Κλικ

Ήταν μόνος. Βράδιαζε. Τα παράθυρα μισόκλειστα. Αιρκοντίσιον. Με ένα "κλικ" στο τηλεκοντρόλ το έκλεισε. Μετά από λίγο ζεστάθηκε και το ξανάνοιξε. Ήταν περίεργο αυτό το αιρκοντίσιον. Ό,τι θερμοκρασία και να επέλεγες από τις δεκάδες που είχε, αν έμενε πάνω από κάποια ώρα ανοιχτό ένιωθες ότι κρύωνες. Έτσι αναγκαζόσουν πάντα να το κλείσεις, μέχρι να "έρθεις στα ίσια σου", να νιώσεις πάλι τον καύσωνα και να το ξανανοίξεις. Ήταν περίεργο αλλά το ίδιο ένιωθε ότι συνέβαινε με όλα τα αιρκοντίσιον. Ή και με τον ίδιο. Όλες εκείνες οι επιλογές και αυτός να μην ικανοποιείται με τίποτα. Δίπλα του η τηλεόραση έπαιζε κάποια προπαγάνδα της κάποιας κυβέρνησης. Βουβή. Έλουζε το δωμάτιο με το μπλε φως. Βασικά για αυτό την άφηνε ανοιχτή. Για το μπλε της το φως. Θεωρούσε πως έδινε στο δωμάτιο μια άλλη διάσταση. Ταινιακή.

Φύσηξε τον καπνό από το τσιγάρο του. Έβηξε. Στην πραγματικότητα ποτέ του δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με το κάπνισμα - του έκανε κακό και το ήξερε. Αλλά ήταν και αυτό μέσα στους αναγκαίους συμβιβασμούς, μέσα στα χιλιάδες πράγματα που πίεζε τον εαυτό του να κάνει. Κοιτούσε τον τοίχο. "Κλικ". Αιρκοντίσιον κλειστό. Τσιγάρο, τοίχος, μπλε φως, αιρκοντίσιον. Πίεζε τον εαυτό του. Ξανακοίταζε τον τοίχο. Πιεζόταν. Μέσα του κόντευε να σκάσει. Έξω του, πιεζόταν. Πιεζόταν να νιώσει κάποιος, πιεζόταν να αισθανθεί κάποιος από τους χιλιάδες πρωταγωνιστές ταινιών που θαύμαζε. Κάποιος απόμακρος, μυστηριώδης τύπος με φαινομενική ανικανότητα αλλά πλούσιο εσωτερικό κόσμο. Κάποιος από αυτούς που περνούσαν τη ζωή τους καπνίζοντας, ενώ κοιτούσαν έναν τοίχο φωτισμένο μπλε από το φως της τηλεόρασης. Δεν έκαναν τίποτα, αλλά φαινόντουσαν τουλάχιστον σημαντικοί καλλιτέχνες. "Κλικ". Αιρκοντίσιον ανοιχτό. Δεν άντεχε άλλο. Κόντευε ενα σκάσει. Ένιωθε ότι πνιγόταν. "Κλικ".

Το ήξερε. Το ήξερε ότι όλα αυτά είναι ψέμματα. Το ήξερε και δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Το να κοιτάς τον τοίχο καπνίζοντας, δεν σε κάνει σπουδαίο. Ή απόμακρο. Ή σημαίνουσα προσωπικότητα. Το να κοιτάς τον τοίχο καπνίζοντας σε κάνει έναν ακόμη ασήμαντο άνθρωπο, που ζει, αναπνέει, έχει τα ίδια προβλήματα και τον γαμάνε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και εκατομμύρια άλλους που απλώς κοιτάει τοίχους και καπνίζει. Όχι. Σίγουρα το να καπνίζεις κοιτώντας τοίχους δεν σε κάνει να ξεχωρίζεις. Με την σκέψη αυτή αποκοιμήθηκε.

Ξύπνησε μετά από ώρες. Το αιρκοντίσιον κλειστό. Ο τόπος έβραζε. Και μέσα και έξω. Ζέστη και θόρυβος. Πολύς θόρυβος. Φωνές. Χιλιάδες φωνές. Άνοιξε τα παράθυρα. Πολύς κόσμος στους δρόμους. Κάποια συγκέντρωση ενάντια στα μέτρα της κάποιας κυβέρνησης. Κοίταξε τον κόσμο που διαμαρτυρόταν στο δρόμο. Του ήρθε στο μυαλό ένα απόσπασμα από κάποιο βιβλίο στο οποίο κάποιος ρώτησε έναν γέροντα αν ήταν ευτυχισμένος. Εκείνος απλώς του απάντησε ότι "πολέμησε με τον Άρη". Τότε ο νεαρός κοίταξε το πρόσωπό του. Ο γέρος ήταν ευτυχισμένος. "Τί άνθρωπος και εκείνος ο Άρης! Αγωνιστής, ήρωας πραγματικός!" σκέφτηκε. Αν ήταν κάτι που θαύμαζε περισσότερο από τους απόμακρους πρωταγωνιστές που καπνίζουν κοιτώντας τοίχους, αυτό ήταν κάτι τύποι σαν τον Άρη. Ο Άρης όμως είχε πεθάνει. Ξαφνικά χαμογέλασε. Του είχε έρθει μια ιδέα.

Με γρήγορες κινήσεις, άρπαξε ό,τι ρούχα βρήκε μπροστά του, τα φόρεσε όπως - όπως και έτρεξε προς τα έξω. Προς το δρόμο. "Ο Άρης έχει πεθάνει, αλλά καλύτερα να είσαι ακόμη ένας ασήμαντος άνθρωπος εκεί έξω παρά εδώ μέσα", είπε στον εαυτό του. Ξαφνικά κοντοστάθηκε. Σαν να θυμήθηκε κάτι. Γύρισε πίσω, πήρε το τηλεκοντρόλ του αιρκοντίσιον και το πέταξε με δύναμη στα σκουπίδια. Αν πηγαίναν όλα καλά, δεν θα το ξαναχρειαζόταν.

Comments

Post a Comment