Παραμύθι vol. 4

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν δύο παιδιά: Η Μαρία και ο Κωστάκης. Τα παιδιά αυτά είχαν δυο ντουλάπες, για να αποθηκεύουν όλα τα πράγματά τους. Δυο ντουλάπες που ήταν εντελώς διαφορετικές, και απ'έξω, και από μέσα.

Η Μαρία, είχε μια μεγάλη σκούρα δρύινη ντουλάπα, την οποία φρόντιζε να βερνικώνει και να καθαρίζει αρκετά συχνά, ενώ η ντουλάπα του Κωστάκη ήταν αισθητά πιο μικρή και ξεφτισμένη. Το ξύλο της δε, ήταν αμφιβόλου προελεύσεως και ποιότητας.

Η Μαρία συνήθιζε να τοποθετεί τα πράγματα μέσα στην ντουλάπα της  πολύ προσεκτικά: Τα τακτοποιούσε ανάλογα με το είδος τους, το μέγεθός τους, το χρώμα τους και το σχήμα τους. Φρόντιζέ πάντα κάθε τί να βρίσκεται ακριβώς εκεί που θα έπρεπε,  χωρίζοντας τα αντικείμενά της σε απόλυτα ομοιόμορφες στήλες και σειρές. Κάθε "ομάδα" στην ντουλάπα της είχε το δικό της καρτελάκι με αναλυτικό κατάλογο των αντικειμένων που περιέχει. Πριν από κάθε τί νέο, η Μαρία φρόντιζε να ελέγχει τους καταλόγους πολύ σχολαστικά, για να δει αν υπάρχει ήδη στη ντουλάπα της. Δεν υπήρχε τίποτα που να σιχαινόταν τόσο ότι το να έχει το ίδιο πράγμα 2 φορές. Έτσι ήταν η Μαρία. Βιβλία, δίσκοι, σχέσεις, φιλίες, συναισθήματα, όλα στοιβαγμένα τακτικά και προσεκτικά.


Ο Κωστάκης από την άλλη, ήταν τελείως διαφορετικός. Αν άνοιγε κανείς την μικρή του ντουλάπα, έβρισκε ένα χάος από αντικείμενα, μεγάλα και μικρά, κάθε χρώματος, σχήματος και χρησιμότητας. Όταν έβρισκε κάτι, ο Κωστάκης φρόντιζε να ανοίγει τη ντουλάπα του και να το στριμώχνει όπως όπως, χωρίς να σκέφτεται πολλά - πολλά. Δεν κοίταζε καν τί είναι, δεν κοίταζε καν αν το θέλει πραγματικά. Απλώς το έπαιρνε και το έχωνε στο πρώτο κενό που έβρισκε. Ποτέ δεν θυμόταν ακριβώς τί έχει στην ντουλάπα του: μόνο στο περίπου. Καμιά φορά, έτσι όπως στοίβαζε με το ζόρι πράγματα, άλλα έπεφταν κάτω και χανόντουσαν και τις περισσότερες φορές, αυτός ούτε που το έπαιρνε χαμπάρι. Η συλλογή του Κωστάκη ήταν στ'αλήθεια τεράστια και παράταιρη.


Μια μέρα, έτυχε οι δρόμοι της Μαρίας και του Κωστάκη να διασταυρωθούν και καθώς συζητούσαν, γρήγορα έφτασαν στο θέμα της "ντουλάπας".

"Δηλαδή οργανώνεις και τακτοποιείς τα πάντα στη ντουλάπα σου; Και όταν λες τα πάντα, εννοείς τα πάντα;" ρώτησε, γεμάτος απορία, ο Κωστάκης.

"Ναι. Εσύ δηλαδή, δεν τακτοποιείς απολύτως τίποτα;" αποκρίθηκε η Μαρία.

"Όχι."

"Καλά και πώς βρίσκεις κάτι που θέλεις;"

"Δεν το βρίσκω πάντα." είπε ο Κωστάκης και πρόσθεσε: "Εσύ δηλαδή, άμα δεν σου ταιριάζει κάτι. δεν το αποθηκεύεις στην ντουλάπα σου; Δεν το δοκιμάζεις καν;"

"Μα βέβαια και όχι! Πώς γίνεται κανείς να βάλει κάτι που δεν του ταιριάζει, κάτι που αναστατώνει την τάξη! Εσύ, πάλι, τα βάζεις όλα;"

"Μα ναι! Τί θα ήταν η ζωή άμα δεν τα κρατούσα, άμα δεν τα δοκίμαζα όλα;"

"Καλά και έτσι χάλι που είναι, δεν υπάρχει πιθανότητα όταν την ανοίγεις να βάλεις κάτι καινούριο, κάτι άλλο να πέσει απ' έξω, κάτι άλλο που είχες να χαθεί;"

"Ναι, και μάλιστα πολλές φορές έχει τύχει να πέσουν πολλά πράγματα, σχεδόν όλα δηλαδή, ταυτόχρονα."


Αυτά είπαν μεταξύ τους η Μαρία και ο Κωστάκης και πραγματικά, ποτέ τους δεν κατάλαβαν ο ένας τον άλλο. Προσπάθησαν να έχουν και μια ντουλάπα μαζί, και στην αρχή είχε πλάκα, όμως γρήγορα εκνευρίστηκαν ο ένας με την συμπεριφορά του άλλου, τη σφράγισαν και ξέκοψαν.

Και έτσι η ζωή συνεχίστηκε, και τα δυό παιδιά συνέχισαν να αποθηκεύουν τις στιγμές της στις ντουλάπες τους, το καθένα με το δικό του, μοναδικό τρόπο.

Comments