Εμπρός

Καθόταν εκεί. Στην πύλη. Κρατιόταν σφιχτά από τα κάγκελα. Τα κρατούσε σφιχτά τα κάγκελα, και μαζί κρατούσε σφιχτά και τις ελπίδες του, κρατούσε σφιχτά τα όνειρά του. Το ίδιο σφιχτά τα κρατούσαν και άλλοι. Δεν ήθελαν να τα αφήσουν να φύγουν τώρα, όχι τώρα, τώρα που ήταν  τόσο κοντά στο να τα κάνουν πραγματικότητα.

Γύρω του, χαμός.Κρότοι, θόρυβος, πανικός. Και φωνές. Φωνές, χιλιάδες  φωνές, χιλιάδες φωνές φοιτητών, χιλιάδες φωνές μαθητών, χιλιάδες φωνές εργατών, όλες μαζί τυλιγόντουσαν, μπερδευόντουσαν, δεν μπορούσες να τις ξεχωρίσεις, γινόντουσαν μια φωνή. Μια φωνή που τους ξεπερνούσε, ξεπερνούσε τους εαυτούς τους, ξεπερνούσε τις χιλιάδες φωνές, ξεπερνούσε τον τόπο εκείνο, έφτανε ψηλά, στα σύννεφα, στα αστέρια. 

"ΨΩΜΙ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ! ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ! ΘΕΛΟΥΜΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!"

Απέναντί του, εκείνοι. Οι ένστολοι. Και οι φασίστες. Ήταν απ'έξω αυτοί. Ο εχθρός. Ή μάλλον, όχι ο εχθρός. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι εκείνοι ήταν ο εχθρός, δεν το χωρούσε ο νους του. Δεν το χωρούσε ότι υπήρχε κανείς που διαφωνούσε μαζί του, έτσι του έλεγαν οι χιλιάδες δυνατές φωνές, αλλά και εκείνη η σιγανή φωνούλα, η φωνούλα της καρδιάς του. Δεν γίνεται να διαφωνεί κάποιος μαζί του. Είχε το δίκιο με το μέρος τους και εκείνοι απλώς δεν το γνώριζαν. Αλλά θα το μάθαιναν κάποια στιγμή, θα καταλάβαιναν ότι κάνουν λάθος, θα το καταλάβαιναν. Και τότε θα ερχόντουσαν και εκείνοι μέσα και τότε οι φωνές τους θα μπλεκόντουσαν με τις δικές τους, και τότε εκείνη η φωνή, η μία φωνή θα ήταν ακόμη πιο δυνατή, θα ξεπερνούσε τ' αστέρια. Θα ξεπερνούσε τ' αστέρια και θα έφτανε στο αύριο.

"ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΟΠΛΟΙ! ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΑΣ! ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΟΠΛΟΙ!"


Τα μεγάφωνα βούιζαν. Όπως βούιζαν και οι φωνές των μαθητών, όπως βούιζαν και οι φωνές των εργατών, όπως βούιζαν και φωνές των φοιτητών. Όπως βούιζαν και τα μυαλά τους, όπως βούιζαν και οι καρδιές τους. Βούζαν όλα και έσφιγγαν τα κάγκελα, έσφιγγαν τις ελπίδες τους, έσφιγγαν τα όνειρά τους.

Βούιζε και το τανκς που έριξε την πύλη, παρασέρνοντας μαζί του εργάτες, φοιτητές και μαθητές. Όλα σκοτείνιαζαν, το τανκς τους έλιωνε στο διάβα του, αλλά εκείνοι ακόμη έσφιγγαν τα κάγκελα, έσφιγγαν τις ελπίδες τους, έσφιγγαν τα όνειρά τους.

Τα έσφιγγαν και δεν τα άφηναν να φύγουν.

Γιατί ήξεραν ότι σε λίγο καιρό οι φωνές τους θα γίνουν πάλι μία φωνή. Και τα όνειρά τους, πραγματικότητα.

Comments