Posts

Showing posts from 2011

Σ'ένα μπαρ

Ο Κώστας μπήκε στο μπαρ. Ήταν άνετος, και πιο σίγουρος από ποτέ. Ήξερε από ώρα ότι θα είναι εκεί μόνη. Ήξερε από ώρα ότι ήταν, επιτέλους, ώρα. Την είδε να κάθεται στην μπάρα,όπως συνήθως. Μόλις αντίκρυσε τα ξανθά, λαμπερά της μαλλιά, να χύνονται ανέμελα πάνω στην μαυροντυμένη πλάτη της, πήρε μια βαθιά ανάσα. Με αργά, αλλά σταθερά, βήματα την πλησίασε από πίσω. Έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε: "Θέλω να με ακούσεις προσεκτικά. Γιατί είναι η πρώτη και ίσως η τελευταία φορά που το λέω, η πρώτη και τελευταία που σου λέω κάτι τέτοιο. Σ'αγαπώ! Δεν αντέχω άλλο να μην στο λέω. Τόσο καιρό, τόσες κινήσεις γεμάτες αμφιβολία, τόσες κινήσεις χωρίς την παραμικρή σιγουριά. Δεν πάει άλλο. Δεν γίνεται άλλο έτσι! Σ'αγαπώ! Σ'αγαπώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα, από το πρώτο σου χαμόγελο, από το πρώτο τηλεφώνημα, από το πρώτο κρεβάτι σ'αγαπώ! Αγαπώ τον τρόπο που περπατάς, αγαπώ τον τρόπο που μιλάς, αγαπά τον τρόπο που γελάς, αγαπώ ακόμη και τον τρόπο που κλαις. Το ξέρω

Ο Μαλάκας

Σηκώθηκε κατά τις τρεις, και μετά από ένα γρήγορο κατούρημα, πήγε στο σαλόνι. Άραξε στον καναπέ, άπλωσε τα πόδια του στο τραπέζι και άναψε ένα τσιγάρο. Η TV αναμμένη. Χιόνι. Μετά από δυο τζούρες, παράτησε το τσιγάρο στο τασάκι, και έχωσε το δεξί του χέρι κάτω από το παντελόνι του, όπως πάντα. "Μήπως είμαι μαλάκας;" αναρωτήθηκε δυνατά. "Μπα, τι λέω, δεν είμαι μαλάκας", διέψευσε τον εαυτό του αμέσως μετά. "Εσείς είστε μαλάκες ρε! Όλοι είστε μαλάκες ρε! Είστε μαλάκες ρε! Γαμιέστε ρε! ΓΑΜΙΕΣΤΕ!" Ύστερα, την έπαιξε δυο φορές, έτσι, για να χαλαρώσει.

Κάτι Βαθυστόχαστο

Το καλοκαίρι του '92, καθώς περπατούσαμε πλάι - πλάι με ένα φίλο στην Γαλλική Ριβιέρα, εγώ σταμάτησα απότομα. "Τί έχεις;" με ρώτησε αμέσως, γεμάτος ανησυχία. "Κοίτα τον ουρανό!" του αντιγύρισα εγώ αποσβολωμένος. "Τί;" "Εκείνο το μπλέ!" "Αυτό δεν είναι ο ουρανός, αλλά η θάλασσα, μον σερ" με διόρθωσε εκείνος. Ξαφνικά ένα πουλί πετάχτηκε κατά πάνω μας, που τελικά δεν ήταν πουλί, αλλά ψάρι, μιας και ερχόταν από τη θάλασσα. "Ο μον ντιε!" είπα εγώ σε άπταιστη γαλλική προφορά και πήδηξα αλαφιασμένος λίγο πιο δίπλα. Ύστερα επιστρέψαμε στην έπαυλή του όπου φάγαμε κρουτόν και ήπιαμε γαλλική σαμπάνια. Ήταν ωραία.

Αν υπήρχες, θα σ'ερωτευόμουν.

Τώρα που σ'ερωτεύτηκα, δεν υπάρχεις.

Παραμύθι vol. 2

Ήταν κάποιος, κάπου, κάποτε που κάτι έκανε, με κάποιον τρόπο, για κάποιον πολύ σοβαρό λόγο. Όμως, ξαφνικά, κάποια στιγμή, κάτι αναπάντεχο έγινε. Έτσι λοιπόν αυτός ο κάποιος σταμάτησε να κάνει κάτι και άρχισε να κάνει κάτι άλλο, με κάποιον άλλον τρόπο, για κάποιον άλλο, πιο σοβαρό λόγο. Περάσε χρόνια, ο κάποιος, κάνοντας αυτό το κάτι, και μετά κάτι έγινε. Τέλος.

Οι σχέσεις είναι σαν το ποδόσφαιρο.

Όσο περισσότερες πάσες δίνεις, τόσες περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν να μπει γκολ. Αν επιμένεις να κρατάς τη μπάλα στα πόδια σου, τότε ή θα στην κλέψουν ή θα την βγάλεις άουτ.

Κούρεμα

του πέους

Η Αθήνα τις μέρες του Δεκέμβρη

Η Αθήνα τις μέρες του Δεκέμβρη είναι μια πόλη, όπως πάντα, πολύβοη. Είναι μια πόλη στολισμένη, γεμάτη φώτα και λαμπιόνια. Στους τεράστιους δρόμους της βλέπεις, παντού ανθρώπους να περπατάνε βιαστικοί γεμάτοι σακούλες και αδιαφορία. Ανθρώπους που στα πρόσωπά τους ζωγραφίζεται ένα τεράστιο, ψεύτικο χαμόγελο. Ανθρώπους που θέλουν να δείχνουν ευτυχισμένοι μιας και έρχεται Χριστούγεννα, ανθρώπους, που προσπαθούν να ξεχάσουν. Βλέπεις και άλλους ανθρώπους, στην Αθήνα τις μέρες του Δεκέμβρη: ανθρώπους χωρίς ψεύτικα χαμόγελα, ανθρώπους που δεν μπορούν να ξεχάσουν. Ανθρώπους που δεν κρατάνε σακούλες, αλλά σκεπάζονται με αυτές για να μην κρυώνουν. Ανθρώπους που κοιμούνται στο δρόμο. Στα μικρά μαγαζιά, τις μέρες του Δεκέμβρη, βλέπεις τεράστιες λαμπερές πινακίδες κάθε χρώματος μέγεθος και σχήματος. Μπερδεύονται όλες μαζί και δημιουργούν μια ετερόκλητη, υπερβολική πανδαισία έντονων χρωμάτων. "ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ", "ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ", "ΟΛΑ 50% ΚΑΤΩ". Οι κάτοχοι των μαγαζιών αυτών, π

Αγάπη είναι

-Μ'αγαπάς; -Όχι. Εσύ; -Ούτε. -Χαίρομαι που είμαστε μαζί, τότε.

Τα χρόνια περνούν.

Η μαλακία, ποτέ.

Με λένε Ηλία και έχω χοντρό κώλο

Κάθε πρωί, ξυπνάω κατά τις εφτά,εφτάμιση το αργότερο.  Αν είμαι τυχερός, προλαβαίνω τα παιδιά πριν ξυπνήσουν και έτσι καταφέρνω να μπω στο μπάνιο πρώτος και να κάτσω με την άνεσή μου. Κατά τις οκτώ, οκτώ και τέταρτο το αργότερο, μπαίνω στο αμάξι μου -ένα παλιό Renault, μπλε, δίπορτο, μη φανταστείτε τίποτα τρομερό- και ξεκινάω να πάω στη δουλειά. Αν πάλι ξυπνήσουν τα παιδιά και με προλάβουν, τότε τα πράγματα είναι άσχημα. Μερικές φορές παίζουν με τις σαπουνάδες και τις οδοντόκρεμες στο μπάνιο με αποτέλεσμα να καθυστερώ πιο πολύ. Τότε θυμώνω λίγο αλλά δεν τους φωνάζω, γιατί είμαι καλός πατέρας. Η δουλειά είναι κέντρο, μια μεγάλη επιχείρηση και εγώ μένω προάστεια κοντά. Όταν είμαι τυχερός, δεν έχει κίνηση κι έτσι προλαβαίνω. Όταν έχει κίνηση, ψιλοκολλάω λίγο, πολλά αμάξια βρίσκονται τριγύρω, και όλοι οι οδηγοί είναι εκνευρισμένοι. Ώρες ώρες κάποιος οδηγός δίπλα μου εκνευρίζεται, ε άνθρωπος είναι και αυτός, καταλαβαίνετε, και αρπάζεται μαζί μου. Αλλά δεν φταίει αυτός, ούτε εγώ φταίω, η κ

Τα χρόνια φέρνουν κιλά...

...και τα κιλά φέρνουν χρόνια.

Εμπρός

Καθόταν εκεί. Στην πύλη. Κρατιόταν σφιχτά από τα κάγκελα. Τα κρατούσε σφιχτά τα κάγκελα, και μαζί κρατούσε σφιχτά και τις ελπίδες του, κρατούσε σφιχτά τα όνειρά του. Το ίδιο σφιχτά τα κρατούσαν και άλλοι. Δεν ήθελαν να τα αφήσουν να φύγουν τώρα, όχι τώρα, τώρα που ήταν  τόσο κοντά στο να τα κάνουν πραγματικότητα. Γύρω του, χαμός.Κρότοι, θόρυβος, πανικός. Και φωνές. Φωνές, χιλιάδες  φωνές, χιλιάδες φωνές φοιτητών, χιλιάδες φωνές μαθητών, χιλιάδες φωνές εργατών, όλες μαζί τυλιγόντουσαν, μπερδευόντουσαν, δεν μπορούσες να τις ξεχωρίσεις, γινόντουσαν μια φωνή. Μια φωνή που τους ξεπερνούσε, ξεπερνούσε τους εαυτούς τους, ξεπερνούσε τις χιλιάδες φωνές, ξεπερνούσε τον τόπο εκείνο, έφτανε ψηλά, στα σύννεφα, στα αστέρια.  "ΨΩΜΙ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ! ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ! ΘΕΛΟΥΜΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!" Απέναντί του, εκείνοι. Οι ένστολοι. Και οι φασίστες. Ήταν απ'έξω αυτοί. Ο εχθρός. Ή μάλλον, όχι ο εχθρός. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι εκείνοι ήταν ο εχθρός, δεν το χωρούσε ο νους του. Δεν το χωρούσ

Τέχνη είναι

να ξεσκίζεις τα σωθικά σου, να ξεριζώνεις την καρδιά σου και ύστερα να την προσφέρεις απλόχερα σε κτήνη για να την κατασπαράξουν.

Όταν ήμουν μικρός

Όταν ήμουν μικρός πίστευα πως θα μπορούσα ν'αγγίξω τα αστέρια. Όταν ήμουν μικρός, πίστευα πως θα μπορούσα να γνωρίσω όλο τον κόσμο και να τον κάνω δικό μου. Όταν ήμουν μικρός, πίστευα ότι θα μπορούσα ν'αλλάξω ό,τι δεν μου άρεσε και να κρατήσω ό,τι αγαπάω. Και πάλεψα, πάλεψα για να φτάσω τ'αστέρια, πάλεψα για να γνωρίσω όσο περισσότερο κόσμο μπορούσα, πάλεψα για να κατακτήσω αυτό τον κόσμο. Πάλεψα κρατώντας ό,τι αγαπούσα και αλλάζοντας ότι δεν μ'άρεσα. Τώρα μεγάλωσα. Μεγάλωσα και κατάλαβα ότι δεν γίνεται ν'αγγίξεις τα αστέρια. Μεγάλωσα και κατάλαβα ότι δεν μπορείς να γνωρίσεις όλον τον κόσμο και ότι είναι αδύνατο να τον κατακτήσεις. Μεγάλωσα και κατάλαβα ότι το να αλλάξεις κάτι είναι δύσκολο, και ακόμη πιο δύσκολο είναι να κρατήσεις κοντά σου ό,τι αγαπάς. Μεγάλωσα, όμως ακόμη παλεύω.

Στο Λεωφορείο pt. 6

-Θέλω να μιλήσουμε σοβαρά. -Δε νομίζεις ότι αυτό θα υποβάθμιζε την όποια σοβαρότητα της κατάστασης; Το λεωφορείο έπεσε σε λακούβα και αναταράχτηκε ελαφρώς.

Οι γυναίκες είναι σαν τα λειτουργικά συστήματα.

Τα Linux τρέχουν συνήθως πιο γρήγορα, σου αφήνουν να κάνεις ό,τι μετατροπές γουστάρεις, μπορούν να προσαρμοστούν πλήρως σ'εσένα, αλλά είναι δύσκολο να μάθεις να τα χειρίζεσαι. Τα Windows είναι πιο φιλικά προς το χρήστη, πιο όμορφα, μια είναι πιο αργά και δεν σου επιτρέπουν να αλλάξεις τίποτα πάνω τους. Τα Macintosh από την άλλη, ταιριάζουν μόνο σε Mac.

Ο έρωτας είναι

Προχθές, αργά το βράδυ, σ'ένα τοίχο σε σχετικά πολυσύχναστο,  δρόμο, ένας τύπος με κόκκινο φούτερ έγραψε με μαύρο σπρέι την φράση  "Ο έρωτας είναι-". Ύστερα, κάθησε για λίγο να κάνει ένα τσιγάρο και κοίταξε το έργο του. Φαινόταν σχετικά ικανοποιημένος. Πολλοί πέρασαν από 'κει όσο κάπνιζε, πολλοί στάθηκαν να δουν τη φρεσκογραμμένη φράση. Άλλοι την κοιτούσαν και χαμογελούσαν, άλλοι την κοιτούσαν με θαυμασμό, αρκετοί ήταν αυτοί που συζήτησαν μεταξύ το βαθύτερο και  ιδιαίτερο νόημα της φράσης αυτού του "φρέσκου καλλιτέχνη του δρόμου". Πέρασα και 'γω βιαστικά από 'κει και καθώς έριξα μια ματιά στη φράση, απόρησα. Πρόσεξα τη λερωμένη μπλούζα του τύπου που κάπνιζε και κατάλαβα ότι το "έργο" ήταν δικό του. "Ρε φίλε σόρρυ, αλλά τί σημαίνει ακριβώς αυτή η φράση;" ρώτησα. "Τίποτα. Απλώς μου τέλειωσε το σπρέι", μου απάντησε εκείνος. Ύστερα χαμογέλασε και απομακρύνθηκε σφυρίζοντας.

Έξω από το παράθυρο

Μερικές φορές, κάθομαι με τις ώρες και κοιτάω έξω από το παράθυρό μου. Τότε είναι που σκέφτομαι ότι είναι πολλοί εκείνοι που κοιτάνε έξω από τα παράθυρά τους. Υπάρχουν άνθρωποι που κοιτάνε έξω από το παράθυρό τους και βλέπουν έναν κόσμο που δεν είναι δικός τους, έναν κόσμο ξένο και απλώς κάθονται και τον παρακολουθούν αμέτοχοι. Πολλοί από αυτούς  πιστεύουν ότι δεν ανοίκουν εκεί, ότι δεν πρέπει να μπλέκονται με τον κόσμο έξω από το δικό τους παράθυρο. Ίσως όλοι αυτοί να είναι απογοητευμένοι με τον κόσμο έξω από το παράθυρό τους. Ίσως απλώς και να βαριούνται. Άλλοι πάλι, έξω από το παράθυρό τους βλέπουν έναν κόσμο που αλλάζει, ανακαλύπτουν σε αυτόν κάτι διαφορετικό κάθε μέρα, μια διαφορετική λεπτομέρεια, ένα διαφορετικό πράγμα που τους κάνει χαρούμενους και τους γεμίζει. Άλλοι, αντιμετωπίζουν το παράθυρο σαν έναν ακόμη πίνακα, σαν μια στάσιμη εικόνα, ένα ζωντανό background στον τοίχο τους. Δεν πολυνοιάζονται για το παράθυρό τους: για αυτούς δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα διακοσμητ

Χθες ξεκίνησα δίαιτα.

Σήμερα, λέω να τη σταματήσω.

Το βλέμμα της πόλης

Κοίταξε την πόλη που απλωνόταν από κάτω του. Αυστηρή, επιβλητική και απόμακρη: τον κοιτούσε τώρα, όπως και πάντα με αυτή την άκρως επιθετική της ματιά. Δεν του έκανε εντύπωση. Το είχε συνηθίσει αυτό το βλέμμα, το άγριο βλέμμα της πόλης. Έσφιξε τα χέρια του στα κάγκελα. Η πλάτη του ήταν γυρισμένη στην ταράτσα της πολυώροφης πολυκατοικίας του. Στεκόταν όρθιος από την έξω μεριά του γείσου, έξω από τα κάγκελα. Κοίταξε ξανά κάτω, προς το χάος της πόλης. Μια απόφαση ήταν μόνο, μια απόφαση. Ξαφνικά άκουσε μια φωνή. "Ε! Φίλε! Τί κάνεις εκεί; Τί κάνεις; Ρε φίλε! Ρε φίλε, λογικέψου!" Κάποιος είχε ανέβει στην ταράτσα και τον πλησίαζε. Γύρισε ελαφρά το κεφάλι του προς τα πίσω. Δεν μπορούσε να διακρίνει καλά ποιος ήταν, αλλά δεν του φαινόταν και να αναγνωρίζει το πρόσωπό του. Ίσως να ήταν κάποιος γείτονας που δεν γνώριζε ή ακόμη και κάποιος πεζός που διέσχιζε το πεζοδρόμιο και κοιτώντας τυχαία προς τα πάνω τον είδε να ετοιμάζεται να πέσει. Και τώρα τί; Ήθελε να το παίξει ήρωας ο τύ

η ζωή είναι

περίεργη, γκόμενα.

Κυρίες και κύριοι,

αν περιμένετε να διαβάσετε μια καινούρια ιστορία ή κάτι ψαρωτικό, γελαστήκατε. Ο λόγος που γράφω αυτό το post, για να είμαι και σύντομος, είναι απλός: βλέπετε κάτω δεξιά, κάτω από τη φράση "ΚΛΕΒΩ ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ ΜΟΥ ΑΠΟ:" που έχω βάλει τρία links; Ναι; Ωραία. Αυτά τα links είναι τρία blogs τα οποία τα γράφει ένα άτομο, ο Pascal. Αυτός ο Pascal που λέτε, ΔΕΝ είμαι εγώ . Για την ακρίβεια, ούτε καν τον γνωρίζω προσωπικά τον κύριο. Το λέω αυτό γιατί ο ίδιος μου γνωστοποίησε ότι υπάρχει μια σύγχυση με το ποιός είναι ποιός, τί είναι ο άνθρωπος, πού βαδίζουμε και τέτοια. Σύγχυση αφενός κατανοητή, αφετέρου αδικαιολόγητη. Από την μία, καταλαβαίνω κάποιος να βλέπει την ομοιότητα στο ύφος, σε πάρα πολλά μου κείμενα. Αυτή η ομοιότητα είναι ευδιάκριτη, και χαίρομαι που είναι γιατί ο κύριος Pascal αποτελεί μία από τις βασικότερες επιρροές μου (στο γράψιμο). Υπάρχουν βέβαια και άλλες, όπως και πολλές αναφορές, αλλά μάλλον είναι δύσκολο να τις ανακαλύψετε γιατί είτε δεν έχουν blog, είτε

η ζωή είναι

περίεργη γκόμενα.

Μοντέλο του '50

Κάθε μέρα, όταν περνούσε μπροστά από την αλάνα, καθόταν και χάζευε αυτό το αμαξάκι.  Μερικές φορές, όταν δεν βιαζόταν –σχεδόν πάντα δηλαδή- καθόταν μάλιστα στο πεζοδρόμιο κοντά  και το χάζευε με τις ώρες.  Ήταν ωραίο αμαξάκι. Μπλε κάμπριο. Τσίλικο. Ό,τι έπρεπε για τα γούστα του.  Με λίγη σκουριά -όση του έπρεπε. Μοντέλο του ’50, σαν και του λόγου του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που φαντασιωνόταν ότι το αμαξάκι δούλευε και ήταν δικό του: κάνανε τότε λέει, βόλτες τεράστιες  πάνω σε απέραντους δρόμους. Και τρέχανε, αχ πώς τρέχανε! Όλο τρέχανε γρήγορα, λέει, τόσο που ξεπερνούσαν το επιτρεπόμενο όριο της ταχύτητας. Αλλά δεν τους ένοιαζε. Γιατί κανείς δεν μπορούσε να τους πιάσει. Ήταν ελεύθεροι. Άλλες φορές φανταζόταν ότι το πήγαινε ήρεμα, μέσα στην πόλη και όλοι τον κοιτούσαν με θαυμασμό. Θαυμασμό και κρυφή ζήλεια, μερικές φορές. Οι άλλοι άντρες δαγκώναν τα χείλια τους από φθόνο και όλες οι κοπέλες τον γλυκοκοιτάζανε. Και αυτόν και το όμορφό του αμαξάκι. Όταν δε τον έπαιρνε η ώρα και σου

Στο Λεωφορείο pt. 5

Κοίταξα την ώρα στο ηλεκτρονικό ρολόι. Έγραφε 18.30 και είχα ακόμη τουλάχιστον 5 στάσεις. "Σκατά", είπα από μέσα μου. Θα αργούσα στο ραντεβού μου μισή ώρα. Και κάτι χρόνια.

Σκάκι

Είμαστε όλοι πιόνια πάνω σε μια σκακιέρα. Άλλοι, νομίζουν τους εαυτούς τους βασιλιάδες, άλλοι βασίλισσες, άλλοι ίππους... Άλλοι πάλι, απλά στρατιωτάκια. Η παρτίδα είναι ατελειώτη, ή έτσι τουλάχιστον έτσι μας φαίνεται. Και είναι πολύ νωρίς ακόμη για να ξέρουμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα, μιας και στο σκάκι δεν μπορείς να δεις και πολλές κινήσεις μπροστά. Είμαστε όλοι πιόνια πάνω σε μια σκακιέρα, που λες. Και άλλοι κινούμαστε διαγώνια, άλλοι ευθεία μπροστά, άλλοι σε "γάμμα"... Άλλοι κάνουν πολλά βήματα μπροστά. Άλλοι πάλι, μόνο ένα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πάντα, μα πάντα, μας κινεί κάποιο χέρι.

Καταλαβαίνεις ότι κάτι πάει στραβά

όταν το βλέπεις να μην πάει ίσια.

Σήμερα, ξύπνησα με

ξυπνητήρι.

Προαίσθημα

"Σήμερα ξύπνησα με πολύ καλό προαίσθημα" είπε στη γυναίκα του μόλις την είδε το πρωί. "Εγώ όχι" απάντησε εκείνη και τον πυροβόλησε έξι φορές με τη δίκαννη. Ε μα, τον μαλάκα, της είχε πρήξει τα αρχίδια τόσα χρόνια.

Σήμερα ο Θεός μου έκλεισε το μάτι

και εγώ τον έφτυσα στην μάπα.

Η ευθεία είναι ο πιο σύντομος δρόμος.

Η τεθλασμένη όμως, είναι ο πιο συναρπαστικός.

Ιστορία μιας πόλης

18.30. Έσβησε ακόμη ένα τσιγάρο πατώντας το στο πεζοδρόμιο. Είχε αργήσει. Ανησυχούσε πολύ. Τί να είχε γίνει άραγε; Λες να τη συνέλαβαν; Το ήξερε ότι αυτό που πήγαιναν να κάνουν ήταν πολύ ριψοκίνδυνο, μα δε γινόταν αλλιώς. Δεν μπορούσαν αλλιώς. Ο έρωτας δεν τους άφηνε να κάνουν αλλιώς. Η συνάθροιση μετά τις έξι μετά μεσημβρίας και η εκδήλωση «έρωτος ή αγάπης» σε δημόσιο χώρο όπως ανέφεραν οι παράγραφοι 2.14 και 3.5 του Νέου Συντάγματος, είχαν απαγορευθεί προ πολλού από το κράτος. Στεκόντουσαν λέει εμπόδιο στην πλήρη αξιοποίηση της εργατικής δύναμης των πολιτών . Και όταν ένα κράτος «πρέπει να αναπτυχθεί, να παράγει, δεν μπορεί παρά να αξιοποιεί την πλήρη εργατική δύναμη κάθε πολίτη» όπως επαναλάμβανε συνεχώς ο κυβερνήτης στα Μ.Μ.Ε. Ω ναι, το ήξερε πολύ καλά αυτό. Και πώς να μην το ήξερε άλλωστε; Το άκουγε τουλάχιστον 60 φορές τη μέρα. Στην τηλεόραση του σπιτιού του, από το αφεντικό του στη δουλειά, στα μεγάφωνα των κεντρικών οδών, στα ηχεία των μέσων μεταφοράς. Όπως το ήξερε

Οι καλύτερες ιδέες

σε επισκέπτονται πάντα στο μπάνιο. Όποιος ξέρει γιατί, ας πει και σε μένα.

Τάσος ο Καταφερτζής

Τις προάλλες είχαμε βγει με τον Τάσο κάπου ήσυχα. Ήταν γενικά ευχάριστος τύπος ο Τάσος, καλαμπουρτζής και άνετος. "Τάσος ο καταφερτζής" ήταν το παρατσούκλι του στην παρέα γιατί όποιο πρόβλημα και να 'χαμε πάντα στο τέλος κατάφερνε να μας κάνει να γελάμε. Μα εκείνη την μέρα,ο Τάσος ήταν πολύ διαφορετικός. Η συμπεριφορά του, το ύφος του, όλα αλλιώς. Φαινόταν σαν κάτι τον απασχολούσε. Και εκεί που ήμουν έτοιμος, να ρωτήσω "τί έχεις ρε Τάσο;" με προλαβαίνει και μου λέει σιγανά: "Βαρέθηκα." "Ε; Τί βαρέθηκες ρε Τάσο;" του κάνω εγώ. "Βαρέθηκα να είμαι θεατής" μου λέει. "Μια ζωή είμαι θεατής. Νιώθω, όπως μερικές φορές που βλέπεις ένα έργο στην τηλεόραση. Ότι άλλοι είναι αυτοί που παίζουν στο έργο και εσύ απλώς το βλέπεις. Και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βλέπεις. Νιώθω ότι άλλοι αποφασίζουν για μένα, για το μέλλον μου, για τα πράγματα που με απασχολούν. Για αυτά που αγαπάω, για αυτά που μισώ. Όλα άλλοι. Και εγώ το

Όταν χειμωνιάζει

"Θυμάσαι το καλοκαίρι; Τότε που κάναμε βόλτες στην παραλία, τότε που μας φυσούσε το δροσερό αεράκι δίπλα στις ακρογυαλιές. Είχε λιακάδα τότε. Ξαπλώναμε στα λειβάδια και λιαζόμασταν τεμπέλικα. Θυμάσαι; Τότε που τσαλαβουτούσαμε παιχνιδιάρικα στην ακρογυαλιά; Σαν παιδιά κάναμε. Ήταν ωραία τότε. Ο αέρας μύριζε αλλιώς, δεν μπορώ να σου πω πως ακριβώς, αλλά ήταν διαφορετικά. Ήμασταν και οι δυο πολύ ευτυχισμένοι. Τέτοιες στιγμές ήταν που ευχόμουν να μην τελειώσει ποτέ, θυμάσαι; Και τώρα; Τώρα χειμωνιάζει. Τώρα δεν έχει πια λιακάδα, μόνο συννεφιά. Τώρα σκοτεινιάζει νωρίς. Και κάνει κρύο. Και το φοβάμαι το σκοτάδι. Το φοβάμαι το κρύο. Και εσύ; Εσύ δεν είσαι εδώ.Έφυγες πριν έρθει ο χειμώνας." είπε. Ένα χελιδόνι που πετούσε ψηλά, αρκετά μίλια παραπέρα, φυσικά και δεν άκουγε τίποτα απ'όλα αυτά. Ήταν αρκετά μακριά τώρα: είχε φύγει από το φθινόπωρο. Πήγαινε σε άλλα, πιο ζεστά μέρη. Γιατί τα χελιδόνια ποτέ δεν κάθονται πολύ σε ένα μέρος. Γιατί τα χελιδόνια είναι πουλιά αποδημη

Παράνοια

"Θα μου άρεσε να μου άρεσε αυτό που σ'αρέσει. Εσένα θα σου άρεσε να σου άρεσε αυτό που μ'αρέσει;" Αν πεις όχι, είσαι εγωιστής . Αν πεις ναι, δεν έχεις ισχυρή προσωπικότητα και επίσης θες κάτι να αλλάξει στη σχέση σας συνεπώς δεν είσαι ευτυχισμένος με αυτή και άρα εκείνη δεν σημαίνει τα πάντα για σένα . Σε αυτές τις περιπτώσεις, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να είσαι μουγγός ή κουφός. Ή και τα δύο.

Θα μ'άρεσε

να μην λέω πολλά.

Μοιρασιά

"Το θέμα είναι, ότι δεν μπορώ να μοιράζομαι." "Ε;" "Δεν μπορώ να μοιράζομαι. Όταν έχω κάτι, θέλω να το έχω ολόκληρο, να ξέρω ότι είναι αποκλειστικά δικό μου. Δεν αντέχω να αφήνω στην τύχη του το μισό του μέρος, χωρίς να γνωρίζω τί μπορεί να συμβεί. Δεν αντέχω να ξέρω ότι δεν είναι πλήρως αφοσιωμένο σε μένα, να ξυπνάω χωρίς να ξέρω τί πρόκειται να συμβεί μέσα στη μέρα. Αν αυτός που μοιράζεται μαζί μου κάτι, δεν το προσέχει αρκετά, αν αποφασίσει να διεκδικήσει μεγαλύτερο μέρος της πίτας, αν εγώ χάσω αυτό που έχω μαζί του, τότε τί γίνεται; Τότε τί κάνω εγώ; Αυτός ο φόβος είναι αλλοτριωτικός, είναι τρομερός, τρυπάει το μέσα σου και δεν σε αφήνει καθόλου σε ησυχία. Το ξέρω ότι είναι προβληματική η συμπεριφορά μου, όμως έτσι είναι, δέξου το. Και επειδή έχω στερηθεί πολλά στη ζωή μου, αρνούμαι να μοιραστώ. Και διεκδικώ το όλο. Συγγνώμη.", είπε και έφυγε. Το τετράχρονο αγοράκι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, κοίταξε τον πατέρα του που αποκρυνόταν κρατώντας τη

Όλα κυλάνε ρολόι

"Τικ τακ, τικ τακ... ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝ!" Πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι του. Πάντα τον εκνεύριζε αυτός ο ήχος. Ο ήχος που σήμαινε το τέλος των ονείρων, το ξύπνημα. Ο ήχος που όριζε το απότομο πέρασμα από τον φανταστικό κόσμο στην σκληρή πραγματικότητα. Ο ήχος του ρολογιού. "Τικ, τακ, τικ τακ..." Σηκώθηκε και με βαριεστημένα αργά βήματα έφτασε μέχρι το μπάνιο, για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Ανέκαθεν τα μισούσε τα ρολόγια. Τα θεωρούσε αποκλειστικούς υπεύθυνους για την ύπαρξη του χρόνου, για τη φθορά που αυτός επιφέρει. "Τικ, τακ, τικ, τακ..." Το νερό άρχισε να τσιτσιρίζει καθώς τοποθέτησε το μπρίκι στο καυτό μάτι της κουζίνας. Ποτέ του δεν τον γούσταρε το χρόνο. Δεν τον πήγαινε καθόλου. Κατηγορούσε το χρόνο για τα πάντα. "Χρόνος" έλεγε και από μέσα του και απ'έξω του, "δεν είναι τίποτα άλλο παρά η απώλεια των στιγμών. Πάντα, όταν ζεις μια όμορφη στιγμή, έρχεται ο χρόνος και στην παίρνει μακριά". Κα

O χρόνος περνάει διαφορετικά για τον καθένα.

Το πρόβλημα ,όμως, είναι ότι περνάει για όλους.

Συζήτηση για την σύγχρονη πραγματικότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις και την αλήθεια του σύμπαντος

-Ποιός; -Πού; -Τί; -Γιατί; -Ε; -Πώς; -Πότε; -Μα... -Ααα... -Ουφ... -Αλήθεια; -Ώστε έτσι...

Τις προάλλες

είδα ένα άδειο τενεκεδένιο κουτάκι στο δρόμο. Προσπάθησα να το κλωτσήσω, μα δεν το πέτυχα. Ίσως αυτό να συνέβη επειδή δεν το ήθελα αρκετά.

Όποιος δεν βρίσκει, ψάχνει.

Όποιος δεν ψάχνει, βρίσκει.

Μερικές φορές, ξυπνάς

και αναρωτιέσαι γιατί σηκώθηκες από το κρεβάτι. Άλλες φορές, έχεις την απάντηση χωρίς να κάνεις καν την ερώτηση.

Τα πράγματα είναι πιο απλά απ'όσο νομίζουμε

και πιο πολύπλοκα απ'ότι φαίνονται.

Το ναυάγιο

"Το καράβι βυθίζεται" παρατήρησε ο ρεαλιστής. "Υπάρχουν αρκετές σωσίβιες λέμβοι για όλους μας" είπε ο αισιόδοξος. "Οι λέμβοι είναι τρύπιες. Θα πνιγούμε όλοι" απάντησε ο απαισιόδοξος. "Δεν μπορεί! Σίγουρα θα περάσει κάποιος από δω και θα μας σώσει!" είπε ο ονειροπόλος. "Μπα, κανείς δεν περνάει ποτέ από δω. Ακόμη και να περάσει, θα είναι κάποιος ψαράς που δεν θα έχει χώρο για όλους μας" αντέτεινε ο πεσιμιστής. "Τότε όλοι μαζί θα κολυμπήσουμε και θα βγούμε στην ακτή και ύστερα θα ξαναταξιδέψουμε" είπε ο οραματιστής.

Γνωριμία

-Μόνος; -Μόνος. -Να κάτσω; -Να κάτσεις. -Να τα πούμε; -Να τα πούμε. -Σ'αρέσω; -Μ'αρέσεις. -Να γνωριστούμε καλύτερα; -Να γνωριστούμε καλύτερα. -Θες να μην είσαι πια μόνος; -Ώπα μεγάλε,  μάλλον παραγνωριστήκαμε.

Εμένα οι φίλοι μου

έχουν μαύρη δουλειά.

Η ζωή είναι πολύ μικρή

για να ακούς μαλακίες. 

Αφομοιωτής - Εξομοιωτής

Νέος, ολοκαίνουριος αφομοιωτής - εξομοιωτής! Αφομοιώνει, εξομοιώνει και καλύπτει τα κενά σας! Αισθάνεστε μόνος; Ο καινούριος αφομοιωτής - εξομοιωτής μπορεί να γίνει ο καλύτερός σας φίλος! Σας σκανάρει, βρίσκει τα ενδιαφέροντά σας, και παριστάνει ότι έχει ακριβώς τα ίδια! Ψάχνετε γκόμενα; Ο φρεσκότατος αφομοιωτής - εξομοιωτής θα σας κάτσει, και θα το κάνει μόνο για σας! Σας σκανάρει, βρίσκει τα συναισθηματικά κενά σας και τα καλύπτει με τα πιό εύστοχα κοπλιμέντα! Πείτε όχι στην κοινωνία της απομόνωσης και της αντικοινωνικότητας! Αγοράστε τον καινούριο αφομοιωτή - εξομοιωτή! Νέος αφομοιωτής εξομοιωτής: τώρα και σε καινούρια ανθρωπόμορφη έκδοση.

Υποσχέσεις

"Και μην χαθούμε, ε!" είπαν και ξαναειδωθήκαν μετά από 15 χρόνια.

Το καράβι

Ένα καράβι τ' όνειρο, κι ένα όνειρο το καράβι. Πάντα έπλεε στ'ανοιχτά με το συνάφι του. Ψηλά  ανέμιζε η κόκκινη παντιγιέρα. Ήταν αργά κι είχε σκοτάδι όταν τους έπιασε φουρτούνα. Και από τότε εξαφανίστηκαν. Δειλά, δειλά, κάθε τόσο ξεπροβάλλουν, όταν το κύμα τους επιτρέπει. Αναταραχή παντού, και το πλήρωμά του τα κύματα  απεγνωσμένα να προσπαθεί να δαμάσει. Άλλοτε θα τους δεις να τα καταφέρνουν, και το καράβι τους με ορμή το νερό να σκίζει. Άλλοτε τα κύματα θα τους σκεπάζουν και θα χάνονται για λίγο · με την υπόσχεση να ξαναβγούν στην επιφάνεια όταν ο καιρός το επιτρέψει. Και ψηλά ανεμίζει η κόκκινη παντιγιέρα.

Σ΄αυτή τη ζωή, έχει σημασία

τί έχει σημασία.

Υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν

άνθρωπους που υπάρχουν.

"Ταξί!"

Είναι περίεργη η φάση με τα ταξί. Λένε ότι όταν θες πολύ ένα, τότε δεν περνάει κανένα ή αν περάσει, θα είναι σίγουρα γεμάτο. Λένε ακόμη ότι όταν δε θες, τότε περνάνε όλα μαζί. Και είναι και άδεια. Μερικές φορές ένα ταξί μπορεί να είναι άδειο και ο οδηγός να μη σε πάρει επειδή δε γουστάρει τη φάτσα σου. Ή επειδή βαριέται. Άλλες φορές πάλι, τότε που προσπαθεί να βγάλει όσα περισσότερα γίνεται, θα σε πάρει και ας έχει μέσα και άλλους 5. Υπάρχουν μερικοί που σου λένε "φιλαράκι, δεν πάω Ομόνοια, θες Σύνταγμα;" και τότε εσύ πρέπει να συμβιβαστείς εκτός και αν θες να πας με τα πόδια, μόνος. Υπάρχουν και κάποιοι που είναι πιο ευγενικοί, μέλι στάζει το στόμα τους, και σου πιάνουν και τη κουβέντα να ξεχαστείς μέχρι να περάσει η διαδρομή. Όλο αυτό βέβαια είναι εύκολο να αποδειχθεί και φούσκα, γιατί μερικοί τέτοιοι ξαφνικά αρχίζουν και βρίζουν τους πάντες και τα πάντα, ή τρέχουν υπερβολικά. Και εσύ ξαφνιάζεσαι γιατί λες "καλά, είναι καλοντυμένος αυτός, φαινόταν σοβαρός και ευγεν

Έρως ανίκατε μάχαν

Κάποτε μου 'πε ότι "ο έρωτας δεν υπάρχει". Προσπάθησα να την μεταπείσω, αλλά μάταια. Τρεις μέρες αργότερα έμαθα ότι πηδιέται με τον φίλο μου το Νίκο. Τότε είπα ότι "οκ, μπορεί για μας τους δύο να μην υπάρχει έρωτας, αλλά τουλάχιστον υπάρχει για αυτή και για το Νίκο". Μια βδομάδα αργότερα έμαθα ότι πηδιέται με τον φίλο του Νίκου, τον Γιώργο. Τότε ήταν που είπα "εντάξει, έκανα λάθος, μπορεί να μην υπάρχει έρωτας ούτε για εκείνη και το Νίκο, αλλά τουλάχιστον υπάρχει κάποιος που για αυτόν και εκείνη ο έρωτας υπάρχει". Ένα μήνα αργότερα έμαθα ότι πηδιέται με τον ξάδερφο του Γιώργου, τον Τάκη.

Άσχημη προσέγγιση

-Και που λες, εκεί που έχω φτιάξει κατάσταση και έχω βάλει το γκομενάκι στα τέσσερα και είμαι έτοιμος να τα δώσω όλα... -Ποιά λες ρε μαλάκα; Τη Τζένη; -Όχι ρε μαλάκα, τη  Νταίζη λέω. -Α ναι, ναι, μου 'χες πει. Ο κώλος καλός; -Γάμησέ τα...Και που λες εκεί που είμαι έτοιμος να της ξηγηθώ, χτυπάει το τηλέφωνο. Γάμησέ τα. Και να με βλέπεις με το ένα χέρι να βουτάω τη Νταίζη με το άλλο να κλείνω το κινητό και... -Και, και; -Ξαναχτυπάει το γαμιόλι! Μια δυο,τρεις, πέντε...Ώσπου στο τέλος παρατάω τη Νταίζη και το σηκώνω. Και ποιός λες να είναι; -Ποιός; -Η Μαίρη! -Η γυναίκα σου η Μαίρη; -Ναι ρε μαλάκα, αυτή η Μαίρη, η γυναίκα μου να πούμε. "Και τί κάνεις αγάπη μου, και είσαι σπίτι, και εγώ είμαι στη δουλειά, και θα αργήσω λίγο" και να μου σκοτίζει να παπάρια έτσι για κανά πεντάλεπτο. Εν τω μεταξύ η άλλη να έχει ξενερώσει.  Και την πιάνω εγώ από την αρχή, και να ΄μαστε πάλι εκεί που είχαμε σταματήσει. -Ωραίος... -Ναι, ωραίος, αλλά εκεί που ήμουν έτοιμος να της βγω από α

Μεταμόρφωση

Έβγαλε την μάσκα και αποκάλυψε την μάσκα που φορούσε κάτω από την μάσκα.  "Χα, τώρα είμαι διαφορετική" είπε χαμογελώντας γεμάτη ικανοποίηση.

Ανάσα που σβήνει

08:35. Ανέπνευσε. Περπατούσε στο δρόμο. Μόνος. Θόρυβος από αυτοκίνητα κάπου μακριά. Τόσο μακριά που δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Τόσο μακριά, που τίποτε δεν μπορούσε να τον αγγίξει.  Ναι, ήταν εκεί, στο δρόμο. Στο δρόμο, σκυφτός. 08:40. Τώρα ήταν στο πάρκο. Βάρος στους ώμους του. Άνθρωποι περνούσαν, μα ούτε αυτοί τον άγγιζαν. Σταμάτησε να ελπίζει. 08:45. Ακόμη περπατούσε. Έφτανε στο τέλος. Το ένιωθε βαθιά μέσα του. Καθώς πλησίαζε σιγά σιγά, ένιωθε ελαφρύτερος. Ο αέρας ανακάτεψε τα μαλλιά του. Μα δεν τον άγγιξε. Σταμάτησε να σκέφτεται. 08:50. Ανέπνευσε. Συννεφιασμένος ουρανός και σήμερα. Μια σταγόνα έπεσε και κύλησε αργά στο πρόσωπό του, κερδίζοντας επάξια την θέση των δακρύων. Μα ούτε αυτή τον άγγιξε. Σταμάτησε να θυμάται. 08:55. Η βροχή έπεφτε για τα καλά στη γέφυρα. Εκκωφαντικός ο θόρυβος των αυτοκινήτων. Τρύπωνε στο μυαλό του, στην ύπαρξή του την ίδια. Και όμως δεν τον άγγιζε. Σταμάτησε να αισθάνεται. 09:00. Ανέπνευσε. Και κοίταξε κάτω. Στον αυτοκινητόδρομο. Ύστερα, με μια

'Η'

"Απόψε θα ξυριστώ. Θα πλυθώ, θα ντυθώ όμορφα. Ύστερα θα πάω στο ραντεβού μας πέντε λεπτά πιο πριν για να μην τη στήσω. Θα είναι πολύ όμορφη. Θα της φερθώ καλά.  Θα την κάνω να γελάσει. Θα περάσουμε ωραία. Στο τέλος θα προσφερθώ να την πάω σπίτι και επιτέλους θα μου πει να ανεβώ πάνω. Θα είναι πολύ ωραία.  Ναι, απόψε θα γίνουν όλα. Και από αύριο, θα είναι και πάλι όλα καλά. Αλλά τώρα είναι ακόμη νωρίς. Έχω χρόνο για άλλη μία. Ναι, άλλη μία. Θα με τονώσει και για το βράδυ." είπε και έμπηξε τη σύριγγα με την ηρωίνη στην πιο πεταχτή του φλέβα.

Τί σκέφτεσαι;

-Τί σκέφτεσαι; -Ότι θέλω να αγγίξω τον ήλιο. -Είσαι τρελός; Θα καείς! -Και εσύ πού το ξέρεις; Τον έχεις αγγίξει ποτέ μήπως; -Όχι.

Η διαφορά του απαισιόδοξου από τον αισιόδοξο

είναι δύο.

Η διαφορά του σουρεαλισμού από το ρεαλισμό

είναι τρία γράμματα.

Η πτώση

"Έπεσε; Έπεσε; Έπεσε!  ΕΠΕΣΕ! ΕΠΕΣΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!" Ένα ουρλιαχτό διέκοψε το ήρεμο ταξίδι του κρουαζιερόπλοιου και πάγωσε το αίμα όλων των επιβατών. Σχεδόν αμέσως όλοι άρχισαν να πανικοβάλλονται και να φωνάζουν στην προσπάθειά τους να βρουν τι είχε συμβεί και να προστατευτούν απ'τα χειρότερα. Οι πιο ψύχραιμοι ρωτούσαν αλαφιασμένα αριστερά - δεξιά τί έγινε μόνο και μόνο για να λάβουν απελπισμένα βλέμματα ως απάντηση. "ΈΠΕΣΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ! ΕΠΕΣΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!" Το γοερό κλάμμα αντηχούσε σε όλο το πλοίο. Δυο - τρεις λυποθύμησαν μπροστά στην σκέψη του αποτρόπαιου γεγονότος. Το πλήρωμα κινητοποιήθηκε σχεδόν αμέσως. Το κρουαζιερόπλοιο σταμάτησε, ώστε να αποφευχθούν τυχόν χειρότερα. Σχεδόν όλοι οι επιβάτες είχαν βγει στο εξωτερικό κατάστρωμα ώστε να δουν πού και σε τί κατάσταση ακριβώς βρισκόταν αυτός που είχε πέσει. Η αγωνία είχε κορυφωθεί. "Εκεί!" φώναξε κάποιος. Όλο το πλοίο, έντρομο, κοίταξε προς το μέρος που υπέδειξε. Όλο το πλοίο κοίταξε, μόν

Έπεσα στην παγίδα

που μου έστησα.

κ. Δημήτρης Οικονόμου

"κ. Δημήτρης Οικονόμου, υπεύθυνος τμήματος". Έτσι συστηνόταν πάντα. Σε όλους ανεξαιρέτως. Βέβαια σίγουρα δεν υπήρχαν και πολλοί που να τους ενδιέφερε τί έκανε ο κ. Δημήτρης Οικονόμου, αλλά τον ίδιο τον ενδιέφερε και μάλιστα πολύ. Ήταν υπεύθυνος τμήματος στην εταιρεία που δούλευε και ήταν κάτι παραπάνω  από περήφανος γι'αυτό. Ήταν μια θέση που είχε πάρει, όχι κερδίσει (ναι, κερδίσει ήταν η σωστή λέξη σκεφτόταν πάντα από μέσα του) με την αξία του, με κόπο και ιδρώτα. Είχε κάνει θυσίες για αυτή τη δουλειά εκείνος, είχε περάσει δύσκολες μέρες εκείνος! Από 18 χρονώ σπούδαζε, 4 χρόνια το πτυχίο, 2 χρόνια το μάστερ, άλλα 2 το δεύτερο μάστερ και 2 το ντοκτορά σύνολο 10! 10 χρόνια σπουδές! Και δεν ήταν κανάς πλούσιος, δεν ήταν ότι το φύσαγε το παραδάκι ο κ. Δημήτρης Οικονόμου, υπεύθυνος τμήματος. Όχι, όχι, το κάθε άλλο. Ήταν ανάγκη να δουλεύει παράλληλα. Μάλιστα. Δούλευε και σπούδαζε, σπούδαζε και δούλευε. Και πολλές φορές και δυο δουλειές, τρεις στην ανάγκη, με αποτέλεσμα μερικ

Ο Ηθοποιός

" Ήταν αναμφισβήτητα ένας καλός, πολύ καλός ηθοποιός. Πάνω στη σκηνή έκανε ό,τι ήθελε. Γελούσε και το κοινό γελούσε μαζί του, στενοχωριόταν και το κοινό ξεσπούσε σε λυγμούς. Ήξερε πως να χειρίζεται το κοινό του, πως να προφέρει τις λέξεις την κατάλληλη στιγμή, με την κατάλληλη φωνή, μ΄έναν μαγικό σχεδόν τρόπο. Κατάφερνε πάντα να κάνει το κοινό του να το κοιτάζει στα μάτια και στα χείλη, να κρέμεται από αυτά. Πολλές φορές βέβαια, όταν η περίσταση το απαιτούσε, κατάφερνε ακόμη να το κάνει να στρέφει την προσοχή του αποκλειστικά στις χειρονομίες του και στην κίνηση του σώματός του. Περιοριζόταν βέβαια από τις οδηγίες του σκηνοθέτη του, μα εξαντλούσε πάντα τα περιθώρια ελευθερίας που του άφηνε, με αποτέλεσμα να δίνει το δικό του στίγμα, τη δική του ιδιαιτερότητα σε κάθε ρόλο. Και χειραγωγούσε το πλήθος, ε;  Ώ πως κατάφερνε να το φέρνει πάντα στα μέτρα του! Όπως και τους ρόλους άλλωστε. Επέλεγε ένα χαρακτήρα και κατάφερνε μ΄ένα μοναδικά δικό του τρόπο να τον ταιριάζει στον εαυτό τ

Το τελευταίο πράγμα που πρέπει να σε νοιάζει όταν σε βιάζουν

είναι αν είσαι κατάλληλα ντυμένος  για την περίσταση.

Το Παραμύθι

"Μια φορά και έναν καιρό ήταν έναν συνηθισμένος φτωχός ανθρωπάκος στον οποίο δόθηκε μία σημαντική  αποστολή. Ο ανθρωπάκος στην αρχή φοβήθηκε γιατί η αποστολή ήταν πολύ δύσκολη, όμως σύντομα ξεπέρασε τους φόβους του και ξεκίνησε το μεγάλο του ταξίδι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πάλεψε με θεούς και δαίμονες, έφτασε αρκετές φορές στο θάνατο όμως τελικά κατάφερε να πετύχει το στόχο του. Νίκησε, εκπλήρωσε την αποστολή του και ο κόσμος τον λάτρεψε σα θεό. Λίγο αργότερα έγινε και βασιλιάς και κέρδισε απίστευτα πλούτη. Και έζησε αυτός καλά και εμείς καλύτερα." Αυτή την ιστορία διάβαζε κάθε βράδυ ο Μήτσος στο κελί του. Τη διάβαζε και όταν δεν τον αποσπούσαν τα χρέη που τον έστειλαν στη φυλακή, ο καρκίνος της γυναίκας του και η αναπηρία του μικρού του γιου, φαντασιωνόταν ότι ήταν εκείνος ο ανθρωπάκος. Φαντασιωνόταν πως ήταν εκείνος ο φτωχός, συνηθισμένος ανθρωπάκος και ύστερα κοιμόταν χαμογελαστός, περιμένοντας την επόμενη δύσκολη μέρα.

Αβεβαιότητα

-Και; -Και τί; -Και τώρα τί; -Και τώρα τι, τί; -Και τώρα τί κάνουμε; -Και που θες να ξέρω τώρα τί κάνουμε; -Και αν δεν ξέρεις εσύ, ποιός ξέρει τώρα τί κάνουμε; -Και πού θες να ξέρω ποιός ξέρει τώρα τί κάνουμε; -Και αν δεν ξέρεις κάποιον πού ξέρει τώρα τί κάνουμε, ποιός ξέρει κάποιον που ξέρει; -Κάποιον που ξέρει τί; -Κάποιον που ξέρει τί, τί; -Τί κάνουμε. -Τί κάνουμε; -Δεν ξέρω.

A typical conv. between man & woman

-Ξέρεις, υπάρχουν κάτι πουλιά που όσο ζουν πετάνε και δεν ακουμπάνε ποτέ στη γη. Δεν έχουν καν πόδια. Η πρώτη φορά που ακουμπούν τη γη είναι όταν πεθαίνουν. -Τι; και πώς κοιμούνται; -Κοιμούνται στον αέρα, αφήνονται στα ρεύματα. Με τα φτερά τους ισορροπούν. -Ναι ε; -Ένα τέτοιο πουλί θα ήθελα να μουν και 'γω. Να πετώ συνέχεια. Να πετώ ψηλά, να πετώ παντού. -Μα δεν θα μπορούσες να πατήσεις ποτέ τη γη! -Είναι μια θυσία που θα ήμουν πρόθυμη να κάνω. -Μα δεν θα μπορούσες να είσαι ποτέ ασφαλής, ποτέ σταθερή, ποτέ, ποτέ, ποτέ! -Μερικές φορές ο αέρας είναι πιο ασφαλής από τη γή...Και αν όχι, είναι σίγουρα πιο συναρπαστικός. -Και εγώ; Πώς θα με γνώριζες αν δεν πατούσες στη γη; -Η ελευθερία, η απόλυτη ελευθερία αγάπη μου, είναι κάτι πιο σημαντικό από σένα, από 'μένα, από όλους μας. Είναι κάτι που μας ξεπερνά. -Θες να πεις ότι δεν είμαι το πιο σημαντικό πράγμα στη γη για σένα; -Στη γη ίσως. Στον αέρα όμως; Ποιός ξέρει στ' αλήθεια τί συμβαίνει στον αέρα; -Δηλαδή θες να χωρί

O Βασιλιάς του Τίποτα

Ο Βασιλιάς του Τίποτα κάθισε στον ανύπαρκτό του θρόνο και ζήτησε να τοποθετήσουν στο κεφάλι του το υποθετικό του στέμμα. Ύστερα, αγνάντεψε το βασίλειο που δεν είχε. Κοίταξε πέρα, τη θάλασσα, το λειβάδι, το λεκανοπέδιο, μέχρι και τα βουνά που δεν υπήρχαν. Είδε τους υπηκόους που δεν είχε και τα ζώα που γέμιζαν τα βοσκοτόπια που δεν ήταν δικά του. Πάνω στα βουνά φαντάστηκε τα μεταλλωρυχεία που έκαναν τη χώρα που δεν του άνηκε ακόμη πιο πλούσια. Ο Βασιλιάς του Τίποτα επικεντρώθηκε στα υποθετικά χωριά του βασιλείου του. Εκεί είδε τα παιδιά να παίζουν χαρούμενα και όλο το βασίλειο να είναι ευτυχισμένο και να ευημερεί. Ο Βασιλιάς του Τίποτα χαμογέλασε πλατιά. Δεν ήταν ηλίθιος. Ήξερε ότι τίποτα από αυτά δεν υπήρχε. Ήξερε ακόμη ότι ό,τι υπήρχε δεν ήταν δικό του. Όμως είχε μάθει στη ζωή του να είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει. Ή και με αυτά που δεν έχει.

Μάλιστα, μάλιστα

-Θέλεις; -Ίσως. -Μπορείς; -Πιθανώς. -Θα σου άρεσε; -Μπορεί. -Θα επιθυμούσες; -Ποιος ξέρει; -Και αν; -Δεν ξέρω. -Δηλαδή; -Μάλλον. -Ε; -Έτσι. Ούτε ο Τάκης ούτε η Μαρία πολυκατάλαβαν γιατί χωρίζουν.

O Δρομέας

Κοιτούσε εκεί. Πέρα, στο βάθος, στη στροφή. Εκεί που χανόταν, μα και συνέχιζε ο δρόμος.Το βλέμμα του απερίσπαστο, αποφασισμένο. Τίποτε δεν μπορούσε να του τραβήξει την προσοχή. Και έτρεχε. Όλο έτρεχε. Έτρεχε γρήγορα. Έτρεχε με όλη του τη δύναμη. Κάποιοι τον βλέπαν να χάνεται γρήγορα από μπροστά τους μα κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε. Απλώς ήξεραν ότι έτρεχε. Έτρεχε καιρό ο δρομέας. Τόσο καιρό που και ο ίδιος είχε ξεχάσει γιατί έτρεχε. Είχε ακόμη ξεχάσει το που και το πως. Απλώς έτρεχε. Μάλλον ήταν πλέον θέμα τιμής για αυτόν. Του ήταν σχεδόν αδιανόητο να παρατήσει το μόνο πράγμα που είχε κατορθώσει ποτέ στη ζωή του, κάτι για το οποίο είχε κάνει τόσο κόπο. Και όλο έτρεχε. Έτρεχε γρήγορα, τόσο γρήγορα που κανείς δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα του. Κανείς δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Έτρεχε τόσο γρήγορα που κάποιες στιγμές το σώμα ξεπερνιόταν και η διαδρομή γινόταν πνευματική. Τότε τα όρια έπαυαν και το πνεύμα του έτρεχε πέρα από κάθε φραγμό, πέρα από κάθε φαντασία. Και τότε ο δρομέα

Γιατί;

-Γιατί γελάς; -Για να μην κλάψω. -Γιατί χαίρεσαι; -Για να μη λυπηθώ. -Γιατί δεν αισθάνεσαι; -Για να μην πονέσω. -Γιατί κλείνεις τα αυτιά σου; -Για να μην ακούσω. -Γιατί έχεις κλειστά τα μάτια σου; -Για να μη δω. -Γιατί δεν μιλάς; -Για να μην πω. -Γιατί δεν τολμάς; -Για να μην πληγωθώ. -Κι εσύ; Γιατί ρωτάς; -Για να μην απαντήσω...

Μετά από 40 χρόνια εκκενωτής βόθρων

είχε καταλήξει στο ότι "η ζωή είναι σαν μια τεράστια χαβούζα. Αν δεν την ξεβουλώνεις τακτικά, θα πνιγείς στα σκατά."

Ο Εμπρηστής

Οι φλόγες τρεμόπαιζαν κάθε φορά στα αδίστακτα μάτια του. Η πορφυρή φωτιά αντικατοπτριζόταν κάθε φορά στο αποφασισμένο του βλέμμα. Έκαιγε τα πάντα. Δάση, σπίτια, ανθρώπους, υποσχέσεις, σχέσεις, φιλίες, λέξεις, συναισθήματα...Ό,τι έβρισκε. "Ο φοίνικας αναγεννάται από τις στάχτες του" συνήθιζε να λέει στον εαυτό του. Αλλά βαθιά μέσα του ήξερε, όπως και οι άλλοι, ότι οι φοίνικες δεν υπάρχουν. Ύστερα γυρνούσε την πλάτη του στη στάχτη και γυρνούσε σπίτι του από κάποιον διαφορετικό δρόμο για να μην τον πιάσουν.

Ο Ακροβάτης

Image
Κάθε μέρα ο ακροβάτης,μετά το τέλος της παράστασής του  συνήθιζε να σκαρφάλωνει ψηλά πάνω στο στύλο που έκανε τα περίφημα κόλπα του. Σκαρφάλωνε, καθόταν, αγνάντευε την αχανή σκηνή του τσίρκου και σκεφτόταν. Σκεφτόταν διάφορα πάνω στο στύλο του. Το δικό του στύλο, όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί. Σάρωνε με το βλέμμα του τη σκηνή, τις αδειανές πια από κόσμο κερκίδες και έφερνε στο μυαλό του εικόνες από την παράστασή του. Αναδημιουργούσε νοητά το κοινό και τις επευφημίες του. Κάτι τέτοιες στιγμές ήταν που γελούσε δυνατά. Πάντα γελούσε με το κοινό του. Ακόμη και την ώρα που πατούσε προσεκτικά στο τεντωμένο σκοινί την ώρα της δικής τους παράστασης. "Τί αστείος που είναι ο κόσμος!" συνήθιζε να λέει στον εαυτό του. " Ή καλύτερα, πλανεμένος! Κάθονται ήσυχοι στις θεσούλες τους και με χειροκροτάνε, χωρίς να έχουν ιδέα τι βλέπουν, χωρίς να έχουν ιδέα ποιός είμαι..." συμπλήρωνε. " Ο κόσμος λέει διάφορα για μένα χωρίς να με γνωρίζει καν. Όλοι λένε με θαυμασμό πως

Ένας έρωτας γεννιέται

Μιλούσανε για ώρες. Για αυτόν, για εκείνη, για το σκύλο της, για τα πάντα. Που και που υπήρχαν μεγάλεις, βασανιστικές παύσεις ανάμεσα σε αυτά που έλεγαν. Παύσεις που τα έλεγαν όλα. Ήταν και οι δύο ενθουσιασμένοι. Οι καρδιές τους χτυπούσαν γρήγορα καθώς ανακάλυπταν πράγματα ο ένας για τον άλλο καθώς και για τους εαυτούς τους τους ίδιους. Μάλλον χτυπούσαν δηλαδή, δεν είναι ότι τις άκουγαν κιόλας. Στο τέλος της είπε ότι τη γουστάρει. Και τον διαβεβαίωσε και εκείνη για το ίδιο. Χαμογέλασαν. Ξαφνικά του έδωσε ένα φιλί. Της ανταπέδωσε κατάλληλα. Το ένα έφερε το άλλο και βρέθηκαν να κάνουν παθιασμένο σεξ το οποίο συνόδευσαν με τις απαραίτητες βρώμικες εκφράσεις. Τελείωσαν μαζί. Ή τουλάχιστον έτσι είπαν ο ένας στον άλλο. Τότε συνειδητοποίησαν ότι είχε πάει πολύ αργά και συμφώνησαν για συνεχίσουν αύριο. Της έστειλε ένα smiley, φίλησε την οθόνη και κοιμήθηκε σαν πουλάκι. Τι και αν αυτή ήταν από τον Καναδά και αυτός από Ελλάδα, τι και αν δε θα βρισκόντουσαν πιθανότατα ποτέ, δεν τον ένοιαζε. Θα

Είναι μερικά πράγματα που τα καταλαβαίνω.

Τα υπόλοιπα, όχι.

Η αδυναμία μας να καταστρέψουμε κάτι...

...στο τέλος θα μας καταστρέψει.

Στην Τράπεζα

-Γεια σας. -Γεια σας, πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω; -Θα ήθελα να ανοίξω έναν λογαριασμό στην τράπεζά σας. -Μάλιστα. Θα χρειαστώ την ταυτότητά σας... -Ορίστε. -...και ένα εκκαθαριστικό από την εφορία. -Έχω εδώ το επικυρωμένο Α.Φ.Μ μου. -Πολύ καλώς, το βλέπω. Όμως απαιτείται και ένα εκκαθαριστικό σημείωμα από την εφορία. -Δεν έχω εκκαθαριστικό, δεν δηλώνω εισόδημα ξέρετε. -Φοροδιαφεύγετε μήπως; -Όχι, όχι απλώς δεν έχω. Είμαι ανεπάγγελτος. -Και πώς το γνωρίζω εγώ αυτό; -Ε; -Εννοώ ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να μπει εδώ μέσα και να δηλώσει ανεπάγγελτος. Πρέπει να τον πιστέψω κύριέ μου; -Α, ναι, ναι, έχετε δίκιο. Έχω μία υπεύθυνη δήλωση στην οποία δηλώνω ότι δεν έχω εισόδημα. Επικυρωμένη από το κράτος. -Μάλιστα. Ναι, ναι, έχει όλες τις σχετικές υπογραφές. Επίσης θα ήθελα ένα λογαριασμό Δ.Ε.Η ο οποίος βεβαιώνει για την κατοικία σας. -Ορίστε, εδώ τον έχω. -A, πολύ καλά. Όμως, υπάρχει ένα πρόβλημα. Ο λογαριασμός είναι στο όνομα Αντώνης ενώ στην ταυτότητά σας αναφέρει ότι τ

Ανασχηματισμός

ςόανΑσχημσμτια

Happy End :)

Πάντα του άρεσαν τα happy end. Γι'αυτό, αφού σκότωσε τους γονείς του, έπνιξε το σκύλο του και έκαψε το σπίτι του, έκανε με τη φωτιά ένα τεράστιο μπάρμπεκιου.

Το συρτάρι με τις αναμνήσεις

Άνοιξε το συρτάρι που φυλούσε τις αναμνήσεις του. Είχε καιρό να το τακτοποίησει. Βαθιά χωμένα ανάμεσα στα άλλα πράγματα βρήκε: Ένα μαραμένο τριαντάφυλλο. Που του είχε χαρίσει εκείνη. Μία πένα. Με την οποία έπαιζε κιθάρα μόνο για εκείνη. Μία φωτογραφία. Της Pamela Anderson. Το μυαλό του αμέσως κατακλύστηκε από αναμνήσεις. Ανέτρεξε σε εποχές παλιές, αθώες, γυμνασιακές. Τότε που το μόνο που σκεφτόταν ήταν αυτή, τότε που τραβούσε μαλακία μόνο για πάρτη της. Ναι, λάστιχο τον είχε κάνει, θυμήθηκε.  "Α ρε γαμώτο πώς περνάν' έτσι τα χρόνια, γιατί να γεράσεις έτσι ρε Pamelaκι γαμώτο γιατί" σκέφτηκε. Τράβηξε μία ακόμη επετειακή με αυτή την παλιά φωτογραφία και μετά κοιμήθηκε ήσυχος.

Το νόημα της ζωής

O Γ. κοίταξε την καλύβα που υψωνόταν ολομόναχη στην κορφή του βουνού. Ο δρόμος ήταν μακρύς και δύσβατος, αλλά δεν τον ένοιαζε. Μετά από χρόνια ολόκληρα, είχε επιτέλους βρει τον προορισμό του. Όλα τα στοιχεία του του έλεγαν ότι στην καλύβα που απείχε μόλις κάτι χιλιόμετρα κακοτράχαλου δρόμου μακριά του ζούσε ένας γεροσοφός ο οποίος κατείχε την απόλυτη γνώση: ήξερε ποιο είναι το νόημα της ζωής. Ξοδεύοντας τις τελευταίες του δυνάμεις άρχισε αποφασισμένος το δύσκολό του δρόμο. Λίγες ώρες αργότερα,  χτυπούσε την ξύλινη πόρτα της παράγκας. "Νιε;" "Ο Γ. είμαι. Μπορώ να περάσω;" "Α ναι, ναι...Σι πιρίμινα." ακούστηκε μια χαρακτηριστική χωριάτικη φωνή. Και μόνο στο άκουσμα αυτής της φράσης, η καρδιά του Γ. φτερούγισε...τον περίμενε: απόδειξη ότι ο γέροντας ήταν όντως κάτι ιδιαίτερο. Άνοιξε την πόρτα και έκανε ένα βήμα μέσα. Το εσωτερικό της καλύβας δεν ήταν αυτό που περίμενε, αν μη τι άλλο. Ούτε στοίβες με χαρτιά ούτε πεταμένα βιβλία, ούτε καν ένα μαγικό φίλ