Αγάπη μου, να πάρουμε ένα σκυλάκι;

Κοιτούσε τη βιτρίνα. Τη βιτρίνα που τα ξεκίνησε όλα.

Κάθε φορά που περνούσαν από αυτό το γαμημένο pet shop η Μαρία έκανε την ,θεσμοθετημένη πλέον, ερώτηση που θα έκανε κάθε 25χρονη γυναικεία ρομαντική ψυχή με ισχυρά φιλοζωικά αισθήματα περνώντας από ένα pet shop: "Αγάπη μου να πάρουμε ένα σκυλάκι; ".
Αυτή η ερώτηση τριβέλιζε στα αυτιά του. Μέρα νύχτα, νύχτα και μέρα. Ο Μάκης τη μισούσε. Κάθε φορά που έβλεπε την Μαρία να ετοιμάζεται να ανοίξει το στόμα της μπροστά από την βιτρίνα ήθελε όσο τίποτα άλλο να τη σπρώξει με δύναμη πάνω σε αυτή, και αφού παρακολουθίζει τη βιτρίνα θρυμματίζεται  με κάποιο κοφτερό γυαλί να ξεσκίσει τα εντόσθιά της και να τα πετάξει στο κλουβί με τα πεινασμένα ροντβάιλερ. Η' απλώς να την πετάξει στο κλουβί με τα πεινασμένα ροντβάιλερ κατευθείαν. Δεν τον πολυένοιαζε.

Κοιτούσε την βιτρίνα που τα ξεκίνησε όλα και άναψε τον αναπτήρα του.

Όχι. Δεν ήθελε ένα γαμημένο σκυλάκι. Δεν ήθελε να έχει οποιαδήποτε σχέση με οποιοδήποτε κουταβάκι, γατάκι, παπάκι, ψαράκι, ή οποιοδήποτε άλλο ζωντανό οργανισμό είχε την εκνευριστική συνήθεια να κοσμεί τη βιτρίνα του συγκεκριμένου pet shop και να καταλήγει σε -άκι. Γιατί; Δεν έχει σημασία. Απλώς δεν γούσταρε. Αυτός την Μαρία γούσταρε, με την Μαρία ήθελε να πηγαίνει βόλτα. Την Μαρία και τέρμα. Αλλά αυτή εκεί. Πείσμα. "Αγάπη μου, κοίτα πόσο γλυκούλικα είναι!", "Χιχι αξιολάτρευτα, έτσι;", "Αγάπη μου, για δες πώς σε κοιτάει αυτό με τις βούλες;" . Αγάπη μου το σκυλάκι το ένα, αγάπη μου το σκυλάκι το άλλο...Δεν ήθελε άλλο. Δεν άντεχε.

Κοιτούσε την φλεγόμενη πια βιτρίνα που τα ξεκίνησε όλα. Στα μάτια του καθρεφτιζόταν η  άγρια λάμψη των φλογών που χόρευαν μπροστά του, καταστρέφοντας σιγά σιγά το pet shop, ενώ ο ουρανός είχε γεμίσει με τα αλυχτίσματα των εγκλωβισμένων ζώων  που  είχαν φρικάρει μπροστά στο θέαμα και στο τί τα περίμενε. 
Ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο ξαναμμένο πρόσωπό του. "Πάει το σκυλάκι, πάει, πάει, ποτέ πιά" ψιθύρισε και έμεινε να κοιτάει τη φωτιά γεμάτος ικανοποίηση. "Αγάπη;"



"Αγάπη;"
"Αγάπη, ξύπνα!"

Άνοιγόκλεισε τα βλέφαρά του και έτριψε τα μάτια του. Το δωμάτιο της Μαρίας άρχισε να σχηματίζεται ξεκάθαρα μπροστά σου. Η Μαρία καθόταν πάνω στο κρεβάτι δίπλα του και του πέταξε τη φόρμα του. "Έλα, φόρεσέ τα! Θα αργήσουμε στη δουλειά! Κάνε γρήγορα και ίσως περάσουμε από το pet shop να δούμε τα σκυλάκια! Γλυκούλικα που είναι, ε; Κάποια μέρα θα πάρουμε ένα!" είπε χαμογελώντας.

Ο Μάκης μούγκρισε καθώς έβαζε το παντελόνι της φόρμας.





Comments