Σολάκι

Η δίφυλλη πόρτα έτριξε και άνοιξε διάπλατα.

Ένα σύννεφο καπνού από τσιγάρo υψωνόταν και γέμιζε αποπνικτικά τον υποφωτισμένο χώρο.
Ο Φώτης προχώρησε προς την μπάρα όπως συνήθιζε να κάνει πριν πολλά χρόνια.
Κοίταξε γύρω του.

Μέσα στον χώρο, ροκάδες κάθε εποχής, γενιάς και ηλικίας.
Πάνω στους τοίχους φωτογραφίες από τύπους με μαλλιά, μούσια, περίεργα ρούχα. κιθάρες, μπαγκέτες. Τοποθετημένες με ευλάβεια, συνέθεταν ένα μοναδικό, ιδιαίτερο εικονοστάσιο, φόρο - τιμής στους "Αγίους της Ροκ".
Πέτσινα, αλυσίδες, τατουάζ, περίεργες γκριμάτσες, πάνω στους τοίχους και πάνω στις καρέκλες, συνέθεταν μια εικόνα από άλλη εποχή.
Ή, καλύτερα, μια εικόνα έξω από τις εποχές: μια εικόνα αναλλοίωτη στον χρόνο.

Κάθισε σε ένα σκαμπό, παρήγγειλε βότκα με 2 παγάκια και κοίταξε το σταματημένο ρολόι πάνω από το ράφι με τα ποτά.
Οι υποψίες  περί σχέσης χρόνου και μπαρ επιβεβαιωνόντουσαν.

Τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του διέκοψε ο μπάρμαν:
"Φώτη, ωραίο σολάκι ε;" 
Ο Φώτης κοίταξε τον μπάρμαν να προσποιείται ότι παίζει κιθάρα στον αέρα.
Ίδιος, όπως τότε, λες και δεν είχε περάσει δευτερόλεπτο από πάνω του. Μόνη διαφορά το εμφανές γκριζάρισμα των μακριών μαλλιών του.

Ο Φώτης σκέφτηκε το τότε:
σχολείο ακόμη, ένα - δυο χρόνια πριν τελειώσει, πηγαίνε κάθε Σάββατο με την παρέα του στο μπαρ.
Το σχολείο, τα πρώτα ακούσματα, η πρώτη αγανάκτηση ενάντια στο σύστημα, οι πρώτες συναυλίες,  η Τζένη.
Η Τζένη.
Ο Φώτης θυμήθηκε τις απεγνωσμένες προσπάθειές του να μάθει κιθάρα, για να μπορέσει να παίξει στην Τζένη, συμμαθήτριά του στο σχολείο, το"Don't Cry" που ήταν το αγαπημένο της.
Ο απολογισμός ήταν αρκετές χορδές σπασμένες, αρκετές ώρες χαμένες, και μια παρατημένη κιθάρα στην αποθήκη του σπιτιού. Κάπου 200 ευρώ χασούρα συνολικά. Χωρίς τις ώρες.
Η Τζένη τελικά τα είχε φτιάξει με τον Μάκη, έναν εξωσχολικό που είχε παπάκι. Το γεγονός αυτό τότε είχε καταστρέψει ψυχολογικά τον Φώτη για αρκετούς μήνες.
Η Τζένη.
Σκέφτηκε ότι τώρα, δεν είχε ιδέα που ήταν, αν τελικά είχε περάσει σε κάποια σχολή, αν την είχε τελειώσει, αν είχε πιάσει δουλειά, αν είχε κάνει παιδιά, αν ζούσε ή αν πέθανε.
Η Τζένη. Το σχολείο.
Αχ, η Τζένη.

"Φώτη, σολάρα ε;" ξανακούστηκε η βραχνή φωνή του μπάρμαν που σόλαρε στον αέρα εκστασιασμένος.

"Ναι, ναι, και γαμώ τα σόλο" απάντησε ο Φώτης.

Άφησε ένα πεντάευρο, έβαλε το μπουφάν του και βγήκε από το μπαρ.
Ούτως ή άλλως, πλέον δεν άκουγε ροκ.





Comments