Posts

Showing posts from July, 2011

A typical conv. between man & woman

-Ξέρεις, υπάρχουν κάτι πουλιά που όσο ζουν πετάνε και δεν ακουμπάνε ποτέ στη γη. Δεν έχουν καν πόδια. Η πρώτη φορά που ακουμπούν τη γη είναι όταν πεθαίνουν. -Τι; και πώς κοιμούνται; -Κοιμούνται στον αέρα, αφήνονται στα ρεύματα. Με τα φτερά τους ισορροπούν. -Ναι ε; -Ένα τέτοιο πουλί θα ήθελα να μουν και 'γω. Να πετώ συνέχεια. Να πετώ ψηλά, να πετώ παντού. -Μα δεν θα μπορούσες να πατήσεις ποτέ τη γη! -Είναι μια θυσία που θα ήμουν πρόθυμη να κάνω. -Μα δεν θα μπορούσες να είσαι ποτέ ασφαλής, ποτέ σταθερή, ποτέ, ποτέ, ποτέ! -Μερικές φορές ο αέρας είναι πιο ασφαλής από τη γή...Και αν όχι, είναι σίγουρα πιο συναρπαστικός. -Και εγώ; Πώς θα με γνώριζες αν δεν πατούσες στη γη; -Η ελευθερία, η απόλυτη ελευθερία αγάπη μου, είναι κάτι πιο σημαντικό από σένα, από 'μένα, από όλους μας. Είναι κάτι που μας ξεπερνά. -Θες να πεις ότι δεν είμαι το πιο σημαντικό πράγμα στη γη για σένα; -Στη γη ίσως. Στον αέρα όμως; Ποιός ξέρει στ' αλήθεια τί συμβαίνει στον αέρα; -Δηλαδή θες να χωρί

O Βασιλιάς του Τίποτα

Ο Βασιλιάς του Τίποτα κάθισε στον ανύπαρκτό του θρόνο και ζήτησε να τοποθετήσουν στο κεφάλι του το υποθετικό του στέμμα. Ύστερα, αγνάντεψε το βασίλειο που δεν είχε. Κοίταξε πέρα, τη θάλασσα, το λειβάδι, το λεκανοπέδιο, μέχρι και τα βουνά που δεν υπήρχαν. Είδε τους υπηκόους που δεν είχε και τα ζώα που γέμιζαν τα βοσκοτόπια που δεν ήταν δικά του. Πάνω στα βουνά φαντάστηκε τα μεταλλωρυχεία που έκαναν τη χώρα που δεν του άνηκε ακόμη πιο πλούσια. Ο Βασιλιάς του Τίποτα επικεντρώθηκε στα υποθετικά χωριά του βασιλείου του. Εκεί είδε τα παιδιά να παίζουν χαρούμενα και όλο το βασίλειο να είναι ευτυχισμένο και να ευημερεί. Ο Βασιλιάς του Τίποτα χαμογέλασε πλατιά. Δεν ήταν ηλίθιος. Ήξερε ότι τίποτα από αυτά δεν υπήρχε. Ήξερε ακόμη ότι ό,τι υπήρχε δεν ήταν δικό του. Όμως είχε μάθει στη ζωή του να είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει. Ή και με αυτά που δεν έχει.

Μάλιστα, μάλιστα

-Θέλεις; -Ίσως. -Μπορείς; -Πιθανώς. -Θα σου άρεσε; -Μπορεί. -Θα επιθυμούσες; -Ποιος ξέρει; -Και αν; -Δεν ξέρω. -Δηλαδή; -Μάλλον. -Ε; -Έτσι. Ούτε ο Τάκης ούτε η Μαρία πολυκατάλαβαν γιατί χωρίζουν.

O Δρομέας

Κοιτούσε εκεί. Πέρα, στο βάθος, στη στροφή. Εκεί που χανόταν, μα και συνέχιζε ο δρόμος.Το βλέμμα του απερίσπαστο, αποφασισμένο. Τίποτε δεν μπορούσε να του τραβήξει την προσοχή. Και έτρεχε. Όλο έτρεχε. Έτρεχε γρήγορα. Έτρεχε με όλη του τη δύναμη. Κάποιοι τον βλέπαν να χάνεται γρήγορα από μπροστά τους μα κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε. Απλώς ήξεραν ότι έτρεχε. Έτρεχε καιρό ο δρομέας. Τόσο καιρό που και ο ίδιος είχε ξεχάσει γιατί έτρεχε. Είχε ακόμη ξεχάσει το που και το πως. Απλώς έτρεχε. Μάλλον ήταν πλέον θέμα τιμής για αυτόν. Του ήταν σχεδόν αδιανόητο να παρατήσει το μόνο πράγμα που είχε κατορθώσει ποτέ στη ζωή του, κάτι για το οποίο είχε κάνει τόσο κόπο. Και όλο έτρεχε. Έτρεχε γρήγορα, τόσο γρήγορα που κανείς δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα του. Κανείς δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Έτρεχε τόσο γρήγορα που κάποιες στιγμές το σώμα ξεπερνιόταν και η διαδρομή γινόταν πνευματική. Τότε τα όρια έπαυαν και το πνεύμα του έτρεχε πέρα από κάθε φραγμό, πέρα από κάθε φαντασία. Και τότε ο δρομέα

Γιατί;

-Γιατί γελάς; -Για να μην κλάψω. -Γιατί χαίρεσαι; -Για να μη λυπηθώ. -Γιατί δεν αισθάνεσαι; -Για να μην πονέσω. -Γιατί κλείνεις τα αυτιά σου; -Για να μην ακούσω. -Γιατί έχεις κλειστά τα μάτια σου; -Για να μη δω. -Γιατί δεν μιλάς; -Για να μην πω. -Γιατί δεν τολμάς; -Για να μην πληγωθώ. -Κι εσύ; Γιατί ρωτάς; -Για να μην απαντήσω...

Μετά από 40 χρόνια εκκενωτής βόθρων

είχε καταλήξει στο ότι "η ζωή είναι σαν μια τεράστια χαβούζα. Αν δεν την ξεβουλώνεις τακτικά, θα πνιγείς στα σκατά."

Ο Εμπρηστής

Οι φλόγες τρεμόπαιζαν κάθε φορά στα αδίστακτα μάτια του. Η πορφυρή φωτιά αντικατοπτριζόταν κάθε φορά στο αποφασισμένο του βλέμμα. Έκαιγε τα πάντα. Δάση, σπίτια, ανθρώπους, υποσχέσεις, σχέσεις, φιλίες, λέξεις, συναισθήματα...Ό,τι έβρισκε. "Ο φοίνικας αναγεννάται από τις στάχτες του" συνήθιζε να λέει στον εαυτό του. Αλλά βαθιά μέσα του ήξερε, όπως και οι άλλοι, ότι οι φοίνικες δεν υπάρχουν. Ύστερα γυρνούσε την πλάτη του στη στάχτη και γυρνούσε σπίτι του από κάποιον διαφορετικό δρόμο για να μην τον πιάσουν.

Ο Ακροβάτης

Image
Κάθε μέρα ο ακροβάτης,μετά το τέλος της παράστασής του  συνήθιζε να σκαρφάλωνει ψηλά πάνω στο στύλο που έκανε τα περίφημα κόλπα του. Σκαρφάλωνε, καθόταν, αγνάντευε την αχανή σκηνή του τσίρκου και σκεφτόταν. Σκεφτόταν διάφορα πάνω στο στύλο του. Το δικό του στύλο, όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί. Σάρωνε με το βλέμμα του τη σκηνή, τις αδειανές πια από κόσμο κερκίδες και έφερνε στο μυαλό του εικόνες από την παράστασή του. Αναδημιουργούσε νοητά το κοινό και τις επευφημίες του. Κάτι τέτοιες στιγμές ήταν που γελούσε δυνατά. Πάντα γελούσε με το κοινό του. Ακόμη και την ώρα που πατούσε προσεκτικά στο τεντωμένο σκοινί την ώρα της δικής τους παράστασης. "Τί αστείος που είναι ο κόσμος!" συνήθιζε να λέει στον εαυτό του. " Ή καλύτερα, πλανεμένος! Κάθονται ήσυχοι στις θεσούλες τους και με χειροκροτάνε, χωρίς να έχουν ιδέα τι βλέπουν, χωρίς να έχουν ιδέα ποιός είμαι..." συμπλήρωνε. " Ο κόσμος λέει διάφορα για μένα χωρίς να με γνωρίζει καν. Όλοι λένε με θαυμασμό πως

Ένας έρωτας γεννιέται

Μιλούσανε για ώρες. Για αυτόν, για εκείνη, για το σκύλο της, για τα πάντα. Που και που υπήρχαν μεγάλεις, βασανιστικές παύσεις ανάμεσα σε αυτά που έλεγαν. Παύσεις που τα έλεγαν όλα. Ήταν και οι δύο ενθουσιασμένοι. Οι καρδιές τους χτυπούσαν γρήγορα καθώς ανακάλυπταν πράγματα ο ένας για τον άλλο καθώς και για τους εαυτούς τους τους ίδιους. Μάλλον χτυπούσαν δηλαδή, δεν είναι ότι τις άκουγαν κιόλας. Στο τέλος της είπε ότι τη γουστάρει. Και τον διαβεβαίωσε και εκείνη για το ίδιο. Χαμογέλασαν. Ξαφνικά του έδωσε ένα φιλί. Της ανταπέδωσε κατάλληλα. Το ένα έφερε το άλλο και βρέθηκαν να κάνουν παθιασμένο σεξ το οποίο συνόδευσαν με τις απαραίτητες βρώμικες εκφράσεις. Τελείωσαν μαζί. Ή τουλάχιστον έτσι είπαν ο ένας στον άλλο. Τότε συνειδητοποίησαν ότι είχε πάει πολύ αργά και συμφώνησαν για συνεχίσουν αύριο. Της έστειλε ένα smiley, φίλησε την οθόνη και κοιμήθηκε σαν πουλάκι. Τι και αν αυτή ήταν από τον Καναδά και αυτός από Ελλάδα, τι και αν δε θα βρισκόντουσαν πιθανότατα ποτέ, δεν τον ένοιαζε. Θα

Είναι μερικά πράγματα που τα καταλαβαίνω.

Τα υπόλοιπα, όχι.

Η αδυναμία μας να καταστρέψουμε κάτι...

...στο τέλος θα μας καταστρέψει.

Στην Τράπεζα

-Γεια σας. -Γεια σας, πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω; -Θα ήθελα να ανοίξω έναν λογαριασμό στην τράπεζά σας. -Μάλιστα. Θα χρειαστώ την ταυτότητά σας... -Ορίστε. -...και ένα εκκαθαριστικό από την εφορία. -Έχω εδώ το επικυρωμένο Α.Φ.Μ μου. -Πολύ καλώς, το βλέπω. Όμως απαιτείται και ένα εκκαθαριστικό σημείωμα από την εφορία. -Δεν έχω εκκαθαριστικό, δεν δηλώνω εισόδημα ξέρετε. -Φοροδιαφεύγετε μήπως; -Όχι, όχι απλώς δεν έχω. Είμαι ανεπάγγελτος. -Και πώς το γνωρίζω εγώ αυτό; -Ε; -Εννοώ ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να μπει εδώ μέσα και να δηλώσει ανεπάγγελτος. Πρέπει να τον πιστέψω κύριέ μου; -Α, ναι, ναι, έχετε δίκιο. Έχω μία υπεύθυνη δήλωση στην οποία δηλώνω ότι δεν έχω εισόδημα. Επικυρωμένη από το κράτος. -Μάλιστα. Ναι, ναι, έχει όλες τις σχετικές υπογραφές. Επίσης θα ήθελα ένα λογαριασμό Δ.Ε.Η ο οποίος βεβαιώνει για την κατοικία σας. -Ορίστε, εδώ τον έχω. -A, πολύ καλά. Όμως, υπάρχει ένα πρόβλημα. Ο λογαριασμός είναι στο όνομα Αντώνης ενώ στην ταυτότητά σας αναφέρει ότι τ

Ανασχηματισμός

ςόανΑσχημσμτια