Η Ελένη

Την Ελένη τη γνώρισα στο Πικέρμι που πηγαίναμε τα Σαββατοκύριακα με τους γονείς μου.

Εγώ ήμουν έξι, εκείνη δεκατριών και λόγω της έλλειψης παιδιών στη γειτονιά και της ντεμέκ φιλευσπλαχνίας που αρχίζει να αναπτύσσεται σε εκείνες τις ηλικίες στις γυναίκες, κάναμε πολύ παρέα.

Η Ελένη μόλις άρχιζε να αναπτύσσεται, εγώ μόλις άρχιζα να συνειδητοποιώ ότι τα κορίτσια δεν υπάρχουν μόνο και μόνο για να τα κοροϊδεύεις οπότε ο έρωτας ήταν αναπόφευκτος. Την ερωτεύτηκα σφόδρα λοιπόν, και μια μέρα που καθόμασταν στην αλάνα αποκαμωμένοι μετά από παιχνίδι και βλέπαμε το ηλιοβασίλεμα, γύρισα προς το μέρος της και με πολύ σοβαρό ύφος της είπα:

"Ελένη, θέλεις να με παντρευτείς;"

Εκείνη έμεινε για λίγο άφωνη, και εγώ, λες και ήθελα να μεγαλώσω την έκπληξή της, έβγαλα από την τσέπη του σορτς μου ένα καλογυαλισμένο δαχτυλίδι από τενεκεδάκι (το χαρτζιλίκι μου τότε ήταν πενιχρό και ήταν το πιο αξιοπρεπές πράγμα που μπορούσα να αγοράσω για την περίσταση).

Μετά από αυτό, η Ελένη γέλασε, με εκείνο το υπέροχο γουρούνισμά της, και εγώ για ελάχιστα δευτερόλεπτα, ήμουν σίγουρος ότι επρόκειτο για την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου.

"Πόσο χρονών είσαι;" με ρώτησε μετά από λίγο εκείνη.

"Έξι" απάντησα εγώ με υπερήφανο ύφος που δήλωνε "τώρα πάω, δημοτικό, είμαι ώριμος πια".

"Χαχαχα", απάντησε εκείνη, "είναι λίγο βιαστικό να τα λέμε αυτά σε τόσο μικρή ηλικία, έλα να μου το ζητήσεις πάλι σε 20 χρόνια. Θα σε περιμένω".

Μετά με αγκάλιασε σφιχτά και τότε ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυψα με ποιόν τρόπο μια γυναίκα μπορεί να χειροτερέψει τα πράγματα ακόμη περισσότερο μετά από μια χυλόπιτα.



(20 χρόνια και αρκετά τηλεφωνήματα μετά)




Σουρούπωνε και ΄γω μόλις είχα στρίψει στο στενό της Ηρώων Πολυτεχνείου, ψάχνοντας για το 58.
Μετά από πολλά παρακάλια και ακόμη περισσότερη επιμονή είχα μάθει πού έμενε τώρα η Ελένη μέσω της περιπτερούς της μπατζανάκισσας μιας γνωστής της μάνας μου. Δεν ήθελε και πολύ για να το πάρω απόφαση. Θα της έκανα έκπληξη. Την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής της.

Ήμουν αρκετά αγχωμένος, οπότε κοντοστάθηκα για να ξεσφίξω λίγο τη γραββάτα μου. Έπειτα κοίταξα το δεξί μου χέρι, για να βεβαιωθώ ότι κρατούσα ακόμη την ανθοδέσμη με τα κόκκινα τριαντάφυλλα (ηλίθια κίνηση που έκανα σε κάθε σημαντικό ραντεβού). Έπειτα, έβγαλα από την τσέπη μου, το μικρό κοκκάλινο κουτάκι και το άνοιξα. Κοίταξα για λίγο το αξίας τεσσάρων μηνιάτικων μονόπετρο και μετά το έκλεισα, και το ξανάβαλα σε διαφορετική τσέπη αυτή τη φορά. Ξεφύσηξα. "Ναι, είμαστε έτοιμοι, συμφώνησαμε με τον εαυτό μου".


(25 λεπτά μετά)



Είχα πεθάνει από την κούραση, γιατί βλέπεις τα τετράγωνα και τα δυόροφα στην Ηρώων Πολυτεχνείου είναι σαν αυτά του Τέξας, τεράστια. "Καλοπιάστηκε το Λενάκι", είπα από μέσα μου.

Ξαφνικά, ένας αριθμός αναστάτωσε τη σκέψη μου: στεκόμουν ακριβώς μπροστά από το 58.

Το μυαλό μου πλυμμήρισαν ευτυχισμένες σκέψεις, σκέψεις του κοινού μας μέλλοντος με την Ελένη, οι οποίες περιλάμβαναν ατέλειωτα κυνηγητά σε λειβάδια, άραγμα μπροστά από μεγάλες λίμνες, ταξίδια σε απομακρυσμένα μέρη, ένα σκασμό παιδιά, και ζωή στην ύπαιθρο. (Δεν ξέρω γιατί, αλλά από τέτοιες σκέψεις πάντοτε απουσιάζει το παθιασμένο και βρώμικο σεξ)

Ναι, λοιπόν ήταν αλήθεια. Ήμουν ελάχιστα λεπτά πριν από την πραγματοποίηση του ονείρου μου. Λίγα λεπτά πριν να αγγίξω τα αστέρια. Λίγα λεπτά πριν να νοηματοδοτήσω την μέχρι τώρα άσκοπη ζωή μου. Λίγα λεπτά πριν...

Τις σκέψεις μου διέκοψε απότομα το τρίξιμο της πόρτας του αριθμού 58 το οποίο ακολούθησε η Ελένη, 20 χρόνια μεγαλύτερη, ένας ψηλός μελαχροινός αχώνευτος τύπος και δύο κουτσούβελα που κουτρουβαλούσαν από πίσω.

Για να καταστρέψει ολοσχερώς τις όποιες ελπίδες μου για "μία απλή οικογενειακή επίσκεψη ενός φίλου και των παιδιών του - δεν τρέχει τίποτα", ο αχώνευτος τύπος έσφιξε την Ελένη με τα καλογυμνασμένα μπράτσα του και τη φίλησε παθιασμένα στο πλατύσκαλο για δύο ολόκληρα λεπτά.

Εγώ είχα μείνει μαλάκας καθ'όλη την διάρκεια του φιλιού και συνήλθα μόνο όταν η Ελένη, ο άντρας της και τα σκατόπαιδά τους μπήκαν στην κόκκινη Φερράρι τους και απομακρύνθηκαν μαρσάροντας από το σπίτι και από τη ζωή μου.

Με δάκρυα στα μάτια, πέταξα την ανθοδέσμη και το μονόπετρο σε ένα κάδο πιο δίπλα (μαλακία που θα συνειδητοποιούσα λίγες ώρες αργότερα).

"Παντρεμένη με δυό παιδιά. Ήταν που θα με περίμενες. Πουτάνα." μονολόγησα.

Ύστερα, γύρισα από την άλλη μεριά και πήρα τον μακρύ δρόμο του γυρισμού.

Comments

Post a Comment