκεί. Έμεινα να κοιτάω τη βεράντα που λερωνόμασταν από τα ζουμιά των φετών από καρπούζι που καταβροχθίζαμε λαίμαργα και άγαρμπα, τα δρομάκια με τα χαλίκια που τρέχαμε, κουτροβαλώντας σχεδόν, για να φτάσουμε τη θάλασσα, πέφτωντας και κάνοντας τις πρώτες μας γνωριμίες με την αίσθηση του πόνου. Και στο τέλος του δρόμου, η θάλασσα. Η θάλασσα, άλλοτε ήρεμη, και άλλοτε αγριεμένη, σαν την ίδια τη ζωή, και οι βουτιές που κάναμε  σε αυτή από τον μικρό κόλπο, που μετά από τόσα ταξίδια σε διαφορετικά μέρη σε άφηνε αδιάφορο, αλλά όταν ήσουν μικρός έμοιαζε με το δικό σου, προσωπικό κομμάτι του παράδεισου. Όλα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων, οι πρώτες φιλίες, οι πρώτοι τσακωμοί, τα πρώτα παγωτά, τα πρώτα νυχτερινά μπάνια, οι πρώτε

Χωρίς Μέτρο

(Ο στίχος του ποιήματος είναι ελεύθερος) Για όλα εκείνα τα έντονα βλέμματα που κάποτε παράπεσαν και χάθηκαν για πάντα. Για εκείνα τα συνεπαρμένα μηνύματα που έμειναν στο "διαβάστηκε" και δεν συνέχισαν στο "γράφτηκε". Για εκείνο το πλατύ χαμόγελο που κάποτε αντίκρυσες από κοντά μα τώρα βρίσκεται μοναχά σε μια φωτογραφία. Για όλα όσα δεν κάναμε επειδή δεν θέλαμε επειδή δεν μπορούσαμε, ή επειδή δειλιάσαμε. Και για όλα όσα κάναμε και ας μην το θέλαμε. Για εκείνα τα "ναι" που μεταμορφώθηκαν σε "όχι" και για εκείνα τα "όχι" που μεταμορφώθηκαν σε "ναι", ακούστε το καλά: "Η απώλεια δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ζύγι με το κέρδος. Η απώλεια είναι απώλεια. Σημαίνει ότι κάτι έχασες". Αλίμονο σε όσους δεν το καταλαβαίνουν. Αλίμονο στον κόσμο που μας έκανε έτσι. *Αφιερωμένο στον Φώτη Κουβέλη*

Διακοπή ρεύματος

"Η νύχτα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη. Φοβάμαι". "Μη φοβάσαι, θα είμαι πάντα εδώ για σένα", της απάντησε εκείνος. Σκεφτόταν ξανά και ξανά εκείνη τους τη συνομιλία, κατά τη διάρκεια της διακοπής ρεύματος. Το φως είχε χαθεί ξαφνικά, δεν έλεγε να επιστρέψει, και εκείνη εντελώς μηχανικά, άναψε ένα κερί και τον αναζήτησε με το βλέμμα της. Δεν τον βρήκε. "Εκείνο το πάντα τελικά κρατάει πολύ λίγο", σκέφτηκε και δάκρυσε. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, ο υπάλληλος της Δ.Ε.Η που είχε κατεβάσει το διακόπτη, αναλογιζόμενος τα χαμένα επιδόματά του, σκέφτηκε ακριβώς το ίδιο.

Όλοι είμαστε άνθρωποι...

...μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

Αναζήτηση vol. 2

"Ώστε έτσι λοιπόν νιώθεις όταν φτάνεις στο τέλος; Στο απόλυτο τέρμα; Ώστε έτσι είναι όταν και η τελευταία σου ελπίδα συντρίβεται  με φόρα πάνω σε έναν απροσπέλαστο συμπαγή τοίχο χωρίς να καταφέρει ούτε γρατζουνιά; Έτσι είναι μόλις καταλάβεις ότι δεν υπάρχει φως στο σκοτεινό τούνελ; Αυτά είναι τα συναισθήματα που γεννιούνται μόλις συνειδητοποιήσεις ότι δεν πρόκειται να υπάρξει οποιουδήποτε είδους συνέχεια; Αυτή είναι η κατάσταση που βιώνεις όταν κοιτάς γύρω σου και συνειδητοποιείς ότι όλοι οι δρόμοι, οι παράδρομοι και οι στροφές οδηγούν σε αδιέξοδα;"  αναφώνησε ο Γ. , μόλις παρατήρησε ότι και το πιο απομακρυσμένο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς του είχε κλείσει για βράδυ. 

Ερώτηση

-Γιατί; -Γιατί όχι;

Η (α)βάσταχτη βαρύτητα του μη - είναι

"Κι αν με ρωτήσετε τι κάνω θα σας πω τίποτα... Γιατί όποιος λέει ότι κάνει κάτι δεν κάνει τίποτα, και όποιος κάνει  κάτι δεν το λέει. Η πράξη είναι πράγμα σοβαρό και βαρύ, η δημιουργία, η γέννηση του κάτι από το τίποτα, του όντος από το μη ον. Και αν οι φιλόσοφοι μίλησαν για την ελαφρότητα του είναι, υπάρχει και η βαρύτητα του μη είναι... Η επίπτωση της ανυπαρξίας, εκείνο το κενό στην σειρά πράξεων, λόγων και γεγονότων που πάντα μένει ακάλυπτο, η απουσία που γίνεται αισθητή με την ύπαρξή της. Και τελικά, είναι η μη ύπαρξη βαριά, αφού η ύπαρξη της μη ύπαρξης είναι ελαφριά;  Και τελικά, όπως λένε, σήμερα είμαστε, και αύριο δεν είμαστε, και μεθαύριο ποιος ζει και ποιος πεθαίν....." Οι φύλακες επέστρεψαν στο αδιάφορο διάβασμα των εφημερίδων τους, καθώς δυο νοσοκόμοι είχαν καταφέρει να ακινητοποιήσουν και να μπήξουν την αναισθητική ένεση στον ασθενή  που γυρνοβολούσε και μονολογούσε στους διαδρόμους του ψυχιατρείου.

Η νιφάδα

Image
Σηκώθηκε, αργά και ανόρεκτα, όπως συνήθιζε άλλωστε, τόσο καιρό που πια δε θυμόταν. Έψαξε στα τυφλά τις παντόφλες της, και ύστερα, σέρνοντας τα πόδια της στο πάτωμα, ακολούθησε το πρώτο δρομολόγιο της ημέρας, με αφετηρία το δωμάτιο και τέρμα την κουζίνα (ενδιάμεση στάση στο μπάνιο, όπου άγγιξε ακόμη μία φορά τις βαθιές ρυτίδες που στιγμάτιζαν το άλλοτε άψογο πρόσωπό της  και χάιδεψε τις ασημένιες τούφες που είχαν εγκατασταθεί στα άλλοτε κατάμαυρα μαλλιά της). Ανοίγοντας τα ντουλάπια, συνειδητοποίησε, χωρίς καμία έκπληξη, ότι το μόνο που είχε ήταν καφές. "Πάλι καλά που έχω τουλάχιστον αυτό!" σκέφτηκε από μέσα της, μιας και γνώριζε καλά ότι η απόπειρα για οποιαδήποτε δραστηριότητα θα ήταν αδύνατη χωρίς τη βοήθεια αυτού του υγρού φάρμακου. Εκτός αυτού, μόνο και μόνο η προετοιμασία και η κατανάλωση του πρωινού καφέ ήταν μια δραστηριότητα που της επέτρεπε να απασχολεί λίγο το μυαλό της όσο και τον χρόνο της ημέρας της. Αρπάζοντας ένα φλυτζάνι και το βάζο του καφέ, πλησίασε το νε

4 χρόνια koultoura (στο internet*)

(*και παντού)

Τα μεγάλα διλήμματα της ζωής

Διαβάζεις. Βιβλία. Βιβλία σπουδαία. Βιβλία μεγαλόπνοα. Βιβλία που μιλάνε για ανθρώπους που άλλαξαν την εποχή τους. Βιβλία για πράξεις  που συνέβαλλαν σε αυτό που σήμερα με σεβασμό αποκαλούμε Ιστορία. Βιβλία με αποσπάσματα  ή ατάκες που λέμε μέχρι και σήμερα για να το παίξουμε διαβασμένοι ή (και) να κάνουμε εντύπωση. Βιβλία που ανέδειξαν τις αυθεντίες τις οποίες όσα χρόνια κι αν πέρασαν συνεχίζουμε να επικαλούμαστε, σαν ατράνταχτο επιχείρημα. Και φαντάζεσαι. Τους φαντάζεσαι με τα μαύρα τους καπέλα με τα πλουμιστά τους λοφία να προτείνουν το ασημένιο τους ξίφος πάνω σε κάποιο λόφο. Τους φαντάζεσαι. Τους φαντάζεσαι πάνω από ένα χάρτη να διαφωνούν για το ποια είναι η σωστή στρατηγική κάνοντας γραμμές και ύστερα σβήνοντας με γόμα τα πρόχειρα σχέδιά τους. Τους φαντάζεσαι μέσα στα Χειμερινά Ανάκτορα να ξενυχτούν συζητώντας για το ποιο θα είναι το επόμενό τους βήμα. Τους φαντάζεσαι σε ένα μεγάλο εργοστάσιο, μαύροι από το φούμο, όλοι μαζί να δουλεύουν για να κατασκευάσουν κάτι - ένας θεός ξέρ