Κοινωνιολογία

' "Ξέρεις, όταν πρωτομπαίνεις στο Πανεπιστήμιο, νιώθεις διαφορετικός, παντοδύναμος, σαν υπεράνθρωπος. Νιώθεις ότι όλη η Γη απλώνεται στα πόδια σου, ότι μπορείς να τεντώσεις το χέρι σου και να αρπάξεις γερά από τα μαλλιά κάθε ευκαιρία που εμφανίζεται. Σαν τον Ματ Ντέημον σε εκείνη την ταινία που βάζει τα γυαλιά στον μαθηματικό που έχει πάρει το Φιλντς ένα πράγμα", είπε ο Μάκης και τράβηξε μια γερή τζούρα από το τρίφυλλο που κρατούσε στα χέρια του.

Ο Τάκης δεν απάντησε, μόνο ένευσε σιωπηλά.Ύστερα βούλιαξε στον μικρό μπεζ καναπέ του σπιτιού τους, και κοίταξε αδιάφορα το ταβάνι. 

Το  δωμάτιό τους, ένα υβρίδιο σαλονιού και κουζίνας, ήταν αρκετά μικρό, λιτά διακοσμημένο και ακατάστατο σε βαθμό αηδίας: ακριβώς όπως άρμοζε σε κάθε φοιτητικό σπίτι που σεβόταν τον εαυτό του.
Ο Μάκης και ο Τάκης συγκατοικούσαν κάμποσα χρόνια μαζί. Σπούδαζαν και οι δύο -το τι δεν έχει σημασία- και λίγο η έλλειψη χρημάτων, λίγο η καλή παρέα, λίγο η συνήθεια τους είχε οδηγήσει σε αυτή την απόφαση.

Ο Τάκης πήρε το τρίφυλλο που του πρότεινε ο Μάκης και τράβηξε μια γερή τζούρα, φυσώντας μπόλικο καπνό έξω. 

"Μα μετά όλα αλλάζουν. Κάποια στιγμή ξυπνάς και  καταλαβαίνεις ότι έχει συμβεί αυτό που συμβαίνει σε διάφορα βιβλία νέων Ελλήνων συγγραφέων. Αυτό που ο συγγραφέας περιγράφει ως εξής: "τελικά εγώ πήρα πτυχίο μετά από κανά εφτάρι χρόνια, και βρήκα δουλειά σ' ένα γραφείο, ο Τάδε δεν ξέρω αν κατάφερε ποτέ να το πάρει και τώρα κάνει δουλειές του ποδαριού". Με τη διαφορά ότι στα βιβλία όλο και κάποιο ευχάριστο αναπάντεχο γεγονός συμβαίνει και οι τύχες των πρωταγωνιστών αλλάζουν. Με τη διαφορά ότι στη ζωή του συγγραφέα που συνήθως βάζει σε αυτές τις ιστορίες κάποιο αυτοβιογραφικό στοιχείο έχει ήδη συμβεί κάποιο αναπάντεχο γεγονός που τον έχει κάνει γνωστό ή διάσημο." είπε ο Μάκης τραβώντας δυο μεγάλες τζούρες από το τσιγάρο.


Λίγα χρόνια μετά, ο Μάκης πήρε πτυχίο κέρδισε σ'ένα διαγωνισμό ένα ταξίδι στις Μπαχάμες όπου γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του. Κάποιον καιρό αργότερα ανέλαβε την εταιρεία του πατέρα της, μια από τις πιο πετυχημένες εταιρείες κατασκευής κονσέρβας στην ευρύτερη περιοχή. Την πούλησε και με τα λεφτά από την πώλησή της ο Μάκης αγόρασε ένα κτήμα σε κάποιο απομακρυσμένο ελληνικό νησί, όπου αυτή τη στιγμή  ζουν ευτυχισμένοι εκείνος και η γυναίκα του.

Στον Τάκη από την άλλη, άρεσε πολύ να ζωγραφίζει. Λίγο καιρό μετά δεν είχε πάρει πτυχίο και έχοντας ξεμείνει από φράγκα προσπάθησε να πουλήσει στο δρόμο έναν πίνακα που παλιότερα πάνω στη μαστούρα του είχε λερώσει ανεπανόρθωτα με σάλτσα. Τον πίνακα έτυχε να δει ένας διάσημος κριτικός τέχνης ο οποίος ενθουσιάστηκε από το θράσος, τον αυθορμητισμό και την πρωτοτυπία του καλλιτέχνη. Ενθουσιάστηκε τόσο που άνοιξε σχολή Καλών Τεχνών με το όνομα του Τάκη στην Γερμανία, στην οποία προφανώς και τον διόρισε επίτιμο καθηγητή. Αυτή τη στιγμή, ο Τάκης  (ή καλύτερα Takis) ζει στην Γερμανία, είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένος, και πουλάει 1.000.000 ευρώ τον πίνακα. Μετά ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. ΤΕΛΟΣ'





"Παπαριές", είπε ο Γιάννης κλείνοντας το μυθιστόρημα και επιστρέφοντας στο τεράστιο βιβλίο που έγραφε Κοινωνιολογία με μεγάλα γράμματα στο εξώφυλλό του. Ήπιε μια γουλιά καφέ και συνέχισε το διάβασμα. Έδινε σε τρεις ώρες από τώρα, και αν έκρινε από την ως τώρα πορεία του, δεν θα περνούσε το μάθημα ούτε εκείνη τη φορά.

Comments