Προσευχή

Ο Αχμέτ κοίταξε τον ουρανό. Ο ήλιος βρισκόταν λίγο πιο κάτω από την πιο ψηλή του θέση.
Ήταν, το δίχως άλλο, η ώρα της δεύτερης προσευχής της ημέρας.

Κοίταξε γύρω του για κάποιου είδους χαλάκι, ή έστω μια πετσέτα, ένα κομμάτι σεντονιού, φλοκάτης ή και καμιά κατσιασμένη κουβέρτα, οτιδήποτε πάνω στο οποίο θα μπορούσε να γονατίσει για να προσευχηθεί τέλος πάντων, μα μάταια.

Υπήρχαν πάρα πολλά και κάθε λογής σκουπίδια στον σκουπιδότοπο που διέμενε τους τελευταίους 3 μήνες, μα τίποτε εκεί κοντά δεν μπορούσε να το χρησιμέψει για αυτό που το ήθελε. Και ό,τι θα μπορούσε ενδεχομένως να του φανεί χρήσιμο, το χρησιμοποιούσε ως σκέπασμα κάποιος από τους 150 άστεγους και μετανάστες που κοιμόντουσαν εκείνη την ώρα στον χώρο. Δεν τους αδικούσε. Ο χειμώνας ήταν πολύ τσουχτερός. 


"Δε βαριέσαι", είπε από μέσα του ο Αχμέτ.

"Εδώ πιστεύουν σε άλλο θεό. Και είμαι τόσο μακριά από την πατρίδα, που ο Αλλάχ δεν θα μπορούσε να με ακούσει.

Μα και να  με άκουγε, απ΄ ότι φαίνεται λείπω τόσο καιρό, που με έχει ξεχάσει τελείως...", είπε.

Comments