Αναμνήσεις

Θυμάμαι ακόμη την εποχή που ήμουν παιδί. Ξέγνοιαστα χρόνια. Σκάρωνα φανταστικούς πόλεμους με τα στρατιωτάκια μου, έφτιαχνα καράβια, σαίτες και ο,τιδήποτε μπορεί να βάλει ο νους σου από χαρτί. Μ'άρεσε πολύ το χαρτί, συνήθιζα μέχρι και να το μασουλάω.
Θυμάμαι ακόμη ότι έκανα φούσκες με σαπουνάδα και όταν έφταναν πολύ ψηλά τις έσκαγα, έπεφτε όλο το σαπούνι πάνω μου και ξεραινόμουν στα γέλια.

Μητέρα δε γνώρισα και ο πατέρας μου ήταν πολύ απασχολημένος με το να πηγαίνει από μπαρ σε μπαρ για να ασχολείται μαζί μου. Σκεφτόμουν ότι μάλλον έκανε κάποια σπουδαία δουλειά στα μπαρ και έτσι δεν με πείραζε τόσο. Δεν βαριέσαι, ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Έλειπε συχνά από το σπίτι και είχα την ευκαιρία να πηγαίνω δίπλα στου θείου μου του Αντώνη και να παίζω με την ξαδέρφη μου την Ιωάννα.

Ήμασταν αχώριστοι εγώ με την Ιωάννα. Ειδικά το καλοκαίρι. Βόλτες στην ακρογιαλιά δίπλα από το εξοχικό της, κάστρα στην άμμο, ποδήλατο στην μεγάλη αλάνα.
Ο θείος Αντώνης όταν δεν μας σάπιζε στο ξύλο για κάποια σκανταλιά μας, μας αγόραζε παγωτό, το τρώγαμε λαίμαργα και πασαλειβόμασταν ολόκληροι. Τότε πεθαίναμε στα γέλια ο ένας με τα μούτρα του άλλου.

Θυμάμαι μια φορά σε μια από τις μεγάλες μας βόλτες ένας κύριος μας πλησίασε. Μας είπε ότι ήμασταν αξιαγάπητοι και προσφέρθηκε να μας δώσει δυο πολύ ωραία γλυκά. Ξετρελαθήκαμε.
Από τότε τον βλέπαμε συχνά τον κύριο με τα ωραία γλυκά. Του άρεσε να παίζουμε διάφορα παιχνίδια. Τις περισσότερες φορές η Ιωάννα σήκωνε το βρακάκι της και αυτός μας έδινε ένα σωρό γλυκά. Άλλες πάλι κατέβαζε και αυτός το παντελόνι του και μας έδινε ακόμη περισσότερα.
Περνούσαμε ωραία, η Ιωάννα, ο κύριος και εγώ.

Και ο καιρός περνούσε. Η Ιωάννα γινόταν μια ωραία γυναίκα και εγώ συνέχιζα να την εκπορνεύω. Άλλοτε για γλυκά, άλλοτε για κοσμήματα, άλλοτε για μετρητά.

Έγινα νταβατζής. Άνοιξα και  2 - 3 κωλόμπαρα και χέστηκα στο τάληρο. Η Ιωάννα πέθανε πριν λίγα χρόνια από χρήση.

Δε βαριέσαι. Ό,τι μπορεί κανείς, κάνει.

Comments