Το κομπολογάκι

Πέταξε το τσιγάρο κάτω. Το στριφογύρισε καθώς το πατούσε με τη σόλα του στο έδαφος για να σιγουρευτεί ότι θα 'σβηνε. Και κοίταξε.

Κοίταξε αλλά δεν είδε αυτά που φαινόντουσαν, αυτά που υπήρχαν για τους υπόλοιπους ανθρώπους. Κοίταξε και είδε αυτά που εκείνος μπορούσε να δει, αυτά που γνώριζε από πάντα. 

Τα μάτια του, σωστή καμπίνα ταξιδιού στο χωροχρόνο, μετέτρεψαν τις πολυκατοικίες με τα στιβαγμένα όπως - όπως διαμερίσματα στα μισογκρεμισμένα χαμόσπιτα και μονοκατοικίες. 

Την κακοφτιαγμένη άσφαλτο - αποτέλεσμα κάποιας κομπίνας με τα έργα- στους κακοτράχαλους χωματόδρομους με τα χαλίκια. 

Τα βήματα των βιαστικών και αμίλητων περαστικών, σε γέλια ξυπόλητων παιδιών, που έτρεχαν εδώ και 'κει, σκόνταφταν στα χαλίκια, μάτωναν τα γόνατά τους και ξανασηκώνονταν.
Τα βουητά από τα οχήματα που μάρσαραν, στον γδούπο μιας μπαλωμένης μπάλας που κλωτσούσαν εδώ και εκεί. 

Και εκεί, στη γωνιά, κάποια έφηβη που περπατώντας ανάλαφρα έβγαινε από το σπίτι, έγινε Εκείνη η έφηβη. Η μία. Η μοναδική. Η. 

Αναστέναξε. Και σκέφτηκε.

Γκρίζα στάχτη είχε πέσει στα μαλλιά του και στη ζωή του, θάβοντας το παρελθόν του για πάντα από κάτω της. 



Κοίταξε για μια ακόμη φορά την παλιά γειτονιά του, όχι όπως την έβλεπαν οι άλλοι, αλλά  όπως εκείνος τη γνώρισε, λίγο πριν η στάχτη από ένα ατύχημα στη φάμπρικα που δούλευε τόσα χρόνια πριν, του κάψει τα μάτια.

Καθώς απομακρυνόταν, λήγοντας την επίσκεψή του στο παρελθόν, έψαξε την τσέπη του για την μόνη γέφυρα του τότε με το τώρα, του παρελθόντος με το παρόν: εκείνο το κομπολογάκι που είχε από μικρός. Εκείνο που του ΄χε χαρίσει ο πατέρας του έξω από το σπίτι τους, λίγα μέτρα πιο κάτω και κάμποσα χρόνια πιο πριν.
Το στριφογύρισε με τα δάχτυλά του. Οι ήχοι από τη "σύγκρουση" της μιας χάντρας με την άλλη, του υπενθύμισαν ότι ήταν ακόμη ζωντανός. Ότι ήταν γενικά.

Πίσω του, το γέλιο κάποιας έφηβης έσβηνε σιγά - σιγά. 


Comments

Post a Comment