Posts

Showing posts from December, 2011

Σ'ένα μπαρ

Ο Κώστας μπήκε στο μπαρ. Ήταν άνετος, και πιο σίγουρος από ποτέ. Ήξερε από ώρα ότι θα είναι εκεί μόνη. Ήξερε από ώρα ότι ήταν, επιτέλους, ώρα. Την είδε να κάθεται στην μπάρα,όπως συνήθως. Μόλις αντίκρυσε τα ξανθά, λαμπερά της μαλλιά, να χύνονται ανέμελα πάνω στην μαυροντυμένη πλάτη της, πήρε μια βαθιά ανάσα. Με αργά, αλλά σταθερά, βήματα την πλησίασε από πίσω. Έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε: "Θέλω να με ακούσεις προσεκτικά. Γιατί είναι η πρώτη και ίσως η τελευταία φορά που το λέω, η πρώτη και τελευταία που σου λέω κάτι τέτοιο. Σ'αγαπώ! Δεν αντέχω άλλο να μην στο λέω. Τόσο καιρό, τόσες κινήσεις γεμάτες αμφιβολία, τόσες κινήσεις χωρίς την παραμικρή σιγουριά. Δεν πάει άλλο. Δεν γίνεται άλλο έτσι! Σ'αγαπώ! Σ'αγαπώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα, από το πρώτο σου χαμόγελο, από το πρώτο τηλεφώνημα, από το πρώτο κρεβάτι σ'αγαπώ! Αγαπώ τον τρόπο που περπατάς, αγαπώ τον τρόπο που μιλάς, αγαπά τον τρόπο που γελάς, αγαπώ ακόμη και τον τρόπο που κλαις. Το ξέρω

Ο Μαλάκας

Σηκώθηκε κατά τις τρεις, και μετά από ένα γρήγορο κατούρημα, πήγε στο σαλόνι. Άραξε στον καναπέ, άπλωσε τα πόδια του στο τραπέζι και άναψε ένα τσιγάρο. Η TV αναμμένη. Χιόνι. Μετά από δυο τζούρες, παράτησε το τσιγάρο στο τασάκι, και έχωσε το δεξί του χέρι κάτω από το παντελόνι του, όπως πάντα. "Μήπως είμαι μαλάκας;" αναρωτήθηκε δυνατά. "Μπα, τι λέω, δεν είμαι μαλάκας", διέψευσε τον εαυτό του αμέσως μετά. "Εσείς είστε μαλάκες ρε! Όλοι είστε μαλάκες ρε! Είστε μαλάκες ρε! Γαμιέστε ρε! ΓΑΜΙΕΣΤΕ!" Ύστερα, την έπαιξε δυο φορές, έτσι, για να χαλαρώσει.

Κάτι Βαθυστόχαστο

Το καλοκαίρι του '92, καθώς περπατούσαμε πλάι - πλάι με ένα φίλο στην Γαλλική Ριβιέρα, εγώ σταμάτησα απότομα. "Τί έχεις;" με ρώτησε αμέσως, γεμάτος ανησυχία. "Κοίτα τον ουρανό!" του αντιγύρισα εγώ αποσβολωμένος. "Τί;" "Εκείνο το μπλέ!" "Αυτό δεν είναι ο ουρανός, αλλά η θάλασσα, μον σερ" με διόρθωσε εκείνος. Ξαφνικά ένα πουλί πετάχτηκε κατά πάνω μας, που τελικά δεν ήταν πουλί, αλλά ψάρι, μιας και ερχόταν από τη θάλασσα. "Ο μον ντιε!" είπα εγώ σε άπταιστη γαλλική προφορά και πήδηξα αλαφιασμένος λίγο πιο δίπλα. Ύστερα επιστρέψαμε στην έπαυλή του όπου φάγαμε κρουτόν και ήπιαμε γαλλική σαμπάνια. Ήταν ωραία.

Αν υπήρχες, θα σ'ερωτευόμουν.

Τώρα που σ'ερωτεύτηκα, δεν υπάρχεις.

Παραμύθι vol. 2

Ήταν κάποιος, κάπου, κάποτε που κάτι έκανε, με κάποιον τρόπο, για κάποιον πολύ σοβαρό λόγο. Όμως, ξαφνικά, κάποια στιγμή, κάτι αναπάντεχο έγινε. Έτσι λοιπόν αυτός ο κάποιος σταμάτησε να κάνει κάτι και άρχισε να κάνει κάτι άλλο, με κάποιον άλλον τρόπο, για κάποιον άλλο, πιο σοβαρό λόγο. Περάσε χρόνια, ο κάποιος, κάνοντας αυτό το κάτι, και μετά κάτι έγινε. Τέλος.

Οι σχέσεις είναι σαν το ποδόσφαιρο.

Όσο περισσότερες πάσες δίνεις, τόσες περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν να μπει γκολ. Αν επιμένεις να κρατάς τη μπάλα στα πόδια σου, τότε ή θα στην κλέψουν ή θα την βγάλεις άουτ.

Κούρεμα

του πέους

Η Αθήνα τις μέρες του Δεκέμβρη

Η Αθήνα τις μέρες του Δεκέμβρη είναι μια πόλη, όπως πάντα, πολύβοη. Είναι μια πόλη στολισμένη, γεμάτη φώτα και λαμπιόνια. Στους τεράστιους δρόμους της βλέπεις, παντού ανθρώπους να περπατάνε βιαστικοί γεμάτοι σακούλες και αδιαφορία. Ανθρώπους που στα πρόσωπά τους ζωγραφίζεται ένα τεράστιο, ψεύτικο χαμόγελο. Ανθρώπους που θέλουν να δείχνουν ευτυχισμένοι μιας και έρχεται Χριστούγεννα, ανθρώπους, που προσπαθούν να ξεχάσουν. Βλέπεις και άλλους ανθρώπους, στην Αθήνα τις μέρες του Δεκέμβρη: ανθρώπους χωρίς ψεύτικα χαμόγελα, ανθρώπους που δεν μπορούν να ξεχάσουν. Ανθρώπους που δεν κρατάνε σακούλες, αλλά σκεπάζονται με αυτές για να μην κρυώνουν. Ανθρώπους που κοιμούνται στο δρόμο. Στα μικρά μαγαζιά, τις μέρες του Δεκέμβρη, βλέπεις τεράστιες λαμπερές πινακίδες κάθε χρώματος μέγεθος και σχήματος. Μπερδεύονται όλες μαζί και δημιουργούν μια ετερόκλητη, υπερβολική πανδαισία έντονων χρωμάτων. "ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ", "ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ", "ΟΛΑ 50% ΚΑΤΩ". Οι κάτοχοι των μαγαζιών αυτών, π

Αγάπη είναι

-Μ'αγαπάς; -Όχι. Εσύ; -Ούτε. -Χαίρομαι που είμαστε μαζί, τότε.

Τα χρόνια περνούν.

Η μαλακία, ποτέ.