Το κυνήγι του ορίζοντα

Πήγα στο νησί μετά από και εγώ δε θυμάμαι πόσα χρόνια.

Όταν έφτασα στο σπίτι, κάθισα στο πεζούλι ακριβώς απέναντι, και το χάζευα για πολλή ώρα. Τα συναισθήματα ήταν περίεργα και ανάμεικτα: σαν να είχαν αλλάξει τα πάντα και τίποτα από το τελευταίο μου καλοκαίρι εκεί. Έμεινα να κοιτάω τη βεράντα που λερωνόμασταν από τα ζουμιά των φετών από καρπούζι που καταβροχθίζαμε λαίμαργα και άγαρμπα, τα δρομάκια με τα χαλίκια που τρέχαμε, κουτροβαλώντας σχεδόν, για να φτάσουμε τη θάλασσα, πέφτωντας και κάνοντας τις πρώτες μας γνωριμίες με την αίσθηση του πόνου.

Και στο τέλος του δρόμου, η θάλασσα. Η θάλασσα, άλλοτε ήρεμη, και άλλοτε αγριεμένη, σαν την ίδια τη ζωή, και οι βουτιές που κάναμε  σε αυτή από τον μικρό κόλπο, που μετά από τόσα ταξίδια σε διαφορετικά μέρη σε άφηνε αδιάφορο, αλλά όταν ήσουν μικρός έμοιαζε με το δικό σου, προσωπικό κομμάτι του παράδεισου.

Όλα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων, οι πρώτες φιλίες, οι πρώτοι τσακωμοί, τα πρώτα παγωτά, τα πρώτα νυχτερινά μπάνια, οι πρώτες αποτυχημένες προσπάθειες για το πρώτο φιλί, πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου σαν ταινία -γεγονότα τόσο απόμακρα και τόσο κοντινά- αφήνοντάς με μια αίσθηση ότι από τότε άλλαξαν τόσο τα πάντα, όσο και τίποτα.

Ναι, περνούσα όμορφα τότε στο νησί, συνειδητοποιούσα εκ των υστέρων, αλλά όπως και κάθε παιδί που οι γονείς του το εκτόπιζαν με το ζόρι από τις παρέες και τις δραστηριότητες που είχε στην πόλη κάθε που έπιαναν οι ζέστες,τότε δεν το εκτιμούσα καθόλου. Εκτός αυτού, όπως συμβαίνει συνήθως στη ζωή, όσο όμορφο και αν είναι κάτι, αν το βλέπεις συνέχεια, μπουχτίζεις. Έτσι όταν έφτασα σε ηλικία που μου επέτρεπαν να αποφασίζω για τον εαυτό μου, δεν ξαναπάτησα.


Αλλά, όπως επίσης συμβαίνει στη ζωή, πάντα υπάρχει λόγος να επιστρέψεις σε ένα μέρος: και πολλές φορές δυστυχώς δεν είναι διόλου ευχάριστος.

Ο δικός μου λόγος άκουγε στο όνομα "θείος Γιάννης": γνωστός και ως "ο κάτοχος του θερινού μου καταφυγίου", "ο λυτρωτής των γονιών μου τον καιρό των καλοκαιρινών διακοπών". Μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα μου, μοναχικός και μόνιμος κάτοικος του νησιού που πέρασα σχεδόν όλα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων.

Ή μάλλον πρώην μόνιμος κάτοικος νησιού, και νυν μόνιμος κάτοικος παραδείσου (ή και κόλασης, ποτέ δεν ξέρει κανείς σίγουρα) μιας και ο θείος Γιάννης μας άφησε νωρίς.

Εγώ, καθότι νυν κάτοικος εξωτερικού, δεν είχα προλάβει την κηδεία, αλλά ως ελάχιστο φόρο τιμής στις αναμνήσεις μου, ωραίες και άσχημες, ως μια ελάχιστη ανταμοιβή σε εκείνον που με ανέθρεψε για το ένα τρίτο της παιδικής μου ζωής, έκλεισα εισητήρια για να παρευρίσκομαι στις 40 μέρες.

Και να 'μουν εκεί, γεμάτος πολλά και αντιφατικά συναισθήματα, να αγγίζω το μπαλκόνι της μικρής βεράντας του σπιτιού του θείου Γιάννη, σα να θέλω να βεβαιωθώ ότι δεν θα φύγει και αυτό, ότι δεν θα ανοίξει μια μαύρη τρύπα να το καταπιεί ξαφνικά, μαζί με τα ξερά χόρτα, τα δρομάκια, τον μικρό κόλπο, εξαφανίζοντας αυτό το μικρό αλλά τόσο πολύτιμο κομμάτι της ταυτότητάς μου.

Καθώς στεκόμουν λοιπόν δίπλα από το σπίτι, χαμένος στις σκέψεις μου, συνειδητοποίησα ότι ένα ζευγάρι μάτια ήταν στραμμένα πάνω μου - δεν μου πήρε παρά λίγα δευτερόλεπτα για να αναγνωρίσω τον ιδιοκτήτη τους.

Στο υψωματάκι δίπλα από το σπίτι, σαφώς μεγαλύτερη αλλά το ίδιο υπέροχη, μέσα σε ένα μακρύ μαύρο φόρεμα, στεκόταν εκείνη.

Η Αριάδνη, ήταν από εκείνες τις παρέες του τα παιδιά των πόλεων που εξορίζονται από τους γονείς τους συνηθίζουν να συνάπτουν τα καλοκαίρια προκειμένου να μην οδηγηθούν στην αυτοκτονία από την πλήξη της υπαίθρου. Παραθέριζε σε γειτονικό σπίτι μαζί με τους γονείς της, και καθώς μοιραζόμασταν κοινή μοίρα, δεν αργήσαμε να κάνουμε παρέα, παρά την διαφορά ηλικίας μας (εκείνη ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερη). Και όπως και τη δική μου, έτσι και τη δική της καλοκαιρινή ανατροφή, ανέλαβε ο θείος Γιάννης.

Όπως ήταν φυσικό επόμενο, η παρέα δεν άργησε να μετατραπεί στα πρώτα -άγνωστα τότε-σκιρτήματα της καρδιάς, και τα σκιρτήματα δεν άργησαν να μετατραπούν στον πρώτο ανεκπλήρωτο έρωτα από πλευράς μου, που αν και όχι τόσο σοβαρός (όπως συνειδητοποίησα μεγαλώνοντας) συνόδευε μέχρι και σήμερα γλυκά τις αναμνήσεις των καλοκαιριών εκείνων.

Διακόπτωντας τις σκέψεις μου, η Αριάδνη με πλησίασε αργά.

Την κοίταξα να προχωράει με χάρη, πολύ μεγαλύτερη και πολύ πιο γοητευτική πλέον, και για λίγα δευτερόλεπτα αναρωτήθηκα τί να έκανε στη ζωή της από την τελευταία φορά που την είδα, αν σπούδασε, αν έχει δουλειά, αν έχει οικογένεια, αν γνώρισε ποτέ της την ευτυχία, ύστερα σκέφτηκα τί έκανα εγώ στη ζωή μου από τότε που την είδα, αν  εγώ είμαι ευτυχισμένος, και σκεφτόμενος εμάς τους δύο μέσα στις μαύρες μας φορεσιές, έναν νεαρό άντρα και μια νεαρή γυναίκα πια, σοβαρούς και καθωσπρέπει, αναρωτήθηκα πώς περνάνε έτσι τα γαμημένα τα χρόνια.

Η Αριάδνη με κοίταξε με ένα βλέμμα που έγραφε "συλληπητήρια". Ήταν σαφές ότι είχαμε επιστρέψει και οι δύο στο νησί μετά από χρόνια για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Εκείνο το θάνατο που σφράγιζε για τα καλά την παιδική μας ηλικία.

"Γεια..." μου είπε.
"Γεια..." της απάντησα. Σταθήκαμε για λίγη ώρα αμίλητοι, με την αμηχανία που διακρίνει δυο παλιούς γνωστούς που συναντιούνται μετά από χρόνια.

Την κατάσταση έσπευσε να σώσει πρώτη εκείνη:
"Θυμάσαι όταν ήμασταν μικροί, που κυνηγούσαμε τον ορίζοντα;"

Το μυαλό μου ανέτρεξε σε κάτι που νόμιζα ξεχασμένο: ένα παιχνίδι που παίζαμε με την Αριάδνη κάθε καλοκαίρι. Ιθύνων νους ήταν ο θείος Γιάννης, ο οποίος διασκεδάζοντας με την παιδική μας αφέλεια, μας είχε "εκμυστηρευτεί" δείχνοντάς μας την απέραντη αλάνα δίπλα από το σπίτι, ότι αν τρέχαμε αρκετά γρήγορα θα μπορούσαμε να "πιάσουμε τον ορίζοντα". Και ότι τότε, κάτι φανταστικό θα συνέβαινε.

Λίγο η καλοκαιρινή βαρεμάρα, λίγο η παιδική μας αισιοδοξία και η ανάγκη που είχαμε τότε να πιστέψουμε  σε κάτι μαγικό, δεν θέλαμε και πολύ.

 Σχεδόν κάθε απόγευμα για ποιος ξέρει πόσα χρόνια, εγώ και η Αριάδνη ,πηγαίναμε στην αλάνα, και αρχίζαμε μία τρελή πιλάλα, το λεγόμενο "κυνήγι του ορίζοντα". Και κάθε που βράδιαζε, γυρίζαμε κουρασμένοι και άπραγοι, χαρίζοντας στον θειό μου άφθονο γέλιο. Παρόλο που δεν καταλαβαίναμε γιατί γελούσε, η Αριάδνη, γυναίκα των στόχων, πεισματάρα από τότε, κάθε επόμενη μέρα με έβαζε να προσπαθήσω πιο σκληρά, μπας και καταφέρουμε να υλοποιήσουμε ποτέ τον πολυπόθητο στόχο. Περιττό να σας πω ότι το τέλος κάθε μέρας, είχε ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα: πλήρης αποτυχία.


"Ξέρεις, τελικά δεν γίνεται να πιάσεις τον ορίζοντα..." με επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα η Αριάδνη, υπενθυμίζοντάς μου ότι πλέον ήμασταν δυο σοβαροί νέοι μέσα σε μαύρες φορεσιές, υποχρεώσεις και ρεαλιστικά όρια.

"Η αλήθεια είναι ότι το είχα καταλάβει ήδη από τότε", είπα εγώ.

"Και τότε; Γιατί έμπαινες σε αυτό τον κόπο;Γιατί δεχόσουν όλο αυτό το μαρτύριο;" με ρώτησε, γεμάτη απορία.

"Να, απλά μου άρεσε που τρέχαμε μαζί...", της απάντησα, αφήνοντάς τη για λίγο άφωνη.

Ύστερα κατηφορήσαμε μαζί το δρομάκι που οδηγούσε στην εκκλησία και στον τελευταίο αποχαιρετισμό του θείου Γιάννη, στον τελευταίο αποχαιρετισμό των δεσμών με την παιδική μας ηλικία.

Comments