Σ'ένα μπαρ

Ο Κώστας μπήκε στο μπαρ. Ήταν άνετος, και πιο σίγουρος από ποτέ. Ήξερε από ώρα ότι θα είναι εκεί μόνη. Ήξερε από ώρα ότι ήταν, επιτέλους, ώρα.

Την είδε να κάθεται στην μπάρα,όπως συνήθως. Μόλις αντίκρυσε τα ξανθά, λαμπερά της μαλλιά, να χύνονται ανέμελα πάνω στην μαυροντυμένη πλάτη της, πήρε μια βαθιά ανάσα.

Με αργά, αλλά σταθερά, βήματα την πλησίασε από πίσω.

Έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε:

"Θέλω να με ακούσεις προσεκτικά. Γιατί είναι η πρώτη και ίσως η τελευταία φορά που το λέω, η πρώτη και τελευταία που σου λέω κάτι τέτοιο. Σ'αγαπώ! Δεν αντέχω άλλο να μην στο λέω. Τόσο καιρό, τόσες κινήσεις γεμάτες αμφιβολία, τόσες κινήσεις χωρίς την παραμικρή σιγουριά. Δεν πάει άλλο. Δεν γίνεται άλλο έτσι! Σ'αγαπώ! Σ'αγαπώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα, από το πρώτο σου χαμόγελο, από το πρώτο τηλεφώνημα, από το πρώτο κρεβάτι σ'αγαπώ! Αγαπώ τον τρόπο που περπατάς, αγαπώ τον τρόπο που μιλάς, αγαπά τον τρόπο που γελάς, αγαπώ ακόμη και τον τρόπο που κλαις. Το ξέρω ότι ακούγεται σαν ψέμμα. Και τώρα μάλλον νομίζεις ότι περιμένω μια απάντηση. Αλλά δεν είναι έτσι. Δεν με νοιάζει τι θα πεις, δεν με νοιάζει καν τι θα συμβεί από δω και πέρα. Απλά ήθελα να στο πω εγώ. Σ'αγαπώ."

Ο Κώστας ξεφύσηξε με ανακούφιση. Εκείνη γύρισε απότομα.

"Σκατά! Λάθος πλάτη!" είπε.

Το χαστούκι που έφαγε αμέσως μετά, όμως, ήταν από τη σωστή, που καθόταν λίγο πιο δίπλα.

Comments