Ο κύριος Όχι - όχι

Μια φορά και έναν καιρό, κάπου στον πλανήτη Γη, ζούσε ο κύριος Όχι - όχι.

Ο κύριος Όχι - όχι ήταν ένας πραγματικά ιδιότροπος άνθρωπος. Ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που είναι δύστροποι, δεν έχουν φίλους γιατί μισούν βαθιά όλους τους άλλους ανθρώπους, και συνηθίζουν να περνάνε όλη τους την ημέρα στα μεγάλα σκοτεινά και μοναχικά σπίτια τους. Ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που λένε σε όλα "όχι".

Για την ακρίβεια, ο κύριος Όχι - όχι είχε αναπτύξει μια μοναδική τακτική: 'ελεγε σε όλα δύο φορές "όχι", μιας και ήξερε πόσο επίμονοι μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι όταν θέλουν να κάνεις το δικό τους. 'Ετσι ο κύριος Όχι - όχι είχε εξοπλιστεί με εκείνη τη μοναδική τακτική, να λέει όχι και ξανά όχι ακόμη και όταν ο συνομιλητής του επέμενε για κάτι, και με αυτό τον τρόπο κατάφερνε να μην κάνει σε κανέναν καμία χάρη. Κατάφερνε να τον αφήνουν όλοι στην ησυχία του.

Άλλωστε το Όχι - όχι δεν ήταν το πραγματικό του όνομα: ήταν το παρατσούκλι που του είχαν βγάλει οι γείτονές του λόγω της συνήθειάς του να λέει στα πάντα δυό φορές όχι.


Μια φορά, που ο κύριος Όχι - όχι είχε πάει στο μπακάλικο να πάρει γάλα και ψωμί, γνώρισε την κυρία Θες - θες - θες.

Η κυρία Θες - θες - θες ήταν μια πραγματική ευχάριστη παρουσία, κοινωνική και φιλική με τους πάντες. Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που το σπίτι τους είναι πάντα γεμάτο με άλλους ανθρώπους, με μουσική και ζεστασιά. Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που λένε στα πάντα ναι, και απαιτούν και από τους άλλους να κάνουν το ίδιο.

Άλλωστε το Θες - θες - θες δεν ήταν το πραγματικό της όνομα, μα το παρατσούκλι που της είχαν βγάλει οι γείτονές της λόγω της συνήθειας που είχε να επιμένει μέχρι να πείσει τον άλλον να κάνει αυτό που ήθελε. Γι' αυτό το λόγο η κυρία Θες - θες - θες ρωτούσε πάντα το συνομιλητή της τρεις φορές για το οτιδήποτε, μέχρι δηλαδή ο άλλος να βαρεθεί και να της απαντήσει καταφατικά.


Η κυρία Θες - θες - θες λοιπόν, είδε τον κύριο Όχι - όχι στο μπακάλικο και της άρεσε πολύ. Έτσι τον πλησίασε και με μια τυχαία αφορμή, έπιασαν τη συζήτηση. Δεν άργησε η ώρα που η κυρία Θες - θες - θες πρότεινε κάτι στον κύριο Όχι - όχι κάτι σαν καφέ ή δείπνο. Ο κύριος Όχι - όχι όπως ήταν φυσικό απάντησε "όχι" και η κυρία Θες - θες - θες, όπως ήταν επίσης φυσικό, επέμεινε. Ο κύριος Όχι - όχι απάντησε και πάλι "όχι", και μετά από λίγο η κυρία Θες - θες - θες τον ξαναρώτησε.

Σε εκείνο το σημείο ο κύριος Όχι - όχι τα 'χασε. Δεν είχε ξανασυνατήσει ποτέ στη ζωή του άνθρωπο που να επιμείνει τόσο πολύ για κάτι, δεν είχε ξαναγνωρίσει άνθρωπο που να αντέξει τόσο μαζί του. Δεν ήξερε τι να πει, δεν είχε ιδέα πως θα αντιδράσει. Συγχυσμένος καθώς ήταν, ο κύριος Όχι - όχι απάντησε στην πρόταση της κυρίας Θες - θες - θες με ένα αδιάφορο ανασήκωμα των ώμων.

Λίγες ώρες μετά, ο κύριος Όχι - όχι δειπνούσε με την κυρία Θες - θες - θες σε κάποιο πανάκριβο εστιατόριο. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή: από τότε και έπειτα, πολλές ήταν εκείνες οι προτάσεις στις οποίες ο κύριος Όχι - όχι απαντούσε με ένα ανασήκωμα των ώμων, πολλά ήταν εκείνα τα οποία η κυρία Θες - θες - θες τον "έπειθε", ή όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος αργότερα "τον παρέσερνε χρησιμοποιώντας ύπουλα και υποχθόνια μέσα", να κάνει.


Κάπως έτσι η κυρία Θες - θες - θες μπήκε στη ζωή του κύριου Όχι - όχι, και η αλήθεια ήταν ότι αυτή άλλαξε πολύ. Πλέον ποτέ δεν έμενε μόνος στο σπίτι του, το σπίτι του δεν ήταν πια σκοτεινό και έπαψε να μισεί όλους τους ανθρώπους.

Να φανταστείτε ότι ο κύριος Όχι - όχι σταμάτησε να λέει σε όλα "όχι". Για την ακρίβεια, στην γειτονιά άρχισαν να τον φωνάζουν κύριο Ναι - ναι.

Ώσπου, μια μέρα, ο κύριος Όχι - όχι και η κυρία Θες - θες - θες τσακώθηκαν πολύ άσχημα. Ο λόγος δεν ήταν και πολύ συγκεκριμένος . Σήμερα, το μόνο που θυμάται ο κύριος Όχι - όχι είναι ότι σχετιζόταν με την "αλλαγή".  

Μετά τον τσακωμό τους, ο κύριος Όχι - όχι και η κυρία Θες - θες - θες δεν ξαναειδωθήκαν ποτέ.
Ο κύριος Όχι - όχι ήταν τόσο στενοχωρημένος που κλείστηκε στο σπίτι του για μέρες, βδομάδες, μήνες ολόκληρους. Το σπίτι του ξαναέγινε σκοτεινό και ξανάρχισε να μισεί τους ανθρώπους, όπως παλιά.

Πέρασε πολύς, πάρα πολύς καιρός, μέχρι ο κύριος Όχι - όχι να ξαναβγεί από το σπίτι του.

Εκείνη τη μέρα που ξαναβγήκε όμως, ο κύριος Όχι - όχι  περπατούσε στο δρόμο με ένα περίεργο χαμόγελο σιγουριάς. Περπατούσε στο δρόμο στητός, σίγουρος και ικανοποιημένος με τον εαυτό του. 

Στους ανθρώπους πλέον συστηνόταν ως κύριος Όχι - όχι - όχι, και ήταν πολύ χαρούμενος με την ιδέα  του αυτή. (Η ιδέα του αυτή ήταν μια πολύ έξυπνη ιδέα, έλεγε και ξανάλεγε από μέσα  του ο κύριος Όχι - όχι - όχι, μιας και θα τον προφύλασσε από μελλοντικά λάθη.)

Έτσι περπατούσε λοιπόν και συστηνόταν, ο κύριος Όχι - όχι - όχι.

Σίγουρος και  ικανοποιημένος με τον εαυτό του, μα ταυτόχρονα ελπίζοντας βαθιά μέσα του ότι δεν θα αργήσει ο καιρός που θα βρεθεί στο δρόμο του η κυρία Θες - θες - θες - θες.

Comments