O Χαρταετός

Κοίταξε τα κρόσσια της μακριάς ουράς που επιτέλους ανέμιζαν περήφανα, κόντρα στον άνεμο.

Σκούπισε με την παλάμη του τον ιδρώτα από τον μέτωπό του, ένδειξη του πολύλεπτου αγώνα ενάντια σε τουλάχιστον δύο νόμους τους φυσικής.
Και καθώς θαύμαζε ακόμη μια μικρή νίκη του σύγχρονου ανθρώπου ενάντια στη νομοτέλεια της άγριας φύσης, άρχισε να τα μετράει.

Ένα, δύο, τρία, πολλά....

Ποτέ του δεν ήταν καλός στο μέτρημα. Ούτε με τα κρόσσια, ούτε με τα χρόνια.

Ένα, δύο, τρία πολλά...


Σαν χθες του φαινόταν, που στην άλλη άκρη της καλούμπας ήταν ο ίδιος, σε αισθητά μικρότερο μέγεθος και ηλικία. Και που εκείνος που σκούπιζε τον ιδρώτα με την παλάμη του, σε παρόμοιο μέγεθος και ηλικία με τη δική του τώρα, ήταν ο πατέρας του.

Ένα, δύο, τρία, πολλά...

Ποτέ του δεν κατάλαβε πως πέρασαν τα χρόνια. Γιατί ποτέ του δεν τα μετρούσε. Δεν μπορούσε να τα μετρήσει. Γιατί δεν ήθελε. Ή απλά δεν μπορούσε.
Έτσι, ποτέ του, δεν κατάλαβε πως εκείνος ο κάποτε αισθητά μικρότερος άνθρωπος στην άλλη άκρη της καλούμπας μεγάλωσε δύο - τρία νούμερα, σε ρούχα και παπούτσια, πώς βρέθηκε σε εκείνο το πάρτυ, πώς βγήκε για ποτό σ'εκείνο το μπαρ μ'εκείνη που είχε γνωρίσει στο πάρτυ, πώς βρέθηκαν στο ίδιο κρεβάτι, στο ίδιο σπίτι, πώς βρέθηκε εκείνη τη νύχτα στο νοσοκομείο, να κόβει βόλτες πάνω - κάτω και γύρω - γύρω, πως έτυχε να κρατήσει στην αγκαλιά του ένα πλασματάκι, τόσο μικροσκοπικό και ευαίσθητο που αγχώνόχταν μήπως και πάθαινε κάτι μόνο και μόνο από το σφίξιμό του.

Τις σκέψεις του διέκοψαν. Κλάμματα. Από εκείνο το μικροσκοπικό πλασματάκι, κάμποσα νούμερα και χρόνια μεγαλύτερο. Δίπλα του, ο χαρταετός με τα πολλά κρόσσια, κείτονταν στο χώμα, ηττημένος συντριπτικά, σχεδόν σπαράλια. Η φύση είχε πάρει την ρεβάνς απέναντι στον προσωρινό θρίαμβο των ανθρώπων, υπενθυμίζοντάς τους ποιος ήταν ο αδιαφιλονίκητος νικής μιας υπόθεσης που κρατούσε χρόνια.

Αμέσως, άρχισε να τρέχει προς την πηγή της δυστυχίας και το πεδίο της μάχης, κρατώντας ένα κομμάτι ταινία, ένα κομμάτι σπάγγο και όση εφημερίδα δεν είχε χρησιμοποιήσει για τα προηγούμενα κρόσσια. Με μια πρώτη ματιά το αποτέλεσμα του πολέμου φαινόταν μη αναστρέψιμο,αλλά ήξερε πολύ καλά ότι για χάρη του εγωισμού του και της ψυχικής του ηρεμίας έπρεπενα προσπαθήσει.

Καθώς πλησίαζε, σκέφτηκε ότι ακόμη δεν είχε καταλάβει πότε βρέθηκε να επισκευάζει τον χαρταετό αντί να κρατάει την καλούμπα. Ακόμη δεν είχε καταλάβει, πού και πότε στο καλό είχε μάθει να επισκευάζει χαρταετούς και  να κρατάει μικροσκοπικά πλασματάκια στην αγκαλιά του.

Σκύβοντας να πιάσει τα απομεινάρια της ήττας των ανθρώπων, κοίταξε το πρόσωπο του παιδιού που πριν λίγα λεπτά κρατούσε τη καλούμπα. Του χαμογέλασε. Εκείνο σταμάτησε το κλάμμα, σκούπισε τα δάκρυά του με την παλάμη του.

Και, τότε, σκέφτηκε.

Σκέφτηκε ότι σε ένα δύο, τρία, πολλά χρόνια το παιδί που τώρα σκούπιζε τα δάκρυά του, θα προσπαθεί να επισκευάσει έναν χαρταετό, δίνοντας μια ακόμη άνιση μάχη με την αγριότητα της φύσης, μπροστά στο δακρυσμένο βλέμμα ενός άλλου παιδιού.

Αναρωτιόμενο, πιθανόν, πού στο καλό είχε μάθει να επισκευάζει χαρταετούς. Και πώς  πέρασαν  ένα, δύο, τρία, πολλά χρόνια.


Comments