1/2

Μια βόλτα στην πόλη. Και μια σκέψη.

Δεν μ’αρέσει να πετάω τα σκουπίδια μου στους κάδους.
Στους κάδους, άνθρωποι ψάχνουν για φαγητό.

Τους βλέπεις, πολλές φορές, χωμένους μέχρι τη μέση μεσ'τα σκουπίδια, να προσπαθούν να αρπαχτούν από αυτό που οι άλλοι έχουν απορρίψει.
Να τραφούν από τα αποφάγια.
N
α επιζήσουν με  τα υπολείμματα της ζωής, σε μια ζωή - υπόλειμμα.
Και ξάφνου, εκεί μπροστά σου, η τουαλέτα του ενός μεταμορφώνεται στην κουζίνα ενός άλλου.
Μιά παράδοξη μεταμόρφωση.

Η κόλαση των άλλων είναι ο παράδεισός μου. Παραφράζεις.

Κι ύστερα, σκέφτεσαι.

Μήπως κάτι τέτοιο δεν κάνουμε όλοι;

Μισή αξία από όση παρήγαμε επιστρέφεται σε μας, και τα μισά λεφτά της μισής αξίας μετά τις κρατικές παρακρατήσεις.

Μισοτελειωμένες αγάπες που άφησε κάποιος πίσω του, λίγα ψίχουλα της μισής ελπίδας που άφησε κάποιος άλλος, και μισό κουράγιο, μισό κουράγιο που χάνεται σιγά σιγά, σαν κόκκοι άμμου σε μια κλεψύδρα χωρίς πάτο.

Μισά ταξίδια στο εξωτερικό, μισοτελειωμένοι ύπνοι με μουσκεμένα ξυπνήματα τα χαράματα, μισές σχέσεις, μισές λέξεις, μισές πράξεις, μισές φράσ-

Ο κόσμος μας που έμεινε μισός.

Ο μισός χρόνος που χάνεται τις μέρες που κι αυτές έμειναν μισές.

Και πόσο να μικρύνουν ακόμη;

Περπατάς. Παρατηρείς.

Τα μαλλιά των όμορφων περαστικών γυναικών αρχίζουν να γκριζάρουν, το δέρμα τους να σπάει, από την ισχυρή πίεση της καθημερινότητας.

Η θέληση για ζωή συνθλίβεται πίσω από τη βαριά ρουτίνα.
Τα λαμπερά βλέμματα αρχίζουν να θαμπώνουν, το βλέπεις,το ξέρεις -όλοι το ξέρουμε- και βαθιά μέσα σου, βαθιά μέσα σου ελπίζεις να μη γίνει έτσι, ελπίζεις, ελπίζεις να...

Γυρίζεις σπίτι.

Η σκέψη διακόπτεται απότομα.

Ήχος προκαλείται από επαφή κλειδιού και πόρτας. Ξεκλείδωμα επιτυγχάνεται με απαλή περιστροφική κίνηση. Μιάμισης φοράς.

Η πόρτα του απέναντι διαμερίσματος ανοίγει. Η γειτόνισα του απέναντι διαμερίσματος σου γνέφει και βγαίνει έξω. Δεν αποκρίνεσαι. Την παρατηρείς.

Τα μαλλιά της γειτόνισσας τους απέναντι διαμερίσματος άσπρισαν.
Τα πλουμιστά φορέματά της ξέφτισαν. Η τραγουδιστή φωνή της, που κάθε μεσημέρι αντηχούσε στο δρόμο, σιώπησε.

Βαθιά μέσα σου όμως, δεν πάεις να ελπίζεις.

Δεν παύεις να ελπίζεις να μη τη δεις να ψάχνει για μισή φραντζόλα στα σκουπίδια.





Comments