Μπιλ και Γουίλ

Από τη στιγμή που γεννήθηκε, ο γιος του ήταν η μόνη έγνοια του αγρότη Μπιλ Γουέμπον.

Πάντοτε έκανε τα πάντα για να μην του λείπει τίποτα. Φρόντισε δε από μικρό να τον μυήσει στις "χαρές" της αγροτικής ζωής. Έτσι από τα οκτώ του σχεδόν, ο μικρός Γουίλ έμαθε να ταίζει τις κότες, να οργώνει το χωράφι και να πηγαίνει τα γελάδια να βοσκήσουν. 

Κάθε μέσημέρι, όταν ο Μπιλ Γουέμπον συναντούσε τον γιο του στα κτήματα τον ρωτούσε "Πώς είσαι Γουίλ;" και εκείνος του απαντούσε "Καλά πατέρα! Τάισα τις κότες, όργωσα το χωράφι, και πήγα τα γελάδια να βοσκήσουν!" τελειώνοντας πάντα την πρότασή του με ένα τεράστιο χαμόγελο.

Έτσι περνούσε ο καιρός στο κτήμα του Μπιλ Γουέμπον, και ο γιος του ο Γουίλ, μεγάλωνε και γινόταν ένα γεροδεμένο παλικάρι.
Κάθε μέρα που περνούσε, ο Μπιλ πάντα φρόντιζε να ρωτάει το γιο του "Πώς είσαι Γουίλ;" και 'κείνος απαντούσε "Καλά, πατέρα! Τάισα τις κότες, όργωσα το χωράφι, και πήγα τα γελάδια να βοσκήσουν!" τελειώνοντας πάντα, μα πάντα, την πρότασή του με ένα τεράστιο χαμόγελο.

Και έτσι περνούσε ο καιρός...


Ώσπου ένα μεσημέρι, ο Μπιλ Γουέμπον είδε τον γιο του να είναι κάπως πιο σκυθρωπός απ' ότι συνήθως. Και έτσι τον ρώτησε: "Πώς είσαι Γουίλ;"
Και εκείνος του απάντησε: "Δεν είμαι καλά πατέρα."
"Γιατί παιδί μου;" ρώτησε, φανερά ανήσυχος ο Μπιλ. 

"Να, αυτό που  κάνω εδώ και 20 χρόνια είναι να ταΐζω τις κότες, να οργώνω το χωράφι, και να πηγαίνω τα γελάδια να βοσκήσουν..." είπε, εκείνη τη φορά χωρίς να χαμογελάσει.

Comments