Η Μαρία



"Πρέπει να κάνουμε τα πράγματα απλά αλλά όχι απλούστερα απ'ότι είναι", δηλώνει  ο Ντίμης Μπουρδέλογλου στο <εισάγετε όνομα  γνωστού κουτσομπολίστικου περιοδικού> . 

"Πφφφ, έχω βαρεθεί πια να βλέπω τσιτάτα διάσημων προσωπικοτήτων να περνιώνται ως πνευματική ιδιοκτησία τυχαίων τηλεμαϊντανών" είπα καθώς άφηνα το κουτσομπολίστικο περιοδικό <εισάγετε όνομα  γνωστού κουτσομπολίστικου περιοδικού> στο τραπέζι.

Ύστερα ρούφηξα μια τελευταία τζούρα από το τσιγάρο μου και έσβησα την γόπα στο τασάκι. Ήταν το 10ο τσιγάρο που κάπνιζα μέσα στις 2 τελευταίες ώρες.

"Πρέπει να κόψω το κάπνισμα ή να σταματήσω να σκέφτομαι την Μαρία" σκέφτηκα, αν και ήξερα πολύ καλά πως το πρώτο ήταν αδύνατο χωρίς το δεύτερο.

Η Μαρία ήταν ένα θεϊκό πλάσμα (ή τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν εμένα) το οποίο εντοπιζόταν κυρίως στα γραφεία του δευτέρου ορόφου της εταιρίας που δούλευα εκείνη την περίοδο.
Μάτια λαμπερά, χαμόγελο απαστράπτον, μαλλιά μεταξένια και ένας κώλος κόλαση.
Δεν είχα ιδέα γιατί και πώς η Μαρία βρισκόταν στην εταιρία μου, γιατί αφενός αυτό που έκανα το 99% των ωρών που περνούσα εκεί μέσα ήταν να δουλεύω και αφετέρου δεν με ενδιέφερε καθόλου.

Το μόνο που θυμόμουν ήταν ότι μια φορά μετέφερε κάτι χαρτιά, παραπάτησε και τα χαρτιά της πέσανε. Ύστερα η Μαρία έσκυψε να τα πιάσει (κανείς δεν την βοήθησε - μετά κατάλαβα γιατί) και το κοντό φουστάνι που φορούσε αποκάλυψε ελαφρώς μία κωλάρα από άλλον πλανήτη (να γιατί) και λίγο -επαρκώς πρόστυχο- στρινγκάκι. Η μοίρα με ήθελε να βρίσκομαι λίγα βήματα από πίσω, και η Μαρία αφού μάζεψε όλη την χαρτούρα, σηκώθηκε, τίναξε τα μαλλιά της με περίσσια χάρη, και γυρίζοντας μου έριξε ένα χαμόγελο βγαλμένο από κλασσική διαφήμιση Colgate. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι είμαι ερωτευμένος.

Έκτοτε όταν βλεπόμασταν στην επιχείρηση ανταλλάζαμε ένα "γεια" (το δικό της συνοδευόταν με ένα λαμπερό χαμόγελο, το δικό μου με ελαφρύ στάξιμο σάλιου και στύση ολίγων δευτερολέπτων) και πάντοτε, μα πάντοτε, επανέφερα την σχεδόν θεία εκείνη στιγμή στο μυαλό μου.

Άλλη κουβέντα δεν είχαμε ανταλλάξει, πέραν των αυστηρώς τυπικών. Αυτό όμως δεν με εμπόδιζε να σκέφτομαι την Μαρία σχεδόν 24 ώρες το 24ωρο (παρεμβαλλόντουσαν κάποια εκνευριστικά διαλλείματα σε σχέση με θέματα επιβίωσης όπως "τί θα φάω", "τί θα πιώ", "πού θα χέσω") και να καπνίζω. Και κάπνιζα σαν πούστης, ο πούστης.

Περνούσα ώρες ολόκληρες έτσι, σκεπτόμενος την Μαρία και καπνίζοντας.
Όταν ήμουν σπίτι δε, έβαζα την κατάλληλη ερωτιάρικη μουσική  και στο τέλος τραβούσα και  καμιά μαλακία για πάρτη της κλείνοντας όμορφα τον κύκλο της ημέρας

Όμως εκείνη την ημέρα ήταν διαφορετικά. Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο. Η σκέψη της μου πίεζε το κεφάλι, το μυαλό μου ήταν έτοιμο να εκραγεί. Κανένα τσιγάρο δεν με βοηθούσε, όσες φορές και να την έπαιζα δεν μπορούσα να ξεχαστώ, η νόησή μου ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένη σε αυτό το πλάσμα, το αγγελικά πλασμένο.

"Αυτό ήταν! Δεν πάει άλλο! Θα πάω να της μιλήσω! Τώρα! Θα της πώ τα πάντα: τί νιώθω γιαυτή, τι ξυπνάει μέσα μου, πόσο την σκέφτομαι, τα πάντα!" φώναξα χτυπώντας με δύναμη το χέρι μου στο <εισάγετε όνομα  γνωστού κουτσομπολίστικου περιοδικού>.



"Καλά! Ίσως παραλείψω το κομμάτι με την μαλακία!" πρόσθεσα.


Κοίταξα το ρολόι του σαλονιού. Η ώρα ήταν τρεις το πρωί. Προς στιγμήν δίσταξα λόγω του αργοπορημένου της ώρας, όμως δεν άντεχα άλλο. Έπρεπε να το κάνω. Και σήμερα μάλιστα.

"Θα πάρω το αμάξι, θα οδηγήσω μέχρι το σπίτι της και θα της φωνάξω να μου ανοίξει" σκέφτηκα καθώς ντυνόμουν.

Προς απάντηση σε τυχούσα απορία αναγνώστη, η Μαρία δεν ήξερε σχεδόν τίποτε για μένα, όμως εγώ ήξερα τα πάντα για αυτήν. Τα πάντα. Με κάθε λεπτομέρεια. Από το τί μάρκα μακαρόνια προτιμούσε (Barilla no 6 αν δεν με απατούσε η μνήμη μου) μέχρι και το πού έμενε. Ήταν σχεδόν άρρωστο. Μα τί λέω, όχι σχεδόν,  ήταν άρρωστο.

" Ύστερα θ' ανεβώ σπίτι της και θα της πω ότι πρέπει να με ακούσει για λίγο. Μόνο για τρία λεπτά, και ότι αυτά που έχω να της πω είναι σημαντικά." σκέφτηκα καθώς κλείδωνα την πόρτα πίσω μου.


"Κι αν δεν μου ανοίγει;"
"Θα απειλήσω ότι θα φωνάζω μέχρι να σηκωθεί όλη η γειτονιά στο πόδι" αποφάσισα καθώς κατέβαινα τις σκάλες (κάτι τέτοιες στιγμές είμαι τόσο αγχωμένος που η ύπαρξη του ασανσέρ μου διαφεύγει).


"Κι αν δεν τη συγκινήσει αυτό και δεν ανοίξει;
"Το σπίτι της Μαρίας είναι διώροφη μονοκατοικία, και το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου είναι σχετικά χαμηλό. Δίπλα έχει ένα ξύλινο κατασκεύασμα από αυτά τα διακοσμητικά για τα αναριχώμενα φυτά. Θα σκαρφαλώσω σε αυτό και θα πηδήξω στο μπαλκόνι. Ύστερα θα χτυπήσω το τζάμι της μπαλκονόπορτας και αν δεν μου ανοίξει θα το σπάσω με μια πέτρα, από αυτές που έχει στις μεγάλες γλάστρες της", είπα καθώς προσπαθούσα να θυμηθώ πού ακριβώς είχα παρκάρει το μεσημέρι.

"Κι αν με απειλήσει ότι θα φωνάξει την αστυνομία;"
"Θα προσπαθήσω να τη καθησυχάσω, και θα της πω ότι απλά είμαι ένας ερωτευμένος που δεν μπορεί να τη βγάλει από το μυαλό του"
, σκέφτηκα καθώς έβαζα μπρος το αμάξι.



"Κι αν δεν την πτοήσει αυτό και πάρει το 100;"
"Θα μπορούσα να μπω στο σπίτι με τη βία και να την αρπάξω...Αλλά όχι, όχι, δεν πρέπει να γίνω επιθετικός. 


Θα φύγω αλλά θα ξαναεπιστρέψω με μια ανθοδέσμη, δυό κιθάρες και μια καντάδα που λέει τί ακριβώς αισθάνομαι γι' αυτήν. Ναι, αποκλείεται να μην πέσει με αυτό" σκέφτηκα καθώς έφτανα, πλέον, στην μονοκατοικία της Μαρίας.

"Το σχέδιό μου είναι σχεδόν τέλειο", αποφάνθηκα.
Χαμογέλασα ικανοποιημένος, κλείδωσα το αμάξι και πλησίασα το σπίτι του έρωτά μου.

Τα φώτα του σπιτιού ήταν αναμμένα. "Ωραία, δεν θα μπορεί να χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία το ότι κοιμάται..."



"Και τώρα, ήρθε η ώρα της κρίσης".


Ξεφύσηξα.



"ΜΑΡΙΑ! ΜΑΡΙΑ! ΑΝΟΙΞΕ ΜΟΥ! ΜΑΡΙΑΑΑΑΑΑΑΑ!"  φώναξα τόσο δυνατά, που σίγουρα όλες οι Μαρίες σε ακτίνα τριών οικοδομικών τετραγώνων είχαν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες των σπιτιών τους. Ή είχαν καλέσει την αστυνομία.

Ξαφνικά, ο άγγελος με μορφή ανθρώπου ξεπρόβαλλε στο μπαλκόνι.

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.  Ήμουν έτοιμος για τα πάντα. Για αρνήσεις, για απειλές, για βρισίδια, για την αστυνομία. Ένιωθα δυνατός. Μπορούσα να αντιμετωπίσω τα πάντα. Θα προσπαθούσα ξανά και ξανά, και στο τέλος η Μαρία θα γινόταν δικιά μου.

Το θεϊκό πλάσμα, έτριψε τα μάτια του νυσταγμένα και κοίταξε προς το μέρος μου.

"Ποιός είσαι; Και γιατί φωνάζεις;" ακούστηκε η φωνή της Μαρίας, σαν ψαλμός χιλίων Χερουβείμ.

"Μαρία...Ο Χρήστος είμαι, από τη δουλειά. Άνοιξε, πρέπει να μιλήσουμε..." της είπα, έτοιμος για όλα.

Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής.

"Πέρνα μέσα...σου ανοίγω" είπε σιγά.


Πανικοβλήθηκα. Περίμενα τα πάντα, αλλα όχι αυτό. Να μου ανοίξει;  Αυτό όχι, ποτέ!

Άρχισα να τρέχω σαστισμένος μακριά από την Μαρία, μακριά από το σπίτι της....

"Γιατί αυτό; Γιατί Θέε μου σε μένα; Στις ταινίες ποτέ δεν γίνεται έτσι!" παραπονέθηκα καθώς έτρεχα με όλη μου τη δύναμη.






Comments

  1. Το μυαλό μας πάει πάντα σε όλα τα άλλα εκτός απο αυτό που ίσως συμβεί.
    Κάνω το ίδιο.
    Κακό πράμα.

    ReplyDelete

Post a Comment