Ανάσα που σβήνει

08:35. Ανέπνευσε. Περπατούσε στο δρόμο. Μόνος. Θόρυβος από αυτοκίνητα κάπου μακριά. Τόσο μακριά που δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Τόσο μακριά, που τίποτε δεν μπορούσε να τον αγγίξει.  Ναι, ήταν εκεί, στο δρόμο. Στο δρόμο, σκυφτός.

08:40. Τώρα ήταν στο πάρκο. Βάρος στους ώμους του. Άνθρωποι περνούσαν, μα ούτε αυτοί τον άγγιζαν. Σταμάτησε να ελπίζει.

08:45. Ακόμη περπατούσε. Έφτανε στο τέλος. Το ένιωθε βαθιά μέσα του. Καθώς πλησίαζε σιγά σιγά, ένιωθε ελαφρύτερος. Ο αέρας ανακάτεψε τα μαλλιά του. Μα δεν τον άγγιξε. Σταμάτησε να σκέφτεται.

08:50. Ανέπνευσε. Συννεφιασμένος ουρανός και σήμερα. Μια σταγόνα έπεσε και κύλησε αργά στο πρόσωπό του, κερδίζοντας επάξια την θέση των δακρύων. Μα ούτε αυτή τον άγγιξε. Σταμάτησε να θυμάται.

08:55. Η βροχή έπεφτε για τα καλά στη γέφυρα. Εκκωφαντικός ο θόρυβος των αυτοκινήτων. Τρύπωνε στο μυαλό του, στην ύπαρξή του την ίδια. Και όμως δεν τον άγγιζε. Σταμάτησε να αισθάνεται.

09:00. Ανέπνευσε. Και κοίταξε κάτω. Στον αυτοκινητόδρομο. Ύστερα, με μια απλή κίνηση, έπεσε. Αφέθηκε ελεύθερος και τα αυτοκίνητα τον παρέσυραν στο τρελό τους ταξίδι. Μα ούτε εκείνα μπόρεσαν να τον αγγίξουν. Σταμάτησε να αναπνέει.

Comments

Post a Comment