Ζώα της πόλης

Κουβαλούσα πάντοτε,ολάκερη πραμμάτεια,
το βαρύ φορτίο της ψυχής μου,
ανεβαίνοντας της ζωής, τεράστια ανηφόρα. Σαλιγκάρι που 'βγαινε ξανά και ξανά, σε πείσμα των καιρών, μετά της βροχής τη δυστυχία. Και συ, αδέσποτη γάτα,
όταν με πετύχαινες, έπαιζες μαζί μου,
με πίεζες με τις πατούσες σου,
με έβαζες ολόκληρο στο στόμα σου,
μόνο και μόνο για να με φτύσεις,
κάθε που βαριόσουν, σε μι' άκρη του δρόμου. "Δεν πειράζει", σκεφτόμουν από μέσα μου,
"τα σαλιγκάρια, αργά αλλά σταθερά,
κάποια στιγμή φτάνουν στον προορισμό τους". Αλλά, μάταια: ποτέ δεν έπαψαν να με πατάν και να με φτύνουν. Και συ, ποτέ δεν έπαψες να κυνηγάς την ουρά σου.






Comments