Η νιφάδα

Σηκώθηκε, αργά και ανόρεκτα, όπως συνήθιζε άλλωστε, τόσο καιρό που πια δε θυμόταν. Έψαξε στα τυφλά τις παντόφλες της, και ύστερα, σέρνοντας τα πόδια της στο πάτωμα, ακολούθησε το πρώτο δρομολόγιο της ημέρας, με αφετηρία το δωμάτιο και τέρμα την κουζίνα (ενδιάμεση στάση στο μπάνιο, όπου άγγιξε ακόμη μία φορά τις βαθιές ρυτίδες που στιγμάτιζαν το άλλοτε άψογο πρόσωπό της  και χάιδεψε τις ασημένιες τούφες που είχαν εγκατασταθεί στα άλλοτε κατάμαυρα μαλλιά της). Ανοίγοντας τα ντουλάπια, συνειδητοποίησε, χωρίς καμία έκπληξη, ότι το μόνο που είχε ήταν καφές. "Πάλι καλά που έχω τουλάχιστον αυτό!" σκέφτηκε από μέσα της, μιας και γνώριζε καλά ότι η απόπειρα για οποιαδήποτε δραστηριότητα θα ήταν αδύνατη χωρίς τη βοήθεια αυτού του υγρού φάρμακου. Εκτός αυτού, μόνο και μόνο η προετοιμασία και η κατανάλωση του πρωινού καφέ ήταν μια δραστηριότητα που της επέτρεπε να απασχολεί λίγο το μυαλό της όσο και τον χρόνο της ημέρας της.

Αρπάζοντας ένα φλυτζάνι και το βάζο του καφέ, πλησίασε το νεροχύτη. Βάζοντας με αργές μηχανικές κινήσεις καφέ από το βάζο στο φλυτζάνι, κοίταξε έξω από το παράθυρο. Παρατήρησε τα λεωφορεία που εμφανίζονταν και χάνονταν στο δρόμο, γεμάτα ανθρώπους με κάποιο προορισμό,  και νοστάλγησε τις μέρες που και αυτή, ανέβαινε σε ένα λεωφορείο με συγκεκριμένο προορισμό. Ύστερα, πρόσεξε τους ανθρώπους που εμφανίζονταν και χάνονταν προς κάθε κατεύθυνση, δυο - δυο, τρεις - τρεις, σε μεγάλες ομάδες ή κατά μόνας. Περπατούσαν αργά, βιάζονταν, κοντοστέκονταν για να βεβαιωθούν ότι ακολουθούν τη σωστή κατεύθυνση, ή γύριζαν πίσω συνειδητοποιώντας ότι είχαν κάνει κάποιο λάθος.

Το βλέμμα της εστίασε σε ένα συγκεκριμένο είδος περαστικών: σε εκείνα τα ζευγάρια που περπατούσαν αργά, αγκαλιασμένα, σαν ο χρόνος να μην τους ένοιαζε, να μην τους επηρρέαζε. Έστρεψε το βλέμμα της αλλού - και δάκρυσε. Πήγαινε τόσος καιρός, που είχε ξεχάσει πώς ήταν η αίσθηση της αγκαλιάς, του αγγίγματος ενός άλλου ανθρώπου.

Ξαφνικά, καθώς συνέχιζε να κοιτάει το παράθυρο, αγναντεύοντας τους ανθρώπους που περνούσαν, σε οχήματα ή πεζοί, με προορισμό ή χωρίς, με παρέα ή μόνοι, χαζεύοντας τον κόσμο έξω από το παράθυρό της, μια έκφραση έκπληξης σχηματίστηκε στο πρόσωπό της: άσπρα στίγματα άρχισαν να εμφανίζονται, διαταράσσοντας το γκρίζο του ουρανού, και να πέφτουν απαλά στις κορυφές των πολυκατοικιών.

Χωρίς να το σκεφτεί, άρπαξε το φθαρμένο πανοφόρι της και άνοιξε με δύναμη την πόρτα. Η αρχική διστακτικότητά της, ξεπεράστηκε  αστραπιαία, και χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει βρέθηκε να κάνει αυτό που είχε να κάνει τόσο καιρό: να ανασαίνει λαίμαργα τον αέρα της πόλης, τον αέρα του κόσμου έξω από το σπίτι της.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε ξαναθυμηθεί τις κατάλληλες κινήσεις. Άτσαλα στην αρχή, αλλά πιο επιδέξια στη συνέχεια, άρχισε να γλιστράει μέσα στο πλήθος, ανάμεσα από περαστικούς που βάδιζαν, άλλοι αργά ή πιο γρήγορα. Άρχιζε να βαδίζει  και αυτή, περίμενοντας  λεωφορεία να περάσουν ή προσπερνότντας τα - ανάλογα την περίσταση.

Περπατούσε, στην αρχή πιο αργά, έπειτα πιο γρήγορα, σχεδόν έτρεχε. Έτρεχε και κοιτούσε πάντα προς τα πάνω: εκείνα τα άσπρα στίγματα που όλο και πολλαπλασιάζονταν, εκείνες τις χοντρές νιφάδες χιονιού που έπεφταν χορευτικά προς τη γη, την πόλη, τον δρόμο που περπατούσε.

Έτρεχε, πάντα με το βλέμμα προς τα πάνω: παρατηρούσε τις νιφάδες να χορεύουν ανέμελα, να στροβιλίζονται και ύστερα να προσγειώνονται απαλά στο στο δρόμο,  στα λεωφορεία, στους περαστικούς, στο πρόσωπό της και μετά από λίγο να χάνονται για πάντα.

Φαντάστηκε και αυτή για μια στιγμή, πως ήταν και εκείνη μια νιφάδα: κατάλευκη, ντυμένη στα χρώματα της απόλυτης αθωότητας, να ξεκινάει από τον ουράνιο κόσμο, για το αέρινο ταξίδι λίγων λεπτών, χωρίς ιδιαίτερες σκέψεις στόχους και επιλογές, μόνο για μία διαδρομή: εκείνη της απόλυτης και τόσο όμορφης πτώσης.

Φαντάστηκε την τελειότητα, την ομορφιά που θα διατηρούσε κατά τη σύντομη διάρκεια της ύπαρξής της: η γνώση ότι το τέλος θα έφτανε, θα ήταν μοναδικό και αναπόφευκτο την γέμιζε τόση ευτυχία.

Τα φανταζόταν όλα αυτά και καθώς ένιωσε το κρύο που δημιουργούταν από το χιόνι που έλιωνε στο πρόσωπό της και για πρώτη φορά, ποιος ξέρει εδώ και πόσο, χαμογέλασε.


Μπήκε ξανά στο σπίτι της, με το χαμόγελο στα χείλη, λίγο πριν σταματήσει να χιονίζει.

Μετά από κείνη την μέρα, κανείς δεν την ξαναείδε. Κανείς δεν άκουσε για αυτή.
Ήταν λες και χάθηκε για πάντα.

Σαν μια νιφάδα από χιόνι.


Comments

Post a Comment