Χειμώνας

Μυρωδιά ναφθαλίνης, όταν ανοίγεις την ντουλάπα να βγάλεις έξω τα χειμωνιάτικα.

Αναμνήσεις ξεχασμένες σε συρτάρια, πράγματα που είχες να πεις αλλά ντράπηκες, άλλα που σου είπαν αλλά ξέχασες.

Τα πρώτα κρύα. Τα πρώτα σύννεφα, στο μυαλό και στην ψυχή. Τα μαγαζιά μαζεύουν τα τραπέζια από τις πλατείες, οι άστεγοι συνωστίζονται στα υπόστεγα.

Εσύ χώνεις τα χέρια σου στις τσέπες του παλτού σου, το κεφάλι σου μέσα στον τεράστιο λαιμό του μπουφάν, σκύβεις προκειμένου να αποφύγεις το κρύο και τις σκοτούρες. Εσύ. Ένας ανάμεσα σε άλλους. Ένας άλλος.

Μυρωδιά πλαστικού στο δρόμο, αποτέλεσμα των αμφιβόλων προέλευσης υποκατάστατων του πετρελαίου. Καπνοί από κάθε λογής καμινάδες, περιτρυγυρίζουν σα φίδια κρυφές και φανερές κεραίες κινητής τηλεφωνίας. Δορυφορικά πιάτα φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια εκεί που δεν τα σπέρνουν. Ή μήπως τα σπέρνουν;

Αιρκοντίσιον. Στο μετρό. Πρόσωπα διάφορα, αδιάφορα, και σκέψεις στους συρμούς. Σκέψεις μιας στιγμής και μιας ζωής. Η κυρία άραγε να έκλεισε το θερμοσίφωνα,ο κύριος τί να έχει μαγειρέψει, εκείνος ο νεαρός να έχει δουλειά, πώς να πήγε η συνέντευξη αυτής της κυρίας που κοιτάει συνέχεια τις σημειώσεις της, η κοπέλα να μένει μόνη της; Στο σπίτι; Στη ζωή;

Βροχή. Και βιασύνη. Τρεχαλητό, θόρυβος, αμάξια να περνούν με κόκκινο. Αμφισβήτηση των απαγορεύσεων στους δρόμους και "στο δρόμο". Οι άνθρωποι τρέχουν, για να επιβιώσουν σαν ένα ένα κοπάδι από βουβάλια που το κυνηγάνε αιμοδιψή αιλουροειδή. Ο καπιταλισμός ως τίγρης. Με γυάλινα πόδια;


Κάνεις στην άκρη να ξεφύγεις από τις σταγόνες και τα δάκρυα, από το ανεξάντλητο τσούρμο ανθρώπων που βιάζονται και πληγώνουν. Και ύστερα πληγώνονται.

Και κάπου κάπου σταματάς. Για χρόνια, για ώρες ή και για στιγμές. Βότκες σε μπαρ, πηχτός καπνός, ρούχα νοτισμένα από τσιγάρο. Και γνωρίζεις. Και γνωρίζεσαι. Ανοίγεις την καρδιά σου, για την ξανακλείσεις και ύστερα να την ξανανοίξεις, σε νέους και παλιούς  ανθρώπους που όμως, συνειδητοποιείς, είναι οι ίδιοι.

Είναι μεσάνυχτα. Τα μεσάνυχτα τον χειμώνα κάνει κρύο. Σκυφτός, με τον λαιμό χωμένο στο παλτό, ανοίγεις την πόρτα του μπαρ. Βγάζεις την ομπρέλα να αποφύγεις τις σταγόνες των δακρύων, και περπατάς το δρόμο προσεκτικά για να μην πληγωθείς από τα οχήματα των ανθρώπων.

"Θα έρθει κάποτε η άνοιξη;" , αναρωτιέσαι μόνο και μόνο, ώστε να έχεις τότε την ευκαιρία να αναρωτηθείς αν θα ξανάρθει κάποτε ο χειμώνας, ξέρεις βαθιά μέσα σου.

Το ξέρεις, αλλά δεν το λες.


Comments