O Δρομέας

Κοιτούσε εκεί. Πέρα, στο βάθος, στη στροφή. Εκεί που χανόταν, μα και συνέχιζε ο δρόμος.Το βλέμμα του απερίσπαστο, αποφασισμένο. Τίποτε δεν μπορούσε να του τραβήξει την προσοχή. Και έτρεχε. Όλο έτρεχε.

Έτρεχε γρήγορα. Έτρεχε με όλη του τη δύναμη. Κάποιοι τον βλέπαν να χάνεται γρήγορα από μπροστά τους μα κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε. Απλώς ήξεραν ότι έτρεχε.

Έτρεχε καιρό ο δρομέας. Τόσο καιρό που και ο ίδιος είχε ξεχάσει γιατί έτρεχε. Είχε ακόμη ξεχάσει το που και το πως. Απλώς έτρεχε. Μάλλον ήταν πλέον θέμα τιμής για αυτόν. Του ήταν σχεδόν αδιανόητο να παρατήσει το μόνο πράγμα που είχε κατορθώσει ποτέ στη ζωή του, κάτι για το οποίο είχε κάνει τόσο κόπο.
Και όλο έτρεχε. Έτρεχε γρήγορα, τόσο γρήγορα που κανείς δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα του. Κανείς δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Έτρεχε τόσο γρήγορα που κάποιες στιγμές το σώμα ξεπερνιόταν και η διαδρομή γινόταν πνευματική. Τότε τα όρια έπαυαν και το πνεύμα του έτρεχε πέρα από κάθε φραγμό, πέρα από κάθε φαντασία.
Και τότε ο δρομέας χαμογελούσε και συνέχιζε να τρέχει ευτυχισμένος.

Άλλες φορές όμως όταν το σώμα κουραζόταν, εκείνος σκόνταφτε ή χτυπούσε σε κάποιο σκαμπανέβασμα του δρόμου και η ψυχή πια δεν είχε δύναμη. Τότε πονούσε και επιβράδυνε πολύ.
Και δάκρυα κυλούσαν απ'τα μάτια του δρομέα και σκεφτόταν πολύ σοβαρά να τα παρατήσει.

Αλλά συνέχιζε να τρέχει. Και αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία.

Comments