Ανοιξιάτικο Μπάνιο

Έγλειψα λίγο αλάτι από το πόδι της. Τα χείλη μου γεύτηκαν την δροσερή αρμύρα της θάλασσας, και εγώ άφησα τον εαυτό μου να χαθεί  στη νεανική και ορμητική ζωντάνια της, στην ακαταμάχητη αθωότητά που εξέπεμπε.

Εκείνη χαμογέλασε, με ευχαρίστηση, χωρίς να με κοιτάξει. Απολαμβάνε με κλειστά τα μάτια τον παφλασμό των κοιμάτων, ενώ το δέρμα της έπαιρνε όλο και πιο σκουρόχρωμους τόνους κάτω από το φως του μεσημεριάτικου ήλιου. 

Ένα κλικ πριν σταματήσει ο χρόνος και ο χώρος και οι λέξεις όπως κρίση και ανεργία χάσουν ολοκληρωτικά το νόημά τους, σηκώθηκε, τίναξε από πάνω της λίγη άμμο και περπάτησε αργά προς τη θάλασσα. Τα σφριγηλά της πόδια, σχεδόν χορευτικά σημάδευαν το μονοπάτι που έπρεπε να ακολουθήσω με τη σειρά μου. 

Όταν έφτασε να βρίσκεται μέχρι τη μέση μες στο νερό, γύρισε προς το μέρος μου και μου έδωσε το σινιάλιο με ένα κούνημα του χεριού της, φορώντας μόνο αυτό το ανέμελο χαμόγελο που είχε και την μέρα που την πρωτοείδα. 

Εγώ  έμεινα να την κοιτάω αμήχανα: η θάλασσα της ευτυχίας, αυτής που φτιάχνεται μόνο από δυό, ήταν  πολύ βαθιά, και τα νερά της άγνωστα. Φοβόμουν. 

Το διαρκές κάλεσμά της, όμως, με γέμισε αποφασιστικότητα: άρχισα να τρέχω προς το μέρος Της, κλείνοντας ταυτόχρονα την μύτη μου. 

Θα βουτούσαμε μαζί σε αυτό το άγνωστο πέλαγος, θα εξερευνούσαμε μαζί τα αχαρτογράφητα νερά, αποφάσισα. Προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο.


Comments