Όνειρα

Το πρόσωπο του Γιαννάκη ήταν αναψοκοκκινισμένο. Τα βλέμματα του Κωστάκη, της Μαρίας  ήταν καρφωμένα πάνω του. Αγωνία και δυσπιστία μπλέκονταν στα παιδικά τους πρόσωπα. Ο Γιαννάκης φούσκωσε τα μάγουλά του και ξεφύσηξε δυνατά κάνοντας το πρόσωπό του να αποκτήσει ένα χρώμα πιο βαθύ, πιο έντονο από ότι πριν. Πάλι τίποτα. Όπως και κάθε φορά.

Όλα άρχισαν ένα καλοκαιριάτικο πρωινό στην παιδική χαρά κοντά στο σχολείο όταν ο Βασίλης, ο πιο μάγκας της παιδικής, έκανε μια τεράστια τσιχλόφουσκα.
Αμέσως τα υπόλοιπα παιδιά άρχισαν να τον κοιτάνε με ειλικρινή θαυμασμό και να τον επευφημούν. Τότε ήταν που ο  Γιαννάκης ψέλλισε: "δεν έχω κάνει ποτέ μου τσιχλόφουσκα." Αυτή η δήλωση, όσο απλή και αν ακούγεται, ήταν αρκετή για να προκαλέσει την έκπληξη των παιδιών.
"Τι;" ακούστηκε ομόφωνα από τα έκπληκτα παιδιά. Σχεδόν αμέσως η έκπληξη έδωσε τη θέση της στο γνώριμο παιδικό πείραγμα. "Δεν μπορεί να κάνει τσιχλόφουσκες, δεν μπορεί να κάνει τσιχλόφουσκες!" άρχισαν να κοροϊδεύουν όλα τα άλλα παιδιά ρυθμικά.
Ο Γιαννάκης πεισματάρης καθώς ήταν, δεν ήθελε και πολύ, έτρεξε χωρίς μιλιά προς το κοντινότερο περίπτερο και μετά από λίγα δευτερόλεπτα γύρισε κρατώντας στο χέρι του ένα πακέτο τσίχλες (από αυτές για μεγάλες τσιχλόφουσκες).

Κάθησε στο παγκάκι και ξετύλιξε τις δύο πρώτες τσίχλες, χώνοντάς τις βιαστικά στο στόμα του.  Άρχισε να μασάει με μανία, με μια πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα. Θα  τα καταφέρω εγώ, θα δούνε τι αξίζω, ήταν οι μοναδικές σκέψεις που κυλούσαν στο μυαλό του.
Το θέαμα αυτό τράβηξε σχεδόν όλα τα παιδιά της παιδικής χαράς που είχαν σχηματίσει έναν μικρό κύκλο γύρω από το παγκάκι περιμένοντας εναγωνιωδώς την εξέλιξη.
Μάσημα, φούσκωμα, ξεφύσημα. Ο Γιαννάκης επαναλάμβανε την τελετουργία ξανά και ξανά, χωρίς αποτέλεσμα. Το πείσμα του και η επιμονή του όμως δεν του επέτρεπαν να το βάλει κάτω.
Κάθε πέντε λεπτά έφτυνε τις τσίχλες θεωρώντας ότι πια αυτές "είχαν χαλάσει" και έπαιρνε άλλες δύο.  Μάσημα, φούσκωμα, ξεφύσημα....και πάλι από την αρχή. Μάταια όμως.
Η μέρα κύλησε έτσι, ενώ τα παιδιά, που τα περισσότερα είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους, είχαν φύγει ή άρχισαν να επιδίδονται σε άλλα πιο ενδιαφέροντα για αυτά παιχνίδια. Όλα, εκτός από τον Κωστάκη και την Μαρία.
 Μετά από αρκετές προσπάθειες και πολλές μασημένες τσίχλες, σούρουπο πια, έφυγαν και αυτοί. Λίγες ώρες μετά, αργότερα το βράδυ, έφυγε και ο Γιαννάκης. Απογοητευμένος αλλά όχι ηττημένος. Είχε ήδη αποφασίσει ότι θα συνέχιζε την προσπάθεια μέχρι να πετύχει.

Το ίδιο βιολί συνεχιζόταν για μέρες. Ο Γιαννάκης έφτανε στην παιδική χαρά το μεσημεράκι κρατώντας πάντα ένα πακέτο τσίχλες (από αυτές για μεγάλες τσιχλόφουσκες) στα χέρια του, καθόταν στο παγκάκι και έδινε τη δική του παράσταση. Μερικά παιδιά μαζευόντουσαν γύρω του, άλλα τον αγνοούσαν. Ο δε Κωστάκης και η Μαρία πάντα εκεί, πιστοί οπαδοί.
 Ο Γιαννάκης πάντα άρπαζε 2 τσίχλες απ'το κουτί, μάσημα, φούσκωμα, ξεφύσημα...Η ίδια διαδικασία, ξανά και ξανά. Η παράσταση της ημέρας τελείωνε μόλις τελείωναν και οι τσίχλες. Πάντα ανεπιτυχώς.

Ώσπου μια μέρα,  πιο ωραία από τις άλλες, ο Γιαννάκης καθόταν στη συνηθισμένη του θέση, ιδρωμένος, φυσώντας και ξεφυσώντας. Ο Κωστάκης και η Μαρία, μοναδικοί του θεατές,  τον κοιτούσαν επίμονα ( η Μαρία με λίγη παραπάνω τρυφερότητα ίσως). Τον κοιτούσαν και περίμεναν.
Ξάφνου ο Γιαννάκης ηρέμησε, σταμάτησε να ξεφυσάει και τους κοίταξε και αυτός. Ταξίδεψε στα βλέμματά τους. Έμειναν έτσι, αμίλητοι και ακούνητοι για σχεδόν ένα λεπτό.
Και τότε ο Γιαννάκης κατάλαβε. Έφτυσε στο έδαφος τις τσίχλες του και έκλεισε τα μάτια του. Αργά αργά, έστρεψε το πρόσωπό του προς τον ουρανό και ξεφύσηξε με όλη του τη δύναμη. Οι άλλοι τον κοιτούσαν απορημένα, σα να μην καταλάβαιναν τι συνέβαινε.

Ο Γιαννάκης άνοιξε τα μάτια του, τους κοίταξε και ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. "Είδατε; σας το είπα ότι θα τα κατάφερνα!". Ο Κωστάκης τον κοίταξε με ακόμη μεγαλύτερη απορία. "Τί εννοείς; Δεν τα κατάφερες! Αφού δεν έκανες φούσκα! Δεν είδα τίποτα!".
 "Πώς δεν έκανα;" του απάντησε ο Γιαννάκης. "Έκανα και ήταν και τεράστια και λαμπερή και ροζ και....Γιούπιιιιιιιιιι! Τα κατάφεραααα! Έκανα τσιχλόφουσκαααααααα!"
 Πετάχτηκε σαν ελατήριο απ'το παγκάκι και άρχισε να τρέχει γελώντας προς την τραμπάλα. 


Ένα χρόνο αργότερα το βαποράκι που πουλούσε ναρκωτικά στα παιδιά της παιδικής χαράς συνελήφθη.


Comments

Post a Comment