Η ζωή είναι...

"Και πού ξέρεις εσύ τί είναι η ζωή;"

Στο άκουσμα αυτής της ερώτησης, σταμάτησα έκπληκτος, μιας και δεν περίμενα ότι κάποιος θα μπορούσε να με ακούσει να μονολογώ, τόσο σιγά που το έκανα. Κοίταξα  γρήγορα δεξιά - αριστερά, για να βρω από πού μπορεί να είχε προέλθει. Το βλέμμα μου σταμάτησε σε έναν ηλικιωμένο κύριο που καθόταν μόνος μέσα σ' ένα καφενείο εκεί κοντά. Απ'ότι φαινόταν, ήταν ο μόνος άνθρωπος στην περιοχή.

Έκανα μερικά διστακτικά βήματα προς το καφενείο. "Παρακαλώ;"


"Πού ξέρεις εσύ τί είναι η ζωή;" είπε ο ηλικιωμένος κύριος, αποκαλύπτοντας ότι η φωνή που με είχε ρωτήσει το ίδιο πράγμα πριν άνηκε σε αυτόν.


Αργά, αργά, πέρασα το κατώφλι του καφενείου.


"Συγγνώμη, σε μένα μιλάτε;" ρώτησα. Σε εκείνο το σημείο κοντοστάθηκα και κοίταξα προσεκτικά τον "συνομιλητή" μου. Ήταν ένας αρκετά συνηθισμένος κύριος, λίγο πάνω από εβδομήντα με γυαλιά και καρώ πουκάμισο.Καθόταν σ'ένα μικρό τραπέζι κοντά στην είσοδο του μαγαζιού, και ήταν σκεπασμένος από τη μέση και κάτω με μια μάλλινη κουβέρτα.

"Τί ξέρεις εσύ από τη ζωή;" επανέλαβε, αργά αλλά σταθερά. "Θέλω να πω, μου φαίνεσαι αρκετά νέος" είπε, καθώς τέντωσε το λαιμό του και έσμιξε τα μάτια μου για να με δει καλύτερα, "...και εδώ εγώ, 70 χρονών γέρος, που έχω ζήσει πολλά και τα μάτια μου έχουν δει ακόμη περισσότερα δεν μπορώ να πω ότι ξέρω τίποτα απο τη ζωή, και εσύ ισχυρίζεσαι ότι την ξέρεις; Μάλιστα είσαι τόσο σίγουρος για τη ζωή, που μπαίνεις στον κόπο να την παρομοιάσεις, να τη συγκρίνεις με κάτι;"

Κόμπασα, καθώς στ'αλήθεια δεν είχα και τίποτα να πω. Παρατήρησα τον γέροντα καθώς εκείνος καθάρισε απαλά τα γυαλιά του μ'ένα πανάκι και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το φλυτζάνι του καφέ που είχε δίπλα του.

"Και για να 'χουμε και καλό ρώτημα, πού πας νεαρέ μου;" με ρώτησε, αφού τελείωσε την όλη "τελετουργία".

"Ορίστε;" ρώτησα.

"Σε ρωτάω πού πας; Για πού το ΄βαλες; Ποιός είναι ο προορισμός σου; Για να περνούσες έξω από εδώ, κάπου πήγαινες έτσι; Πού είναι λοιπόν, αυτό το κάπου;"

"Εεεε...πουθενά συγκεκριμένα. Για μια βόλτα βγήκα, για έναν περίπατο, δεν είχα συγκεκριμένο προορισμό. Ένας περίπατος...αυτό είναι όλο".

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, ο γέρος γούρλωσε τα μάτια του. Η απάντηση δεν φάνηκε να τον ευχαριστεί, ούτε στο ελάχιστο. "Ένας περίπατος; Ένας περίπατος; Αυτό είναι όλο; Και το λες έτσι; Και γιατί βγήκες βόλτα, παρακαλώ;"

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, το ύφος του γέροντα με άγχωνε υπερβολικά. Για κάποιον ακόμη ανεξήγητο λόγο, αισθανόμουν ότι ήμουν υποχρεωμένος να του απαντήσω.


"Εεεε...", είπα κομπάζοντας, "...να, απλώς βγήκα βόλτα. Γιατί το ήθελα. Το ήθελα. Έτσι. Χωρίς λόγο."

"Το ήθελες; Έτσι; Χωρίς λόγο;" φώναξε ο ηλικιωμένος κύριος, τόσο έξαλλος πια, που μπορούσα να φανταστώ ότι από στιγμή σε στιγμή θα χτυπούσε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι.

"Ξέρεις, είμαι 70 χρονών διάολε!" αναφώνησε, χτυπώντας, στην πραγματικότητα αυτή τη φορά, το χέρι του πάνω στο τραπέζι. Ύστερα, πήρε μια βαθιά ανάσα, και αφού φάνηκε να ηρεμεί λιγάκι, πρόσθεσε, πιο σιγά:

"70 γαμημένων χρονών! Ξέρεις, δουλεύω πάνω από μισό αιώνα. Και τί δεν έχω κάνει στη ζωή μου! Μικρός, έκανα δουλειές του ποδαριού, πιο μετά μπάρκαρα, και τα τελευταία 15 χρόνια δουλεύω αυτό τον καφενέ. Δουλεύω αυτό τον καφενέ, και παίζω πρέφα. Και για να 'μαστε και ξηγημένοι, πρέφα παίζω μόνο, γιατί μη φανταστείς ότι έρχεται και ποτέ κανείς εδώ πέρα. Και αυτά κάνω στη ζωή μου. Δεν είναι δηλαδή, ότι κάνω και πολλά στη ζωή μου. Αν όμως έχω μάθει κάτι από τη θάλασσα και τα χαρτιά, είναι ότι ποτέ δεν γίνεται, απλώς να βγαίνεις βόλτα, 'έτσι', επειδή θες."


"Ξέρεις, όλοι πρέπει να έχουμε έναν προορισμό στη ζωή. Έναν στόχο, κάτι να μας κατευθύνει. Έναν λόγο για να ξυπνάμε το πρωί, βρε παιδάκι μου. Κάτι που ν'αξίζει ν' αναπνέουμε. Μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να κερδίσουμε κάτι, οτιδήποτε και αν είναι αυτό. Μόνο στο δρόμο για κάτι συγκεκριμένο, μπορείς να κερδίσεις το οτιδήποτε. Αν περιπλανιέσαι έτσι άσκοπα, τίποτα δεν κερδίζεις, καμιά απόλαυση δεν πρόκειται να έχεις."

Στο σημείο εκείνο, ο γέροντας σταμάτησε για λίγο. Με κοίταξε διερευνητικά από πάνω ως κάτω, και ύστερα συνέχισε:

"Πόσο είσαι; Εγώ σε κάνω δε σε κάνω 20 χρονώ. Είσαι 20 λοιπόν και μου λες 'πάω βόλτα΄, 'έτσι;' Ε όχι ρε παιδάκι μου! Αυτό δεν μου κάθεται καλά! Εγώ είμαι 70 που να πάρει! 70, και τα χρόνια μου φύγανε στη δουλειά, στα καράβια, και στο καφενείο! Τα λεφτά μου τα 'χανα όλα στα χαρτιά! Και παρόλα αυτά, παρόλα αυτά, πάντα κάτι σκεφτόμουνα, πάντα κάτι είχα στο μυαλό μου! Και τώρα τί; Τώρα τίποτα! Δεν μπορώ!". Με μια αστραπιαία κίνηση, πέταξε την κουβέρτα που τον σκέπαζε, αποκαλύπτοντας τα πόδια του. Ή μάλλον, το μέρος των ποδιών του που είχε απομείνει, μιας και τα δυό του πόδια σταματούσαν απότομα λίγο κάτω από τα γόνατά του.

Το θέαμα ήταν φρικιαστικό και θέλησα να αποστρέψω το βλέμμα μου. Ο γέροντας όμως είχε άλλη γνώμη.

"Κοίτα με!" φώναξε με τρόπο τέτοιο που δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. "Κοίτα! Τα έχασα πριν χρόνια, ούτε 'γω θυμάμαι πόσα! Ατύχημα, στα καράβια.Τόσα χρόνια, δεν μπορώ να περπατήσω. Δεν μπορώ να κουνηθώ καν. Δεν μπορώ να φτάσω χωρίς τη βοήθεια των άλλων σε κανέναν προορισμό. Ξέρεις τί είναι να εξαρτάσαι από τους άλλους; Ε; Ξέρεις πόσο άσχημο είναι; Αλλά που να ξέρεις! Εσύ είσαι νέος, βλέπεις!"

Και πάλι παύση και βαθιά ανάσα.

Και ύστερα, ο γέρος συνέχισε με πιο σιγανή φωνή:
"Παιδί μου, θα σου δώσω μια συμβουλή. Φύγε από δω. Βγες από αυτό το καφενείο. Βγες και βρες έναν προορισμό. Σκέψου κάπου που θα ήθελες πολύ να βρίσκεσαι. Σκέψου και πήγαινε. Γιατί είναι κρίμα. Είσαι νέος, και δεν αξίζει να περιπλανιέσαι τυχαία. Είναι κρίμα. Είσαι νέος. Δεν σου αξίζει, δεν μου αξίζει."

Στάθηκα, εκεί μπροστά του για λίγη ώρα, αμίλητος. Εκείνος, άναψε την πίπα του και έκανε μία μεγάλη ρουφηξιά. Ύστερα, με πολύ αργές κινήσεις, έσκυψα, μάζεψα την κουβέρτα από κάτω και τον ξανασκέπασα. Γύρισα από την άλλη και κατευθύνθηκα προς την πόρτα του καφενείου.


"Ε! Και μην ξεχάσεις να κλείσεις την πόρτα, ε!" φώναξε εκείνος.



Η ξύλινη πόρτα του καφενείου έτριξε πίσω μου και εγώ απομακρύνθηκα από εκείνον τον περίεργο τύπο, σκεφτόμενος ταυτόχρονα πού στο καλό θα ήθελα να βρίσκομαι πιο πολύ εκείνη τη στιγμή.

Comments