Και ένα παιδί μετρούσε τ'άστρα...

Πάντα του άρεσε να μετράει τ' αστέρια που πέφτουν. Ακολουθούσε με τα μάτια του την πορεία τους από τον ουρανό ως τη γη, από την επουράνια ελευθερία μέχρι το γήινο κλουβί τους. Του άρεσαν πολύ τ'αστέρια. Και έκανε ευχές. Του άρεσε να πιστεύει ότι τα άστρα θα τις πραγματοποιήσουν. Και ότι ο πατέρας του θα βγει από την φυλακή.

Καθόταν στο λόφο κάθε βράδυ και έβλεπε τα άστρα. Άρεσαν και σ'αυτή τα άστρα. Της άρεσε να τα βλέπει να λάμπουν, σαν αστραφτερές καρφίτσες σ'ένα μεταξένιο μαύρο σεντόνι. Χανόταν μέσα τους, νοητά έφτανε κοντά τους. Ευχόταν βαθιά να τα καταφέρει να πετάξει δίπλα τους, να γλιστρήσει από το σεντόνι του ψυχιατρείου που την έπνιγε και να κοιμηθεί ήσυχα στο δικό τους σεντόνι.

Νύχτες ολόκληρες, όταν δεν είχε συννεφιά, καθόταν στο παράθυρό του. Κοιτούσε τα άστρα. Τις ατέλειωτες πηγές ενέργειες. "Τα αιώνια μάτια" όπως τα έλεγε. Ήλπιζε ότι ήταν δίαυλοι επικοινωνίας. Ανάμεσα σε χώρο, χρόνο ακόμη και ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους. Ήλπιζε ότι τα κοίταζε και εκείνη. Και ότι η σκέψη του μπορούσε να ταξιδέψει μέχρι τον παράδεισο και να μάθει πόσο του λείπει.

Κάθε μέρα  ξάπλωνε στο υγρό γρασίδι δίπλα από το ανάχωμα ανάσκελα. Έστρεφε το βλέμμα του προς τον ουρανό. Κοιτούσε και εκείνος τα αστέρια. Τα έβλεπε να τρεμοπαίζουν, να αναβοσβήνουν. Από μικρός όταν ήταν, η μητέρα του του έλεγε ότι όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, η ψυχή του δεν χάνεται, αλλά πάει στον ουρανό και γίνεται αστέρι και μας βλέπει από ψηλά. Κοιτούσε τα αστέρια και τους έλεγε συγγνώμη. Συγγνώμη που τα έστειλε εκεί και συγγνώμη που την άλλη μέρα θα έστελνε και άλλα. Τα κοιτούσε και ήλπιζε την επόμενη μέρα να μην γίνει ένα από αυτά.




Και τα αστέρια τους κοιτούσαν. Τους κοιτούσαν και τους μετρούσαν. Τους κοιτούσαν ακόμη και όταν έπεφταν. Τους κοιτούσαν και έκλαιγαν.
Γιατί ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις ευχές τους.

Comments