Ιστορία μιας πόλης

18.30. Έσβησε ακόμη ένα τσιγάρο πατώντας το στο πεζοδρόμιο. Είχε αργήσει. Ανησυχούσε πολύ. Τί να είχε γίνει άραγε; Λες να τη συνέλαβαν; Το ήξερε ότι αυτό που πήγαιναν να κάνουν ήταν πολύ ριψοκίνδυνο, μα δε γινόταν αλλιώς. Δεν μπορούσαν αλλιώς. Ο έρωτας δεν τους άφηνε να κάνουν αλλιώς.

Η συνάθροιση μετά τις έξι μετά μεσημβρίας και η εκδήλωση «έρωτος ή αγάπης» σε δημόσιο χώρο όπως ανέφεραν οι παράγραφοι 2.14 και 3.5 του Νέου Συντάγματος, είχαν απαγορευθεί προ πολλού από το κράτος. Στεκόντουσαν λέει εμπόδιο στην πλήρη αξιοποίηση της εργατικής δύναμης των πολιτών. Και όταν ένα κράτος «πρέπει να αναπτυχθεί, να παράγει, δεν μπορεί παρά να αξιοποιεί την πλήρη εργατική δύναμη κάθε πολίτη» όπως επαναλάμβανε συνεχώς ο κυβερνήτης στα Μ.Μ.Ε.

Ω ναι, το ήξερε πολύ καλά αυτό. Και πώς να μην το ήξερε άλλωστε; Το άκουγε τουλάχιστον 60 φορές τη μέρα. Στην τηλεόραση του σπιτιού του, από το αφεντικό του στη δουλειά, στα μεγάφωνα των κεντρικών οδών, στα ηχεία των μέσων μεταφοράς. Όπως το ήξερε και εκείνη. Ναι, και οι δυο το γνώριζαν πολύ καλά. Αλλά δεν μπορούσαν αλλιώς. Δεν γινόταν αλλιώς. Και τώρα; Πού ήταν εκείνη; Λες να τη συνέλαβαν; Και στη σκέψη μόνο του τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, τα πόδια του και τα χέρια του έτρεμαν.

Ξαφνικά ένιωσε ένα άγγιγμα στην πλάτη του. Το αίμα του πάγωσε. Αν ήταν η ομάδα προστασίας του πολίτη, ή κάποιος από την μυστική υπηρεσία όλα θα είχαν τελειώσει. Ήταν βέβαια ακόμη μόνος του, αλλά το βλέμμα του και μόνο θα τα πρόδιδε όλα. Και τότε…

Το πλατύ χαμόγελο που αντίκρυσε καθώς γύρισε τον έκανε να χάσει κάθε του έγνοια. Αμέσως την έσφιξε στην αγκαλιά του χωρίς να τον ενδιαφέρει αν θα τους δουν, χωρίς να τον ενδιαφέρει τον νοιάζει πια το αφεντικό του, η δουλειά του, χωρίς να τον νοιάζει τίποτα.

Εκείνη γέλασε. Με αυτό το υπέροχο γέλιο της. «Σιγά, σιγά θα με πνίξεις…».
Εκείνος δεν την ρώτησε ούτε πού ήταν, ούτε την μάλωσε που άργησε, τώρα πια δεν είχε σημασία τίποτα.

Κοίταξαν ο ένας τον άλλο για κάποια λεπτά. Σιωπηλοί. Ξαφνικά εκείνη είπε:

«Λοιπόν;»
«Λοιπόν τι;»
«Για κάποιο λόγο ήρθαμε εδώ, δε θυμάσαι;»
«Α ναι…»
«Λοιπόν, πού είναι η πόλη σου;» είπε εκείνη παιχνιδιάρικα.

Όντως θυμότανε. Για να την πείσει να βρεθούν εκείνο απόγευμα, της είχε αποκαλύψει ότι μια πόλη του ανήκει και της είχε υποσχεθεί να τη δείξει. Την τράβηξε από το χέρι και αρχίσανε να τρέχουνε.

Το πυκνό χτίσιμο της πόλης, με τα κτίρια κιβώτια –που ζήτημα είναι αν απείχαν 10 μέτρα το ένα από το άλλο, τους έδινε την κατάλληλη κρυψώνα. Τα φώτα των λιγοστών αμαξιών που περνούσαν τέτοια ώρα, φώτιζαν αχνά τις μαρκίζες με τις φωτογραφίες του κυβερνήτη που ήταν τοποθετημένες ολόγυρα την πόλη, όμως δεν ήταν αρκετά για να αποκαλύψουν τις φιγούρες τους.
Γελούσαν σιγανά καθώς γλιστρούσαν ανάμεσα στα σοκάκια. Αυτό που κάνανε ήταν επικίνδυνο, ο κίνδυνος της ομάδας της προστασίας του πολίτη καραδοκούσε σε κάθε στενό όμως το ότι ήταν μαζί τους έκανε να φανεί σαν παιχνίδι.

Οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό της ήταν πολλές και ανάμεικτες. Γνώριζε ότι η πόλη άνηκε στο κράτος, άνηκε στον κυβερνήτη και εκείνος της είχε υποσχεθεί μια άλλη, πόλη, μια πόλη που θα ήταν μόνο δικιά του, και ίσως και δικιά της, μια δικιά τους πόλη. Της είχε δώσει την ελπίδα, την ελπίδα που ήταν χαμένη από καιρό: την ελπίδα της ελευθερίας. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να τον ερωτευτεί, ή μάλλον όχι, τον είχε ήδη ερωτευτεί, ήταν αρκετό για να την κάνει να τον ερωτευτεί ακόμη περισσότερο.

Ξαφνικά, ένιωσε ένα τράνταγμα. Ήταν εκείνος που της είχε κάνει νόημα να σταματήσουν.
Είχαν φτάσει σε ένα ξέφωτο. Δεν πρόλαβε να κοιτάξει γύρω της, καθώς εκείνος της έκλεισε τα μάτια. Το τοπίο πρέπει ήταν πολύ διαφορετικό εδώ, δεν πρέπει να έμοιαζε με τα τοπία που είχε συνηθίσει να βλέπει στην πόλη. Ο αέρας μύριζε διαφορετικά εδώ, ήταν πιο φρέσκος. Και η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική εκεί, είχε κάτι, κάτι το ξεχωριστό που δεν μπορούσε να προσδιορίζει. Και ένας περίεργος ήχος, τι ήταν αυτός ο ήχος; Κάποτε τον είχε ξανακούσει, κάποτε παλιά, κάποτε πριν το έρθει το νέο κράτος, πριν έρθει ο καινούριος κυβερνήτης, πριν έρθει το Νέο Σύνταγμα…

Με το ένα του χέρι να καλύπτει τα μάτια της, και με το άλλο να κρατάει σφιχτά το χέρι της και να την οδηγεί, κάνανε μερικά μικρά βήματα. Την έβαλε να κάτσει, σε κατι που έμοιαζε με…με να δεις πως το λένε…και αυτό είχε να το δει πολύ καιρό…α, ναι, παγκάκι. Παγκάκι ήταν η λέξη που έψαχνε!

Με μια απαλή κίνηση, άφησε τα μάτια της ελεύθερα το τοπίο γύρω της αποκαλύφθηκε. Και ξεπερνούσε και την παραμικρή της φαντασία. Το χρώμα του ουρανού περιείχε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου, με μια δόση από πορτοκαλί. Το κόκκινο έσπαγε το πράσινο κάποιων σκόρπιων δέντρο και στο βάθος, ω στο βάθος! Το τεράστιο, πύρινο ημικύκλιο του ήλιου έσμιγε με μια σκοτεινή μα πανέμορφη θάλασσα! Ω ναι, θάλασσα! Ώστε παφλασμός κυμάτων ήταν λοιπόν, ο ήχος που είχε ακούσει!

Εκείνη είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε, δεν μπορούσε να χωνέψει αυτή την ομορφιά! Ούτε πιο κρυφά της όνειρα δεν πίστευε ότι υπήρχε περίπτωση να ξαναντικρύσει τέτοιο τοπίο! Ήταν σίγουρη ότι αυτά τα τοπία είχαν χαθεί με τη νέα κυβέρνηση, το Νέο Σύνταγμα και το Σχέδιο Ανάπτυξης.

Κάθισαν και απόλαυσαν την μαγεία της θέας για ώρα αγκαλιασμένοι. Κάποια στιγμή, εκείνος γύρισε προς το μέρος της, και με επίσημο ύφος της είπε:

«Αυτή είναι η πόλη μου. Η δική μου πόλη. Μια πόλη που δεν μπορεί να την αγγίξει κανείς, δεν μπορεί να μου την πάρει κανείς. Το ηλιοβασίλεμα, τα δέντρα, η θάλασσα, εσύ, είναι κάτι που καμία κυβέρνηση, κανένα Νέο Σύνταγμα δεν μπορεί να μου το πάρει. Είναι δικά μου. Είναι δικά μας.Και θα είναι για πάντα.»

Εκείνη χαμογέλασε. «Μα, κι αν σε συλλάβουν;» του αντιγύρισε, με παιχνιδιάρικη διάθεση, γνωρίζοντας όμως ότι κάτι τέτοιο ήταν πολύ πιθανό στις μέρες τους, καθώς οι συλλήψεις πολιτών χωρίς προφανή λόγο ήταν καθημερινότητα.

«Και αν με συλλάβουν, τι; Τι σημασία έχει; Αυτή η πόλη θα είναι για πάντα δικιά μου και ας με συλλάβουν. Και ας τα μπαζώσουν όλα. Και ας με σκοτώσουν ακόμη. Αυτή η πόλη θα είναι για πάντα δικιά μου. Γιατί αυτή η πόλη δεν ορίζεται από γραμμές στο χάρτη και κομμάτια γης, ορίζεται από εδώ και εκεί», είπε δείχνοντας προς στο κεφάλι του και στο καρδιά του, «και ό,τι και να γίνει, τα σύνορά της δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να τα πειράξει. Είναι δικιά μου αυτή η πόλη», επανέλαβε αργά, «και θέλω να τη μοιραστώ μαζί σου».

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και κάθισαν και οι δύο στο παγκάκι. Στο τελευταίο παγκάκι.
Έμειναν έτσι, να κοιτάνε το ηλιοβασίλεμα, μέχρι που νύχτωσε. Ήξεραν και οι δύο βέβαια, ότι αυτό που έκαναν ήταν ριψοκίνδυνο, καθώς τη νύχτα οι περιπολίες αυξάνονταν, όμως δεν τους ένοιαζε πια.

Γιατί τώρα είχαν την πόλη τους. Και στην δική τους πόλη, δεν ίσχυαν οι νόμοι και οι κανόνες.

Comments