Το βλέμμα της πόλης

Κοίταξε την πόλη που απλωνόταν από κάτω του. Αυστηρή, επιβλητική και απόμακρη: τον κοιτούσε τώρα, όπως και πάντα με αυτή την άκρως επιθετική της ματιά. Δεν του έκανε εντύπωση. Το είχε συνηθίσει αυτό το βλέμμα, το άγριο βλέμμα της πόλης.

Έσφιξε τα χέρια του στα κάγκελα. Η πλάτη του ήταν γυρισμένη στην ταράτσα της πολυώροφης πολυκατοικίας του. Στεκόταν όρθιος από την έξω μεριά του γείσου, έξω από τα κάγκελα. Κοίταξε ξανά κάτω, προς το χάος της πόλης. Μια απόφαση ήταν μόνο, μια απόφαση.

Ξαφνικά άκουσε μια φωνή. "Ε! Φίλε! Τί κάνεις εκεί; Τί κάνεις; Ρε φίλε! Ρε φίλε, λογικέψου!"
Κάποιος είχε ανέβει στην ταράτσα και τον πλησίαζε.

Γύρισε ελαφρά το κεφάλι του προς τα πίσω. Δεν μπορούσε να διακρίνει καλά ποιος ήταν, αλλά δεν του φαινόταν και να αναγνωρίζει το πρόσωπό του. Ίσως να ήταν κάποιος γείτονας που δεν γνώριζε ή ακόμη και κάποιος πεζός που διέσχιζε το πεζοδρόμιο και κοιτώντας τυχαία προς τα πάνω τον είδε να ετοιμάζεται να πέσει. Και τώρα τί; Ήθελε να το παίξει ήρωας ο τύπος;

Όσο τα σκεφτόταν αυτά, ο "τύπος" είχε φτάσει σχεδόν δίπλα του, πλησιάζοντας πάντα αργά και προσεκτικά. "Ρε φίλε, ρε φίλε τί κάνεις εκεί; Το σκέφτηκες καλά αυτό που πάς να κάνεις;"

Ναι, σίγουρα δεν τον ήξερε. Ξανακοίταξε κάτω, κάτω στην απέραντη θάλασσα από κτίρια και ταράτσες άλλων σπιτιών.

"Ρε φίλε; Ρε φίλε ακούς που σου μιλάω;"

Όσο και αν τον αγνοούσε, ο τύπος δεν πτοούταν, επέμενε. Και του μιλούσε για ώρα. Για την ομορφιά της ζωής, για την ελπίδα που ποτέ δεν χάνεται, για τις γκόμενες που θα γνώριζε αν συνέχιζε να ζει και άλλα τέτοια κλισέ.

Μιλούσε πολύ και έντονα, με πάθος. Με τόσο πάθος που στο τέλος τον έπεισε να μην αυτοκτονήσει. Όχι για αυτά που έλεγε.Όχι. Αυτά ήταν, ως επί το πλείστον, μαλακίες.
Απλώς του έκανε εντύπωση που κάποιος που δεν τον γνώριζε, δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα στη ζωή τους, έδειχνε τόσο πείσμα. Πάλευε τόσο πολύ, με νύχια και με δόντια να μην τον αφήσει να πεθάνει. Αυτός. Κάποιος παντελώς άγνωστος.

Του έκανε τόση εντύπωση που είπε να του κάνει τη χάρη. Γύρισε προς την ταράτσα και πήγε να ανεβάσει το ένα του πόδι πάνω από τα κάγκελα. Έτσι όπως το ανέβασε  όμως το άλλο του πόδι γλίστρησε, αυτός έχασε την ισορροπία του και χάθηκε στο κενό. Έκανε βουτιά στη θάλασσα με τα κτίρια.







Τινάχτηκε απότομα από το κρεβάτι του, όπως συμβαίνει συνήθως όταν κάποιος βλέπει στον ύπνο του ότι πέφτει.

"Περίεργο όνειρο" είπε στον εαυτό του και σκέφτηκε, αμέσως μετά, ότι αν ήθελε να αυτοκτονήσει στην πραγματικότητα, δεν θα υπήρχε κανείς για να τον σταματήσει.

Ίσως για αυτό να μην το είχε προσπαθήσει ακόμη.

Comments