Για Εμάς

"Τί σκέφτεσαι;"
"Τίποτα".

Ο Κ. απογοητεύτηκε από την απάντηση που μόλις είχε πάρει. Περπάτησε λίγο πιό κάτω.

"Εσύ τί σκέφτεσαι;", ρώτησε κάποιον άλλο.
"Τίποτα".

Ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση. Μα είχε πεισμώσει. Δεν θα τα παρατούσε έτσι εύκολα.  Συνάντησε ακόμη έναν περαστικό και επανέλαβε την ερώτησή του. Η απάντηση που πήρε ήταν η αναμενόμενη: "τίποτα".

Λίγη ώρα μετά, ο Κ. ένιωθε εξαντλημένος,  απογοητευμένος, έτοιμος να τα παρατήσει. Είχε ρωτήσει τόσο κόσμο και κανείς δεν σκεφτόταν τίποτα! "Τίποτα!" αναφωνούσε μόνος του. Αυτή η λέξη τον εξόργιζε, τώρα περισσότερο από ποτέ. "Τίποτα! Πώς γίνεται να μην σκέφτεται κανείς τίποτα;"

Ήταν έτοιμος να πάρει το δρόμο του γυρισμού, όταν τυχαία είδε μια κοπέλα να κάθεται μόνη σ'ένα παγκάκι στην πλατεία. Κάτι πάνω της του τράβηξε την προσοχή, κάτι που ποτέ του δεν κατάλαβε τι  ακριβώς ήταν, να 'ταν τα μαλλιά της, να 'ταν ο τρόπος που καθόταν, να 'ταν το  ανήσυχο βλέμμα της... Αφού την χάζεψε για λίγη ώρα, αποφάσισε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια πριν πάει σπίτι.

"Συγγνώμη, να σε ρωτήσω κάτι;", της είπε πλησιάζοντας προς το μέρος της.
Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της, και τον κοίταξε από πάνω ως κάτω.
"Μάλιστα".
"Μήπως μπορείς να μου πεις τί σκέφτεσαι;".
"Εμάς" του απάντησε εκείνη αμέσως. Η απάντηση τον αιφνιδίασε. "Εμάς;" επανέλαβε στο μυαλό του.

"Μα πώς γίνεται αυτό;", τη ρώτησε μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. Και συνέχισε:
"Πώς γίνεται να σκέφτεσαι εμάς; Θέλω να πω υπάρχει το  'εμείς' για να το σκέφτεσαι;"

"Όχι, έχεις δίκιο, δεν υπάρχει. Μα αν δεν το σκεφτεί κάποιος, πώς γίνεται να υπάρξει, πώς μπορούμε να υπάρξουμε 'εμείς';" του απάντησε εκείνη, αποστομώνοντάς τον.


Ο Κ. έμεινε να την κοιτάει αμίλητος. Εκείνη, μετά από λίγο, άρχισε να περπατάει αργά, σαν να ήθελε να την ακολουθήσει.

Εκείνος, υπάκουσε αμέσως, και την ακολούθησε σα μεθυσμένος. Στη διαδρομή, του γεννήθηκαν πολλά ερωτήματα: Γιατί ακολουθούσε μία άγνωστη; Πού πηγαίναν;  Γιατί πήγαιναν εκεί;
Ήθελε απαντήσεις για όλα αυτά, αλλά δε ρώτησε τίποτα, παρά μόνο ακολουθούσε το περπάτημα της παράξενης ξένης. Στο κάτω κάτω, ήταν και η μόνη που του είχε απαντήσει.

Μετά από λίγη ώρα, που στον Κ. φάνηκαν μέρες, μήνες, ίσως και χρόνια, έφτασαν σε ένα δάσος. Περπατώντας μέσα στο δάσος, βρήκαν ένα ξέφωτο που κοντά του βρισκόταν ένα τεράστιο βουνό. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, η γυναίκα σταμάτησε και πρότεινε το χέρι της, δείχνοντας στον Κ. αυτό που από απόσταση έμοιαζε με είσοδο σπηλιάς.

Ο Κ. προπορεύτηκε πλησιάζοντας τη σπηλιά. Η γυναίκα τον ακολούθησε.

Αυτό που είδε ο Κ. τον έκανε να μείνει με το στόμα ανοιχτό: Το άνοιγμα του βουνού κατέληγε σε μια αχανή σπηλιά. Στα τοιχώματά της σπηλιάς υπήρχαν παντού μικρές τρύπες που υποδήλωναν την ύπαρξη κατοικιών. Στο πιο χαμηλό της σημείο, σ' ένα πλάτωμα, έκαιγε μια τεράστια φωτιά, και γύρω της υπήρχαν άνθρωποι, χιλιάδες άνθρωποι. Άνθρωποι χαρούμενοι,άνθρωποι που συζητούσαν,  γελούσαν,  φώναζαν, ερωτευόντουσαν. Άνθρωποι που ζούσαν.

Ο Κ. έστρεψε το πρόσωπό του προς τη γυναίκα, μ'ένα βλέμμα που δήλωνε απορία μπερδεμένη με θαυμασμό.

"Καλωσήρθες στην Ουτοπία" του είπε εκείνη με μια ελαφριά υπόκλιση μόλις την κοίταξε.
"Το όνομά μου είναι Επανάσταση".

Ύστερα του χαμογέλασε, και από αυτό το χαμόγελο, σ' εκείνο το φως από τη φωτιά της σπηλιάς, σ'εκείνο το ζεστό φως από τη φωτιά των ανθρώπων, ο Κ. κατάλαβε πόσο όμορφη είναι.

"Εδώ είμαστε όλοι εμείς που σκεφτόμαστε  'εμάς'. Είμαστε όλοι εμείς, και είμαστε πολλοί όπως βλέπεις. Αλλά δεν φτάνουμε μόνοι μας. Δεν είμαστε αρκετοί. Θέλει κι άλλους, πολλούς άλλους να σκέφτονται 'για εμάς', για να υπάρξουμε 'εμείς'. Για να μπορέσουμε να γίνουμε στ' αλήθεια 'εμείς' και μετά όλοι 'εμείς' να γίνουμε 'ένα'."

Ο Κ. την κοίταζε σιωπηλός, απορροφώντας την κάθε της λέξη.

"Λοιπόν τί λες; Θα γίνεις και συ ένας από 'εμάς'; Θες να σκέφτεσαι για 'εμάς'; Θες να βοηθήσεις να υπάρξει το 'εμείς';"

Ο Κ. δεν απάντησε, παρά μόνο την άρπαξε και την φίλησε παθιασμένα. Φιλιόντουσαν για ώρα, και αν τους έβλεπες  από απόσταση προς στιγμήν θα νόμιζες ότι τα δύο σώματα ενωνόντουσαν σε ένα, θα νόμιζες ότι αυτοί οι δύο ήταν στην πραγματικότητα ένας.

 Αν έβλεπες από απόσταση τη σπηλιά, αν έβλεπες από απόσταση εκείνη την φωλιά των χιλιάδων ανθρώπων, μάλλον θα νόμιζες ότι οι κάτοικοί της δεν ήταν πολλοί αλλά όλοι ήταν ένας.

Και αν την επισκεπτόσουν πιο συχνά, θα έβλεπες ότι εκείνη η φωλιά, εκείνη η σπηλιά, εκείνοι οι πολλοί άνθρωποι, εκείνος ο ένας, μεγάλωνε μέρα με τη μέρα...

Και, μέχρι και σήμερα, συνεχίζει να μεγαλώνει.

Και κάποια μέρα, λένε, εκείνος ο ένας θα μεγαλώσει τόσο πολύ, οι πολλοί θα γίνουν τόσο πολλοί που η φωλιά θα ξεχειλίσει. Και θα ξεχυθεί στον κόσμο όλο, και τότε όλοι θα σκέφτονται για 'εμάς', όλοι θα γίνουν σαν 'ένας' και ο κόσμος όλος θα γίνει μια Ουτοπία.

Comments