Μοντέλο του '50

Κάθε μέρα, όταν περνούσε μπροστά από την αλάνα, καθόταν και χάζευε αυτό το αμαξάκι. 
Μερικές φορές, όταν δεν βιαζόταν –σχεδόν πάντα δηλαδή- καθόταν μάλιστα στο πεζοδρόμιο κοντά  και το χάζευε με τις ώρες.  Ήταν ωραίο αμαξάκι. Μπλε κάμπριο. Τσίλικο. Ό,τι έπρεπε για τα γούστα του.  Με λίγη σκουριά -όση του έπρεπε. Μοντέλο του ’50, σαν και του λόγου του.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που φαντασιωνόταν ότι το αμαξάκι δούλευε και ήταν δικό του: κάνανε τότε λέει, βόλτες τεράστιες  πάνω σε απέραντους δρόμους. Και τρέχανε, αχ πώς τρέχανε! Όλο τρέχανε γρήγορα, λέει, τόσο που ξεπερνούσαν το επιτρεπόμενο όριο της ταχύτητας. Αλλά δεν τους ένοιαζε. Γιατί κανείς δεν μπορούσε να τους πιάσει. Ήταν ελεύθεροι.

Άλλες φορές φανταζόταν ότι το πήγαινε ήρεμα, μέσα στην πόλη και όλοι τον κοιτούσαν με θαυμασμό. Θαυμασμό και κρυφή ζήλεια, μερικές φορές. Οι άλλοι άντρες δαγκώναν τα χείλια τους από φθόνο και όλες οι κοπέλες τον γλυκοκοιτάζανε. Και αυτόν και το όμορφό του αμαξάκι.

Όταν δε τον έπαιρνε η ώρα και σουρούπωνε και έβλεπε τίποτα περίεργες φάτσες να πλησιάζουν την αλάνα, ή καμιά παρέα τύχαινε να πετάει πέτρες  στα παλιοσίδερα σπάζοντας πλάκα, εκείνος φώναζε αγριεμένα «Φύγετε! Φύγετε! Μακριά από το αμαξάκι μου!» Οι περισσότεροι της γειτονιάς τον περνούσαν για τρελό αλλά διόλου δεν τον ένοιαζε. Αυτόν ένα πράγμα μόνο τον ένοιαζε: το αμαξάκι του.

Του θύμιζε πολύ τον εαυτό του αυτό το αμαξάκι. Ούτε θυμόταν πριν πόσο καιρό το είχε πρωτοδεί στην αλάνα. Στα αζήτητα, μαζί με τα άλλα παλιοσίδερα. Σαν και του λόγου του.  Ήταν και αυτός στα αζήτητα καιρό, είναι η αλήθεια. Δεν έχει σημασία το  πώς και γιατί. Σημασία έχει μόνο ότι είχε περάσει χρόνος. Σημασία έχει, ότι είχαν περάσει χρόνια.

Πολλές φορές ευχόταν, να είχε γνωρίσει το αμαξάκι πιο παλιά, όταν ακόμη εκείνο δούλευε, όταν δούλευε και εκείνος. Ίσως τότε τα πράγματα να ήταν πολύ διαφορετικά και για τους δυό τους.

Συχνά πυκνά σκεφτόταν ότι  θα μπορούσε ίσως, να το φτιάξει και να το χρησιμοποιεί αυτός – ούτως ή άλλως τόσο καιρό δεν το είχε ζητήσει κανείς. Το σκεφτόταν και έλεγε ξανά και ξανά ότι σύντομα θα το κάνει αλλά όπως ίσχυε και για τα περισσότερα θέματα στη ζωή του, ποτέ δεν το τολμούσε. 

Μια μέρα ,η προηγούμενη των γενθελίων του ήταν, καθώς περνούσε από την αλάνα, είδε το 1950 που ήταν χαραγμένο στο πίσω μέρος του αμαξιού, δίπλα από την μάρκα και σκέφτηκε: «μωρέ λες; Γούστο θα ‘χε!»

Δεν ήταν ότι ήθελε και πολύ: ούτε αυτός ούτε το αμαξάκι είχαν παρέα, άλλωστε.
Πήγε σπίτι, έκανε μπάνιο και έβαλε τα καλά του – ένα κουστούμι που είχε απ’ όταν ήταν νέος, σκαρπίνια και γραββάτα.  Πήρε ένα μπουκάλι σαμπάνια που είχε από παλιά –για τις καλές περιστάσεις- και  με τα λιγοστά του χρήματα, αγόρασε  ένα ολοκαίνουριο σφουγγάρι , σαπούνι , λιπαντικό και γυαλόχαρτο.

Κατά τα μεσάνυχτα, ξεκίνησε για την αλάνα. Μόλις έφτασε εκεί , ούτε γεια δεν είπε στο αμαξάκι και στρώθηκε στη δουλειά: το καθάρισε, το γυάλισε, λίπανε το εσωτερικό του και το εξωτερικό του. Όταν τελείωσε τη δουλειά του, το κοίταξε για λίγη ώρα χαμογελαστός, περήφανος για το έργο του. Ύστερα έβαλε λίγη σαμπάνια σ’ένα πλαστικό ποτήρι και προσεκτικά – προσεκτικά έχυσε λίγη και στο ανοιχτό καπώ του αμαξιού.

«Χρόνια μας πολλά!» του είπε χτυπώντας ελαφρά το σασί του με το ποτήρι του.

Το επόμενο πρωί τον βρήκαν κάποιοι περαστικοί, νεκρό στο κάθισμα του οδηγού.
Κάποια επιπλοκή κατά τη διάρκεια του ύπνου του, είπαν οι γιατροί μετά την εξέταση.

Έτσι δηλαδή νομίζαν ότι ήταν: γιατί αν κοιτούσαν καλύτερα θα έβλεπαν ό,τι αυτός δεν είχε πεθάνει αλλά οδηγούσε. Οδηγούσε με το αμαξάκι του και τρέχανε, τρέχανε, αχ πώς τρέχανε!

Τρέχανε τόσο πολύ που ξεπερνούσαν το επιτρεπόμενο όριο της ταχύτητας.













Comments