Όλα κυλάνε ρολόι

"Τικ τακ, τικ τακ...

ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝ!"

Πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι του.

Πάντα τον εκνεύριζε αυτός ο ήχος. Ο ήχος που σήμαινε το τέλος των ονείρων, το ξύπνημα. Ο ήχος που όριζε το απότομο πέρασμα από τον φανταστικό κόσμο στην σκληρή πραγματικότητα. Ο ήχος του ρολογιού.

"Τικ, τακ, τικ τακ..."

Σηκώθηκε και με βαριεστημένα αργά βήματα έφτασε μέχρι το μπάνιο, για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του.

Ανέκαθεν τα μισούσε τα ρολόγια. Τα θεωρούσε αποκλειστικούς υπεύθυνους για την ύπαρξη του χρόνου, για τη φθορά που αυτός επιφέρει.


"Τικ, τακ, τικ, τακ..."

Το νερό άρχισε να τσιτσιρίζει καθώς τοποθέτησε το μπρίκι στο καυτό μάτι της κουζίνας.

Ποτέ του δεν τον γούσταρε το χρόνο. Δεν τον πήγαινε καθόλου. Κατηγορούσε το χρόνο για τα πάντα. "Χρόνος" έλεγε και από μέσα του και απ'έξω του, "δεν είναι τίποτα άλλο παρά η απώλεια των στιγμών. Πάντα, όταν ζεις μια όμορφη στιγμή, έρχεται ο χρόνος και στην παίρνει μακριά". Και ποιός τον άλλος τον ορίζει το χρόνο, πέρα από τα ρολόγια;"


"Τικ, τακ, τικ, τακ..."


Δυσκολεύτηκε λίγο αλλά τελικά τα κατάφερε να το κουμπώσει το τζιν του. Τελευταία είχε πάρει 2 - 3 κιλά, αλλά δεν του περίσσευαν και πολλά για να πάρει καινούρια τζιν, οπότε με μια - δυο πατέντες την βόλευε ακόμη με τα παλιά. Ο χρόνος έφταιγε και εκεί.

"Μάλιστα, γιατί αν ο χρόνος δεν κυλούσε, ούτε ο Φ.Π.Α θα αυξανόταν, ούτε οι μισθοί θα μειώνονταν, ούτε πελάτες θα έχανα, ούτε θα πάχαινα. Γιατί ο χρόνος εκτός των άλλων φέρνει και στεναχώριες, και οι στεναχώριες φαΐ".


"Τικ τακ, τικ τακ..."

Η πόρτα έκλεισε απότομα πίσω του και βγήκε στο δρόμο. Περπατούσε βιαστικά, συνήθως άνοιγε το μαγαζί 9.00 ακριβώς, και τώρα ήταν 9.05. Καθώς περπατούσε, κοιτούσε τους περαστικούς να τον προσπερνάνε και να εξαφανίζονται μια στιγμή μετά, προς κάθε κατεύθυνση. Και αυτοί βιαστικοί. Βιαζόντουσαν να προλάβουν κάποιο ωράριο, κάποιο ρολόι. Κάποιος, στην προσπάθειά του να προλάβει κάτι, τον έσπρωξε και συνέχισε χωρίς ούτε ένα συγγνώμη.

"Γαμωρολόγια! Αν δεν υπήρχαν κανείς δεν θα έπαιρνε χαμπάρι ότι έχω αργήσει, κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι όλοι αυτοί εδώ έξω έχουν αργήσει. Όλοι θα ήταν πιο ήρεμοι, πιο ευγενικοί. Η πόλη ολόκληρη θα είχε πιο ανθρώπινο χαρακτήρα. Ο καθένας θα έκανε κάτι όταν και όποτε το είχε ανάγκη, και όχι όποτε το όριζε ένα αυθαίρετο σύστημα".


"Τικ,τακ, τικ, τακ..."

Μπροστά του ένα ζευγάρι. Περπατούσαν σφιχταγκαλιασμένοι, αργά, με το πάσο τους. Μέσα του κάτι ταρακουνήθηκε. Αυτοί φαινόντουσαν να αψηφούν το χρόνο, να αγνοούν την ύπαρξη των ρολογιών. Κάποτε ήταν και αυτός έτσι. Ναι, υπήρχε ,θυμήθηκε, μια τέτοια περίοδος που ζούσε εκτός χρόνου, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Τελικά όμως,ο χρόνος αποδείχτηκε πιο ύπουλος εχθρός απ'όσο νόμιζε, τον νίκησε και οι όμορφες στιγμές εκείνες περάσαν ανεπιστρεπτί. Εκείνη πέθανε και εκείνος έμεινε μόνος του στην μάχη ενάντια τον χρόνο.

"Τικ τακ, τικ, τακ..."

9.20 ήταν έξω από το μαγαζί. Ούτε ψυχή να περιμένει. Το ήξερε ότι δεν είχε νόημα να είναι τόσο ακριβής με το ωράριο, ποτέ δεν είχε πατήσει πελάτης στο μαγαζί πριν τις 10, όμως το ρολόι του ήταν πάντα πολύ αυστηρό και τον εξανάγκαζε να βιάζεται. Έψαξε στις τσέπες του παλτού του για τα κλειδιά του.

Η πόρτα άφησε έναν παραπονεμένο αργόσυρτο ήχο καθώς άνοιγε. Πριν μπει μέσα, κοίταξε την σκονισμένη ταμπέλα του μαγαζιού του. Ωρολογοποιείον ο Κώστας.

"Θέλει οπωσδήποτε καθάρισμα", σκέφτηκε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του.

"Τικ τακ, τικ τακ, τικ, τακ..."

Comments

Post a Comment