Τσιγγάνικο Βαλς

Τα όργανα έπαιζαν το γνωστή σε όλους μελωδία. Τα νταούλια βαρούσαν, τα τσέλα έτριζαν, τα ντέφια κροτάλιζαν σε έναν ξέφρενο ρυθμό.

 Όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα ...

Οι δυο τσιγγάνοι στεκόντουσαν ο ένας απέναντι από τον άλλο. Όλος ο υπόλοιπος καταυλισμός,γύρω τους, να κοιτάει με ενδιαφέρον.
Στην μέση, εκείνη. Το μήλο της έριδος. Πανέμορφη, περήφανη, μελαχρινή. Είχε ατιμάσει τον ένα από τους δύο με τον άλλο, και τώρα τα πράγματα έπρεπε να ξεκαθαριστούν.


Την κοίταξαν και οι δύο φευγαλέα και απέστρεψαν γρήγορα το βλέμμα τους.
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της.

Ο τσιγγάνος με τα μακριά μαλλιά έκανε το πρώτο βήμα. Άρχισε να περπατάει κατά μήκος της περιφέρειας του νοητού κύκλου που σχηματιζόταν στην μέση του πλήθους.
Το βλέμμα του φωτιά, καρφωμένο στον αντίπαλό του.

Και τα όργανα έπαιζαν. Όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα...

Ο άλλος αποδέχτηκε την "πρόκληση" και άρχισε να περπατάει από την αντίθετη κατεύθυνση. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, γεμίζοντας ένταση την ατμόσφαιρα. Περπατούσαν αργά, ζυγίζοντας ο ένας τον άλλο. Αποφασισμένοι, έμοιαζαν με λιοντάρια που ήταν έτοιμα να σκοτωθούν για ένα κομμάτι κρέας.
Βασιλιάδες που δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδώσουν τη λεία τους, έπρεπε να αποδείξουν στον κόσμο όλο ότι είναι κυρίαρχοι.

Και τα όργανα έπαιζαν. Όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα...

Ξάφνου ο τσιγγάνος με τα μακριά μαλλιά έβγαλε το ασημένιο του μαχαίρι με ένα γρήγορο τίναγμα του χεριού του και πήδηξε μπροστά. Πετάχτηκε στο κέντρο, έκανε μια περιστροφή σύμφωνη με  τις υποδείξεις του τσελίστα, και εκτινάχτηκε προς το μέρος του άλλου προτάσσοντας το οπλισμένο χέρι του.

Ο άλλος περίτεχνα, με δυο περιστροφές, ακολουθώντας το νταούλι, απέφυγε το χτύπημα, και έφτασε στο κέντρο του κύκλου. Έβγαλε και αυτός το μακρύ του μαχαίρι και το ανέμισε περήφανα, προκλητικά, με σχεδόν χορευτική χάρη.

Και τα όργανα έπαιζαν. Όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα...

Ο τσιγγάνος με τα μακριά μαλλιά τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο μίσος και θυμό. Χίμηξε κατά πάνω του, όπως διέταζε ο άγριος ρυθμός που έπαιζε τώρα η κιθάρα.

Και τα όργανα έπαιζαν. Όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα...

Τα μαχαίρια τους διασταυρώθηκαν, κάνοντας ένα μεταλλικό κρότο. Το πλήθος επευφημούσε. Άγρια λάμψη στο βλέμμα τους. Αν ήσουν κοντά, σίγουρα θα νόμιζες ότι άκουσες ένα βρυχηθμό να βγαίνει από τα στόματά τους.

Και τα όργανα έπαιζαν. Όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα...

Και οι τσιγγάνοι χόρευαν. Χόρευαν άγρια μα περίτεχνα.
Άκουγαν προσεκτικά την ορχήστρα, ακολουθούσαν πιστά τα βήματα του χορού του θανάτου. Περιστρεφόντουσαν, τραυματιζόντουσαν, αμυνόντουσαν. Κλαγγιές των μαχαιριών και κραυγές χαράς και πόνου μπλέκονταν αρμονικά με την μελωδία της ορχήστρας. To πλήθος παραληρούσε.

Και τα όργανα σταμάτησαν απότομα.

Και οι τσιγγάνοι είχαν σκοτωθεί μεταξύ τους. Και θα συνεχίσουν να σκοτώνονται.
 Γιατί έτσι είναι οι τσιγγάνοι. Έτσι είναι ο κόσμος.

Comments

  1. καλά, πως σου 'ρχονται τέτοια πράγματα στην κεφάλα? :)

    ReplyDelete
  2. Τα πάντα είναι προσωπικές εμπειρίες. Τα έχω ζήσει ο ίδιος. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

    ReplyDelete

Post a Comment