Ανθρώπων Έργα

Εκείνη τριγυρνούσε πέρα - δώθε μέσα στο σπίτι. Άνοιγε ντουλάπες, συρτάρια, κοιτούσε κάτω από έπιπλα, σήκωνε μαξιλάρες. Αναστάτωση σκέτη.
Εγώ είχα κάτσει στον καναπέ, έτρωγα παγωτό και κοιτούσα το παράθυρο, και έξω από το παράθυρο, εκείνη την ατέλειωτη βροχή.
Δεν κοιτιόμασταν. Δεν μιλούσαμε. Και τί να πούμε άλλωστε; Ήταν σαν να είχαμε χρησιμοποιήσει όλες τις λέξεις που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν όλα αυτά τα χρόνια. Και για να ξαναμιλήσουμε, θα έπρεπε να δημιουργηθούν άλλες, καινούριες λέξεις.

Μετά από κανά μισάωρο στάθηκε στην πόρτα, φορώντας ένα παραγεμισμένο σακίδιο και κρατώντας δυο - τρεις σακούλες.
"Φεύγω" μου είπε. "Αν έχω αφήσει κάτι, πάρε τηλέφωνο, και θα έρθω κάποια άλλη στιγμή".
Την κοίταξα. Ήταν ακόμη όμορφη.
"Νομίζω ότι έχεις αφήσει κάτι στην καρδιά μου", αποκρίθηκα.
"Καλά, καλά, θα περάσω άλλη ώρα", είπε αδιάφορα και γύρισε να φύγει.
"Εντάξει", απάντησα και συνέχισα να κοιτάζω τη βροχή έξω από το παράθυρο.

Δεν ήταν εντάξει. 


Comments