Το σχολικό

Ο κυρ  - Αντώνης είχε μια ασημένια Μερσεντές τετράπορτη και ευρύχωρη, που χωρούσε ένα σκασμό πιτσιρίκια, στιβαγμένα παράνομα το ένα πάνω στο άλλο.
Για αυτόν  το λόγο, ο κυρ - Αντώνης τελούσε χρέη σχολικού στο νηπιαγωγείο και δημοτικό της γειτονιάς.
Ο κυρ - Αντώνης είχε και έναν αδερφό, τον κυρ - Φάνη.
Δηλαδή, μπορεί και να μην ήταν αδέρφια. Απλά είχαν και οι δυό γκρίζα μαλλιά και  παχύ μουστάκι. Και όταν είσαι μικρός, αυτά τα δύα χαρακτηριστικά έφταναν για να θεωρήσεις δυό άτομα αδέρφια.
Ή ακόμη και να νομίζεις ότι είναι το ίδιο πρόσωπο.
Και,για να πω την αλήθεια, μου πήρε αρκετό καιρό να καταλάβω ότι πρόκειται περί δύο ξεχωριστών προσώπων.

Ο κυρ - Φάνης είχε με τη σειρά του ένα βανάκι Volkswagen. Τελούσε και εκείνος χρέη σχολικού στο νηπιαγωγείο - δημοτικό, εναλλάξ με τον κυρ - Αντώνη, ελλείψει κανονικού σχολικού.
Ο κυρ - Αντώνης και ο κυρ - Φάνης διατηρούσαν μια ιδιότυπη σύμβαση με το σχολείο. Έπαιρναν πιτσιρίκια, τα διένεμαν σπίτι τους και μισθωνόντουσαν από τους γονείς τους. Το σχολείο στην όλη υπόθεση έδινε απλώς την συγκατάθεσή του.

Έτσι, κάθε μέρα, μετά το χτύπημα του τελευταίου κουδουνιού, ανάμεσα από αλαλαγμούς του τσούρμου των μαθητών που έτρεχε ωσάν κοπάδι βισώνων -ισοπεδώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του- προς την έξοδο, εγώ και άλλοι πέντε, έξι, πολλές φορές και εφτά στρίβαμε στην γωνία για να στριμωχτούμε υπομονετικά στην ασημένια Μερσεντές ή στο Volkswagen του κυρ - Αντώνη (ή του κυρ - Φάνη, ανάλογα με την μέρα).

Εκεί, στο εσωτερικό της ασημένιας Μερσεντές και του Volkswagen, ήταν που οι μεγαλύτεροι κορόιδευαν τους πιο μικρούς τρομοκρατώντας τους ότι δήθεν οι γονείς τους δεν θα τους παραλάβουν και  θα μείνουν για πάντα εκεί, εκεί αποκαλύπτονταν τα σχέδια των πιο "αλητών" για μπάλα στην παιδική χαρά το απόγευμα, εκεί ήταν που ο Φώτης ο μεγαλύτερος έτρωγε κάθε μεσημέρι το κομμάτι κέηκ που του έφτιαχνε η μητέρα του, και μοσχοβολούσε ο τόπος.

Εκεί,μέσα στο εσωτερικό του οχήματος του κυρ - Αντώνη (ή του κυρ - Φάνη), κυλούσε η ζωή μας.

Και, εκείνος, ο κυρ - Αντώνης (ή ο κυρ - Φάνης ανάλογα τη μέρα) καθόταν αμίλητος, ούτε κουβέντα δεν έλεγε,παρά μόνο κοιτούσε στο δρόμο, με μάτια του καρφωμένα στην επόμενη στροφή, προκειμένου να μην χάσει το σπίτι κάποιου μαθητή που παρέδιδε.

Εκεί,  πάνω στο κάθισμα του οδηγού, κυλούσε η δική του ζωή.



Περνώντας, τόσα χρόνια αργότερα, δίπλα από εκεί που κάποτε βρισκόταν το πλέον κατεδαφισμένο νηπιαγωγείο - δημοτικό είδα το επίσημο όχημα για αυτές τις δουλειές, ένα κίτρινο σχολικό του νέου ιδιωτικού σχολείου που δέσποζε στη θέση του.

Κοντοστάθηκα και είδα ένα παιδάκι να κατεβαίνει, ανάμεσα από τα πειράγματα, τις κοροϊδίες και τις φωνές των υπολοίπων, να αγκαλιάζει την νταντά του που το περίμενε στη γωνία, και να αρχίζει να της διηγείται με λεπτομέρειες,από την πρώτη στιγμή κιόλας που πάτησε το πόδι του στο πεζοδρόμιο, το πως πέρασε τη μέρα του στο σχολείο. 

Αμέσως, αναρωτήθηκα τι να απέγιναν ο κυρ - Αντώνης, και ο αδερφός του ο κυρ - Φάνης.

Αμέσως, αναρωτήθηκα τι θα απογίνει άραγε εκείνο το παιδάκι, σε 20 χρόνια από τώρα.



Comments