Posts

Showing posts from April, 2012

Ο καλός Χριστούλης

Δυο χιλιάδες  χρόνια πριν, σε μια όχι και τόσο μακρινή χώρα της Ανατολής, γεννήθηκε ο καλός Χριστούλης. Η κατάσταση που επικρατούσε σε αυτή την χώρα δεν διέφερε και πάρα πολύ από την κατάσταση στις περισσότερες χώρες του κόσμου σήμερα: Υπήρχε πείνα, φτώχεια και εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους. Οι φτωχοί γονείς του καλού Χριστούλη (σ.σ. τουλάχιστον η μητέρα του, γιατί  μέχρι και σήμερα υπάρχουν αμφιβολίες για την ταυτότητα του πραγματικού του πατέρα) έφτασαν σε μια πόλη εκείνης της όχι και τόσο μακρινής χώρας νύχτα,  μετά από μεγάλο ταξίδι. Ο φερόμενος ως πατέρας του Χριστούλη ήταν μαραγκός, δουλειές τότε δεν είχε (ποιος είχε χρήματα να χτίσει  με ξύλο άλλωστε;), οπότε ούτε λόγος για ξενοδοχεία και τέτοια. Έμειναν λοιπόν σε έναν σταύλο, ενός μικρομεσαίου πανδοχέα, ο οποίος σε μια προσπάθεια να αποτινάξει μερικές από τις τύψεις του για την βολεμένη ζωή που ζούσε, είπε να δώσει για μια φορά στη ζωή του άσυλο σε άπορους. Δεν είχε ιδέα ότι από εκείνη την μέρα και έπειτα α

Μπιλ και Γουίλ

Από τη στιγμή που γεννήθηκε, ο γιος του ήταν η μόνη έγνοια του αγρότη Μπιλ Γουέμπον. Πάντοτε έκανε τα πάντα για να μην του λείπει τίποτα. Φρόντισε δε από μικρό να τον μυήσει στις "χαρές" της αγροτικής ζωής. Έτσι από τα οκτώ του σχεδόν, ο μικρός Γουίλ έμαθε να ταίζει τις κότες, να οργώνει το χωράφι και να πηγαίνει τα γελάδια να βοσκήσουν.  Κάθε μέσημέρι, όταν ο Μπιλ Γουέμπον συναντούσε τον γιο του στα κτήματα τον ρωτούσε "Πώς είσαι Γουίλ;" και εκείνος του απαντούσε "Καλά πατέρα! Τάισα τις κότες, όργωσα το χωράφι, και πήγα τα γελάδια να βοσκήσουν!" τελειώνοντας πάντα την πρότασή του με ένα τεράστιο χαμόγελο. Έτσι περνούσε ο καιρός στο κτήμα του Μπιλ Γουέμπον, και ο γιος του ο Γουίλ, μεγάλωνε και γινόταν ένα γεροδεμένο παλικάρι. Κάθε μέρα που περνούσε, ο Μπιλ πάντα φρόντιζε να ρωτάει το γιο του "Πώς είσαι Γουίλ;" και 'κείνος απαντούσε "Καλά, πατέρα! Τάισα τις κότες, όργωσα το χωράφι, και πήγα τα γελάδια να βοσκήσουν!" τελειώνοντας

Για Εμάς

"Τί σκέφτεσαι;" "Τίποτα". Ο Κ. απογοητεύτηκε από την απάντηση που μόλις είχε πάρει. Περπάτησε λίγο πιό κάτω. "Εσύ τί σκέφτεσαι;", ρώτησε κάποιον άλλο. "Τίποτα". Ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση. Μα είχε πεισμώσει. Δεν θα τα παρατούσε έτσι εύκολα.  Συνάντησε ακόμη έναν περαστικό και επανέλαβε την ερώτησή του. Η απάντηση που πήρε ήταν η αναμενόμενη: "τίποτα". Λίγη ώρα μετά, ο Κ. ένιωθε εξαντλημένος,  απογοητευμένος, έτοιμος να τα παρατήσει. Είχε ρωτήσει τόσο κόσμο και κανείς δεν σκεφτόταν τίποτα! "Τίποτα!" αναφωνούσε μόνος του. Αυτή η λέξη τον εξόργιζε, τώρα περισσότερο από ποτέ. "Τίποτα! Πώς γίνεται να μην σκέφτεται κανείς τίποτα;" Ήταν έτοιμος να πάρει το δρόμο του γυρισμού, όταν τυχαία είδε μια κοπέλα να κάθεται μόνη σ'ένα παγκάκι στην πλατεία. Κάτι πάνω της του τράβηξε την προσοχή, κάτι που ποτέ του δεν κατάλαβε τι  ακριβώς ήταν, να 'ταν τα μαλλιά της, να 'ταν ο τρόπος που καθόταν, να 'ταν τ

Αποχαιρετισμός

Ο ήλιος ανέτειλλε δειλά - δειλά στο αεροδρόμιο. Την απόλυτη σιωπή του πρωινού έσπασε ένα Boeing που προσγειωνόταν. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά. "Θα μου λείψεις" της ψιθύρισε σιγά στο αυτί. Εκείνη χαμογέλασε. Οι μαργαρίτες στα παρτέρια του αεροδρομίου μόλις είχαν αρχίσει να ανοίγουν διάπλατα τα πέταλά τους, προσπαθώντας να απορροφήσουν όσο περισσότερο φως του ήλιου μπορούσαν. Αυτός δάκρυσε. "Πέντε μέρες θα λείψω μόνο" του απάντησε, σκουπίζοντας τα δάκρυά του με τα τα δάκτυλά της. Η χρυσή της βέρα άστραψε το φως. Ύστερα τον φίλησε παθιασμένα και μείναν έτσι, αγκαλιασμένοι, για κάμποση ώρα. Την είδε να απομακρύνεται προς το αεροπλάνο. Λίγο πριν μπει της κούνησε το μαντήλι του. Εκείνη του απάντησε με ένα νεύμα. Το αεροπλάνο απογειώθηκε και εκείνος πληκτρολόγησε έναν αριθμό. "-Ναι, έλα αγάπη μου...Ναι, μόλις έφυγε η καριόλα. Θα έχουμε το σπίτι δικό μας για πέντε ολόκληρες μέρες!  Ναι, και 'γω σ'αγαπώ. Θα τα πούμε το βράδυ." Έστρεψε το πρό

Αισθησιακό

Ο πούτσος σου με χόρτασε, και το μουνί μου, φά' το.