Η γυφτοπούλα

Στη ζωή μου πάντα ήμουν από τους τελευταίους.
Στο θρανίο, στην κουκέτα στο θάλαμο, στην αγάπη. Άλλοι το λέγαν χαλαρότητα, άλλοι ανικανότητα, κι οι πιο σκληροί αδιαφορία. Εγώ δεν το 'λεγα κάπως, απλά το 'κανα.
Ή, μάλλον, με έκανε αυτό.

Τελευταίο εισητήριο μου δώσαν για το ΚΤΕΛ σε κάποιο ταξίδι.Αριθμός 49. Περιττός και με κείνη την αίσθηση της έλλειψης ολοκλήρωσης, όπως κάθε τι σε τούτη τη ζωή. Μαζί του κέρδισα ένα χαρτί για τον οδηγό και μια φιλική συμβουλή να βιαστώ,μιας και το λεωφορείο έφευγε σε λίγα λεπτά.
Η εμπειρία που μου είχε δώσει το γεγονός ότι στη ζωή μου έφτανα πάντα τελευταίος, αλλά και η αξιοπρεπής -για τα δεδομένα της ζωής που έκανα- φυσική μου κατάσταση εκείνη την περίοδο, με έκανε να φέρω εις πέρας το καθήκον μου προς τα ΚΤΕΛ Αττικής, μιας και κατάφερα να φτάσω στην ώρα μου. Αν και, όπως πάντα,τελευταίος.

Με ελαφρά επιβαρυμένη αναπνοή και την ικανοποίηση της επιτυχίας της αποστολής μου ανέβηκα σ'ένα όχημα γεμάτο παράνομα ζευγαράκια, χαμένους έρωτες, ανήσυχους γονείς με τάπερ και θείους από το χωριό που πραγματοποιούσαν την καθιερωμένη -ή ακαθιέρωτη- επίσκεψη στους συγγενείς στην πόλη.

Ολίγον αφηρημένος και ενασχολούμενος με την αναζήτηση της θέσης στην οποία βρίσκονταν τα ταμπελάκια που αναγράφουν τον αριθμό της εκάστοτε θέσης  -η ποικιλία των θέσεων αυτών είναι μια τρανή απόδειξη της εφευρετικότητας των ανθρώπινου είδους- μου πήρε παραπάνω από λίγη ώρα να συνειδητοποιήσω ότι η θέση μου σ'εκείνο το λεωφορείο, πιθανώς και γενικά, ήταν ήδη πιασμένη.

Και πάνω που ετοιμαζόμουν να βρω τα κατάλληλα λόγια, προκειμένου να εξηγήσω σ'έναν άγνωστο ότι δε φταίει αυτός , ούτε εγώ, αλλά αυτός ο γαμωπολιτισμός μας που έφτιαξε τους αριθμούς και την τυπογραφία, και μετά χαρτάκια με αριθμούς που εμείς σα μαλάκες πάμε και κάνουμε ό,τι γράφουν αυτά πάνω, την είδα:
ήταν δεν ήταν δεκατριών, με μάτια καταπράσινα,μαύρα μαλλιά με κάπου κάπου ξανθές ανταύγες, δέρμα σκούρο, ρούχα πολύχρωμα και βρώμικα, μπουζούκι στα πόδια, ο μεγάλος της αδερφός να κοιμάται δίπλα κι ένα βλέμμα, ένα βλέμμα...

Βλέμμα συννεφιασμένο, να κοιτάει κάπου στο υπερπέραν.
Βλέμμα που έκρυβε προβλήματα που δεν θα πρεπε να χει ένα δεκατριάχρονο παιδί, βλέμμα που 'λεγε ότι ούτε αυτή και ίσως ούτε και ο αδερφός της ήξεραν αριθμητική, ίσως ούτε και ανάγνωση, βλέμμα που 'δειχνε ότι φοβόταν γιατί ήξερε, ήξερε ότι εκείνη τη στιγμή θα μπορούσε  να 'μπαινε ένας τρελός, να της τίναζε τα μυαλά στον αέρα και να 'φευγε κύριος, και καταχειροκροτούμενος από ζευγαράκια, και γονείς, και θείους, και τάπερ, γιατί, γιατί έτσι,
γιατί αυτός ο γαμωπολιτισμός σας.
Την είδα και κάθισα σε κάποια άλλη, σχεδόν τυχαία, άδεια θέση.

Μερικές φορές στη ζωή είναι καλό να υποχωρεί κανείς. Κάνει καλό για όλους.
Θα ήταν καλύτερα αν είμαστε πιο υποχωρητικοί γενικά, θέλω να πω.
Δηλαδή ντάξει, δε θ'αλλάξει κι η ανθρωπότητα.

Αλλά και πάλι, ποιός ξέρει.



Comments

Post a Comment