Ηλιοβασίλεμα

Καθόμουν ώρα εκεί, στην άκρη του μεγάλου βράχου που υψωνόταν πάνω από τη θάλασσα.

Καθώς καθόμουν και περίμενα, άναψα ένα τσιγάρο.

-Αφού δεν καπνίζεις.
-Μπορείς να σκάσεις; Άσε με τουλάχιστον να το κάνω όπως θέλω εγώ.

Τράβηξα μια βαθιά τζούρα και το βλέμμα μου στράφηκε στον ήλιο που εκείνη την ώρα, έκανε σιγά σιγά τη βουτιά του στη θάλασσα. Κοίταξα την κατακκόνινη πύρινη σφαίρα που εκείνη την ώρα, άγγιζε απαλά τα κύματα και γινόταν ένα με τον απέραντο ωκεανό χαρίζοντας του το βαθύ κόκκινο χρώμα της, αυτό το τόσο μοναδικό της δώρο. Τα δυο πιο ισχυρά της φύσης, συνδύαζαν τέλεια τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν αυτό το υπέροχο θέαμα, αυτό τον μαγευτικό πίνακα ζωγραφικής που εδώ και αιώνες τόσοι δημιουργοί έχουν αποτύχει να αποτυπώσουν στην εντέλεια.

-Ωχου, αρχίσαμε τις μαλακίες πάλι, ε;
-Να πας στο διάολο. Άσε με ήσυχο επιτέλους.



Τράβηξα μια δεύτερη τζούρα. Η θάλασσα εκείνη την μέρα δεν ήταν ούτε πολύ άγρια, ούτε πολύ ήρεμη: όπως ακριβώς έπρεπε. Έκλεισα τα μάτια μου. Άκουσα τους ρυθμικούς παφλασμούς των κυμάτων. Η μόνη μουσική που θα μπορούσε να συνοδεύσει τόσο αρμονικά αυτή την εικόνα.

-Γίνεσαι γελοίος, το ξέρεις; 
-Σκάσε.

Τρίτη τζούρα. Το μέρος αυτό ήταν εκπληκτικό ως είχε, αλλά αποκτούσε μια ιδιαίτερη σημασία, καθώς ήταν το πιο αγαπημένα της σημείο συνάντησης.

Περίμενα εκεί, για αρκετή ώρα, τόσο που πολλά από τα φανταστικά μου τσιγάρα τελείωσαν.

-Δεν θα 'ρθει ούτε και σήμερα, το ξέρεις έτσι; Δεν θα ξανάρθει ποτέ. 
-Έχεις δίκιο. Είσαι μαλάκας, αλλά έχεις δίκιο.
-Πάμε λοιπόν;
-Πάμε.


Έτσι εγώ και ο πιο λογικός μου εαυτός φύγαμε από εκείνο το μέρος της φαντασίας μου, αφού μαζέψαμε πρώτα τις γόπες.

Comments