Έγκλημα στην οδό Πανεπιστημίου

Η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα και εγώ έβγαινα για τη συνηθισμένη μου, για εκείνον το καιρό, βόλτα (και ό,τι προέκυπτε).

Έκλεισα την πόρτα της πολυκατοικίας μου και κοίταξα καχύποτα αριστερά και δεξιά όπως υπέβαλλε η κακή συνήθεια που είχα αποκτήσει από  αμερικάνικες b-movies.

Όπως στις αντίστοιχες ταινίες, έτσι και εδώ, δεν είδα απολύτως τίποτα, όμως αυτό προφανώς και δεν σήμαινε ότι ήμουν ασφαλής.

Έκανα λίγα βιαστικά βήματα σκυφτός και με τα χέρια στις τσέπες (το οποιοδήποτε βλέμμα πάντα είναι ικανό να προκαλέσει προβλήματα διαφόρων ειδών, από το "κοίταξες τη γκόμενά μου ρε μαλάκα;" μέχρι το "κοίταξες ρε μαλάκα;" σκέτο).

Τα περιοδικά καχύποπτα κοιτάγματά μου δεξιά και αριστερά συνέχιζαν να μην μου αποκαλύπτουν τον παραμικρό κίνδυνο, όμως η διαίσθησή μου και η εμπειρία μου από τις ταινίες, με διαβεβαίωναν ότι κάτι υπήρχε εκεί έξω. Κάτι με παρακολουθούσε.

Πέντε λεπτά αργότερα, και καθώς είχα ψιλοξεχάσει τον φόβο μου (κακή συνήθεια τόσο στις ταινίες  όσο και στην πραγματικότητα) τσέκαρα το μπουφάν μου να δω αν είχα καθόλου λεφτά για αυτό το "ό,τι προκύψει". Ένα διάπλατο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου όταν ανακάλυψα ότι σε μια εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου είχα 5 ξεχασμένα ευρώ. Καθώς έβγαζα το χαρτονόμισμα από την τσέπη για να το βάλω στο πορτοφόλι (κίνηση που ακόμη με κάνει να απορώ γιατί την έκανα, μιας και σχεδόν ποτέ δεν έβαζα τα λεφτά μου στο πορτοφόλι μου - μην ρωτάτε γιατί) νόμισα ότι άκουσα ένα ποδοβολητό από πίσω μου.

Ξαφνικά γύρισα να κοιτάξω μα δεν είδα τίποτα. Ξεφύσηξα με ανακούφιση.

Το ξεφύσημά μου διακόπηκε απότομα όταν ένιωσα κάτι να με χτυπάει με δύναμη από τα δεξιά μου. Χωρίς να προλάβω καν να το καταλάβω, βρισκόμουν πεσμένος ανάσκελα στο πεζοδρόμιο. Σχεδόν αστραπιαία, γύρισα να δω τί διάολο ήταν αυτό που με είχε χτυπήσει. Δεν πίστευα στα μάτια μου:

Ένας ογδοντάχρονος (με ελαφριά καραφλίτσα) με είχε "καβαλήσει" (no pun intended) εγκλωβίζοντάς με στο πάτωμα. Με το ένα του χέρι πίεζε το δικό μου κάτω, και με το άλλο προσπαθούσε απεγνωσμένα να μου πάρει το πεντάευρω το οποίο έσφιγγα ακόμη στο άλλο μου χέρι (η τσιγκουνιά είναι ισχυρότερη από κάθε ένστικτο).

Καθώς ο ογδοντάχρονος κουνούσε πέρα δώθε το χέρι του μανιασμένα, έμεινα λίγο και τον κοίταξα. Το πρόσωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο, και αγκομαχούσε συνέχεια στην τεράστια μάχη που έδινε για αυτά τα πέντε ευρώ. "Χμφ, χμφ" έκανε συνέχεια. Το πρόσωπό του κοκκίνιζε συνεχώς όλο και περισσότερο και τα χείλη του σούφρωναν όλο και πιο πολύ από το πείσμα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι παρόλη την αποφασιστικότητα και την φαινομενικά απαράμιλλη δύναμή του, ένα απλό σπρώξιμο με τον δεξί μου δείκτη ήταν αρκετό για να τον απωθήσει  και να σταματήσει μια για πάντα αυτή την τρέλα.

"Πρέπει...
να...
πάρω....φάρμακα",  ψέλλισε τότε εκείνος με χαρακτηριστική χωριάτικη προφορά, φτύνοντας ταυτόχρονα γενναίες ποσότητες σάλιου πάνω μου.

Ξανακοίταξα το παντζαροκόκκινο πια πρόσωπό του. Βρισκόταν ένα βήμα πριν το εγκεφαλικό. Με μια κίνηση, χαλάρωσα την γροθιά μου, και τον άφησα επιτέλους να τραβήξει εκείνο το πεντάευρο που προσπαθούσε να πάρει για τρία ολόκληρα λεπτά.

Εκείνος με ένα τίναγμα σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει. Χάθηκε στα στενά, ενώ το σατανικό γέλιο του αντηχούσε τους γύρω δρόμους.

Μερικές φορές, μέχρι και σήμερα, αυτό το γέλιο στοιχειώνει τον ύπνο μου.

Comments