Σκοτάδι

"Ξέρεις, ήλπισα. Ήλπισα ότι δεν θα γίνει έτσι. Ντάξει, ίσως είμαι λίγο αθώος. Όπως όταν ήμαστε παιδιά. Που είχαμε αυτό το περίεργο μείγμα λογικής και φαντασίας. Τότε που φοβόμασταν τη νύχτα και τους μπαμπούλες που ερχόντουσαν μαζί της. Και αφήναμε την πόρτα ανοιχτή, ίσα που να μπαίνει το λιγοστό φως του φωτισμένου διαδρόμου, ή ανάβαμε εκείνο το άλλο, το μικρό "φωτάκι νυχτός". Τότε ξέραμε, μες στην παράλογη λογική μας, ότι το φως δεν ήταν ικανό για να κρατήσει τους μπαμπούλες μακριά. Αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο, μας έδινε μια αίσθηση προστασίας, ασφάλειας.


Έτσι και 'γω. Ήλπισα. Άφησα εκείνη την μικρή αισιόδοξη πορτούλα ανοιχτή, να μπαίνει το λιγοστό φως της ελπίδας, από κείνης ντε, του διαδρόμου.

Ύστερα ήρθες εσύ, σαν μπαμπούλας του σήμερα,  και αναδεικνύοντας την παιδική αφέλειά μου, έκλεισες την πόρτα με δύναμη. Και με άφησες μόνο μου, στο σκοτάδι. Ο μεντεσές ξεχαρβαλώθηκε και η πόρτα θα χρειαστεί καιρό να επισκευαστεί.

Ας είναι. Τους φόβους μας, λένε, μπορούμε να τους νικήσουμε μόνο αν τους αντιμετωπίσουμε κατάματα.

Θα μάθω, λοιπόν, και 'γω, να κοιμάμαι στο σκοτάδι.

Καληνύχτα...
", είπε και έσβησε το φως.  

Comments