O Γιαννούτσος

Στο χωριό είχαμε έναν τύπο από αυτούς που οι άνθρωποι της πόλης νομίζουν ότι υπάρχουν μόνο στα χωριά, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν και στις πόλεις. Με τη διαφορά ότι εκεί, είναι πολύ πιθανό να μην συναντηθείτε ποτέ.

Ο Γιαννούτσος ήταν γύρω στα 40 με 45 και το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης. Το όνομα "Γιαννούτσος" του κουβαλούσε πάνω από 30 χρόνια: του το είχε "κολλήσει" ένας καθηγητής του στο δημοτικό  -μάλλον συντηρητικών φρονημάτων- εμπνευσμένος από τον καπετάν Γιαννούτσο του τάγματος του Άρη που καταγόταν από διπλανό χωριό.Ο λόγος ήταν απλός:  ο Γιάννης -αν και ολιγομίλητος- ήταν ο "αρχηγός των ατάκτων" μαθητών στο σχολείου του χωριού.

Ο Γιαννούτσος, μάλιστα, ποτέ δεν κατάφερε να τέλειωσε το δημοτικό: κάποια στιγμή κληρονόμησε το καφενείο του παππού του και έκτοτε "ρίζωσε" εκεί. Τον έβλεπες κάθε μέρα, να κάθεται αμίλητος στο πιο απομακρυσμένο τραπέζι και να αγναντεύει με το μελαγχολικό του βλέμμα τα χιονισμένα, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, βουνά. Που και που, σαν έμπαινε κανάς πελάτης, ο Γιαννούτσος σηκωνόταν αργά - αργά και του σέρβιρε, αποκλεισιτκά ελληνικό ή φραπέ, για να επιστρέψει μετά από λίγο στο αμίλητο αγνάντι του.

Τον Γιαννούτσο τον "έμαθα", όταν επέστρεψα, λόγω κρίσης, να μείνω μόνιμα στο χωριό: και η αλήθεια είναι ότι στην αρχή μου φάνηκε πολύ περίεργος. Είχα φτάσει μάλιστα στο σημείο να νομίζω ότι είναι και μουγγός. Σιγά - σιγά όμως, για κάποιο περίεργο ρόλο, τον συμπάθησα. Δυστυχώς,  κάτι η προϊστορία του ονόματός του, κάτι ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του, έκανε να μην ισχύει το ίδο για την πλειοψηφία του χωριού: ιδιαίτερα εκείνοι οι οποίοι απλώς καταγόντουσαν από το χωριό χωρίς να μένουν μόνιμα, και ειδικά σε περιόδους όπως οι εκλογικές, επιδιδόντουσαν σε πειράγματα.

"Άντε ρε Γιαννούτσο! Τί θα γίνει; Θα κάνεις καμιά επανάσταση;" ξεκινούσε το πείραγμα κάποιος. "Άντε, ρε καπετάνιο! Εκεί θα κάθεσαι όλη μέρα; Δεν βλέπεις πόσο χάλια είναι η κατάσταση; Κάνε κάτι να αλλάξεις  τα πράγματα!" συνέχιζε άλλος . Και ο Γιαννούτσος καθόταν εκεί,΄στο απομακρυσμένο τραπεζάκι με το βάζο με το μοναδικό λουλούδι, να αγναντεύει αμίλητος, υπομένοντας τα πειράγματα.

Η είδηση του θανάτου του πραγματικού καπετάν  Γιαννούτσου, που στο χωριό την μάθαμε από την τηλεόραση που έπαιζε βουβά στο καφενείο του συνονόματό του σόκαρε πολλούς από μας: πιο πολύ  απ' όλους όμως  τον δικό μας Γιαννούτσο, ο οποίος έμεινε να κοιτάει την οθόνη αποσβολωμένος  και μετά το τέλος των ειδήσεων, και μετά αφού άδειασε το μαγαζί.

Από την ημέρα που ο τελευταίος τον μαυροσκούφηδων πέθανε, ο Γιαννούτσος φαινόταν κάπως διαφορετικός: συνέχιζε να αγναντεύει τις χιονισμένες κορφές, μόνο που το έκανε ακόμη πιο αμίλητα, ακόμη πιο μελαγχολικά. Πολλές φορές δεν σηκωνόταν καν όταν έμπαινε κάποιος νέος πελάτης. Ήταν σαν κάτι να τον προβλημάτιζε.

Ώσπου, μια μέρα, καθώς πήγαινα να πιω τον πρωϊνό μου καφέ στο καφενείο του Γιαννούτσου, είδα την πόρτα κλειδωμένη και μια τεράστια ταμπέλα από προσεκτικά κομμένο χαρτόνι να είναι κρεμασμένη στο χερούλι: "ΚΛΙΣΤΟ ΛΟΓΟ ΑΛΑΓΗΣ" έγραφε με μεγάλα κόκκινα γράμματα.

Αργότερα, έμαθα από συγχωριανό, ότι κάποιος τον είχε δει την ίδια μέρα τα ξημερώματα να χάνεται προς τα βουνά που αγνάντευε όλη του τη ζωή, κουβαλώντας μαζί του την κυνηγετική καραμπίνα του παππού του.

Δεν ξανακούσαμε ποτέ νέα του Γιαννούτσου στο χωριό, ούτε κανείς μπορούσε να σκεφτεί τί την ήθελε εκείνη την καραμπίνα. Βαθιά μέσα μου, όμως, ήμουν σίγουρος ότι ο Γιαννούτσος, ο δικός μας Γιαννούτσος, θα έκανε τα πάντα για ν' αλλάξει την κατάσταση, αφήνοντάς μας εμάς να γκρινιάζουμε για αυτή στον καινούριο καφετζή του χωριού.


Comments