Ο ιππότης και η πριγκήπισσα

Ο εκτυφλωτικός ήλιος έπεφτε πάνω στα γκρίζα του μαλλιά, κάνοντάς τα να μοιάζουν ασημένια. Η τενεκεδένια πανοπλία του, γεμάτη σκουριά και μπαλώματα, μνημείο μιας άλλης εποχής, δοξασμένης, μιας πανοπλίας στιβαρής και αστραφτερής, έφεγγε θαμπά. Το βλέμμα του, γεμάτο αποφασιστικότητα. Το μακρύ, καμπυλωτό μουστάκι του, έδινε στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, μια έκφραση τόσο τρομακτική, όσο και γελοία. Το πλατύ , τσακισμένο του κοντάρι, έσκιζε με πείσμα τον αέρα. Και καλπασμός. Δυνατός καλπασμός. Από το ψωριάρικο, μα πιστό άλογό του.


Ο Δον Κιχώτης κάλπαζε, ακόμη μια φορά, προς τους ανεμόμυλους. Ή τουλάχιστον σε ό,τι είχε απομείνει απο αυτούς. Μόνος αυτή τη φορά. Χωρίς τον Σάντσο Πάντσα. Κάλπαζε, γνωρίζοντας, ότι η Δουλτσινέα δεν ήταν πια εκεί για να τον δει. Και ότι, ακόμη και αν ήταν εκεί, ίσως και να 'χε τυφλωθεί από τα χρόνια. Κάλπαζε,έχοντας μάθει πια, ότι το να καλπάζεις προς τους ανεμόμυλους δεν έχει, τελικά, κανένα νόημα.

Όμως ήξερε ότι ήταν ο Δον Κιχώτης. Και ότι αυτό που έπρεπε να κάνει είναι να καλπάζει προς τους ανεμόμυλους. Ξανά και ξανά. Για όσο χρειαστεί.

Comments

  1. Παραφράζοντας την τελευταία φράση:

    Όμως ήξερε ότι ήταν νεοέλληνας. Και ότι αυτό που έπρεπε να κάνει είναι να ψηφίζει τους ίδιους. Ξανά και ξανά. Για όσο χρειαστεί.

    Ας σκοτώσουμε τον Δον Κιχώτη μέσα μας και τις αντανακλαστικές μας αντιδράσεις αυτήν την χρονιά.

    Τι; όχι; Καλά.

    ReplyDelete
  2. Μ'αρέσει η παράφραση. Και η προτροπή.

    ReplyDelete

Post a Comment