Η Οφηλία

Η Οφηλία ήταν μια όμορφη κοπελίτσα από αυτές που συνηθίζουν να φοράνε κουρτίνες για παντελόνια, τραπεζομάντηλα της γιαγιάς στους ώμους τους και κάθε λογής μάλλινα παρασκευάσματα στο κεφάλι τους. Ήταν μια "καλλιτέχνιδα" με όλη της σημασία της λέξης. Εμφανισιακά τουλάχιστον, γιατί καλή στις τέχνες σίγουρα δεν ήταν.


Την Οφηλία τη γνώρισα σ' ένα τοπικό θέατρο της Κομοτηνής, όπου έπαιζε σε νεωτεριστική παράσταση από αυτές τις βουβές, που όλοι είναι γυμνοί και κρατάνε αντικείμενα που σε όλο το έργο προσπαθείς να καταλάβεις τί στο διάολο συμβολίζουν και άμα αντέξεις και ρωτήσεις το σκηνοθέτη θα σου δώσει την εξής αποστομωτική απάντηση:
"Τϊποτα. Και τα πάντα."

Βρέθηκα σε αυτό το θέατρο εντελώς τυχαία. Τότε σπούδαζα Νομική στη Κομοτηνή και είχε έρθει η γιαγιά μου για επίσκεψη.

Με τη γιαγιά μου γενικά δεν είχαμε και πολλά να πούμε, εκτός από τα συνηθισμένα:

"-Τι σπουδάζεις είπαμε;
-Νομική.
-Δικηγόρος δηλαδή.
-Ναι.
-Αθήνα ε;
-Όχι γιαγιά, Κομοτηνή.
-Και τί σπουδάζεις στην Κομοτηνή;
-...Νομική, γιαγιά.
-Πώς σε λένε παλικάρι μου;"

Αυτό το πράγμα μπορούσε να συνεχιστεί για ώρες. Βασικά τώρα που το σκέφτομαι, δεν ξέρω αν τη συμπαθούσα καν τη γιαγιά μου. Αυτή πάντως σίγουρα, δεν θυμόταν αν με συμπαθούσε.

Μην θέλοντας λοιπόν να περάσω δυο μέρες από τη ζωή μου απαντώντας στις ίδιες ερωτήσεις εναλλάξ και μη γνωρίζοντας ποιά είναι τα ενδιαφέροντα των ηλικιωμένων στην εποχή μας (πάντοτε θεωρούσα το ράψιμο μπανάλ), είδα μια αφίσα για μια σύγχρονη διασκευή παράστασης του 17ου αιώνα και σκέφτηκα ότι "θέατρο είναι, του πούστη, θα της αρέσει αλλά και να μην της αρέσει στην τελική δεν θα το θυμάται την επόμενη μέρα".

Βρεθήκαμε εκεί λοιπόν, η γιαγιά μου και εγώ, εγώ και η γιαγιά μου, μόνοι και η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν θα ξεχάσω τα καρφωτικά βλέμματα πολλών συνομηλικών μου που μάλλον με είχαν περάσει για πουρόφιλο στην καλύτερη, ζιγκολό στη χειρότερη.

Στην παράσταση πρέπει να ήμασταν συνολικά  εννιά άτομα, καθισμένοι ανακούκουρδα σ'έναν χώρο στο κέντρο του θεάτρου όχι μεγαλύτερο από την γκαρσονιέρα μου. Υποτίθεται ότι η παράσταση θα εξελισσόταν γύρω μας, γιατί όπως έγραφε στο πρόγραμμα "Η πραγματικότητα είναι ρευστή, χρόνος δεν υπάρχει και  ιστορία εξελίσσεται κάνοντας κύκλους".

Και εκεί που σκεφτόμουν αν τελικά ήταν καλύτερο να περάσω το χρόνο μου μαθαίνοντας ράψιμο, ότι αν θέλαμε να παίξουμε 5x5 δεν θα φτάναμε και ότι γιατί στο καλό έχει άχυρα για κάθισμα αντί για καρέκλες, ή έστω μαξιλάρια, ένας εκκωφαντικός κρότος (γκονγκ, ίσως;) διέκοψε όλες μου τις σκέψεις.


Τα φώτα έσβησαν, ξανάνοιξαν, ξαναέσβησαν και ξαναάνοιξαν 3 φορές, όλες σε διαφορετικούς χρόνους. Και λίγο πριν πάθω επιληψία, την είδα, εκεί μπροστά μου.

Η Οφηλία. Δηλαδή, τότε δεν ήξερα ότι τη λέγανε έτσι. Οπότε διόρθωση. Εκείνη. Ψηλόλιγνη, κατάλευκη, με λαμπερά μάτια και τα μακριά καστανόξανθα σγουρά μαλλιά της να καλύπτουν τα στήθη της. Α. Ξέχασα να αναφέρω ότι ήταν ολόγυμνη.

Την έβλεπα λοιπόν έτσι, για μία ώρα και ένα τέταρτο, να στροβιλίζεται μπροστά μου και να μιλάει, όλο μίλαγε, όλο  κάτι έλεγε, αλλά ποτέ δεν άκουσα τί γιατί είχα βάλει όλη την παράσταση νοητά στο mute.

Την αλήθεια μου θα την πω: δεν θυμάμαι τί στο καλό πραγματευόταν η παράσταση. Βασικά, δεν υπήρχε ούτε στιγμή που να προσέξω την παράσταση. Κατά τη διάρκειά της, όλη η νόηση μου, όλο μου το είναι ήταν πλήρως αφοσιωμένο στην Οφηλία. Την σκεφτόμουν συνέχεια. Και όλες μου οι σκέψεις περιελάμβαναν εκείνη και εμένα στο ίδιο δωμάτιο. Και ένα ακτινίδιο. Μην με ρωτήσετε γιατί.

Δεν πρόσεξα λοιπόν την παράσταση, και ούτε θα μάθω ποτέ αν ήταν καλή, γιατί κανείς δεν χειροκρότησε καθώς ο σκηνοθέτης στην αρχή της παράστασης είχε ζητήσει ευγενικά  να μην χειροκροτήσουμε. Το γιατί, μου μένει αναπάντητο μέχρι και σήμερα, αν και προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι είχε καταλάβει ότι η παράσταση ήταν μαλακία και ήθελε να προλάβει το ρεζιλίκι. Τέλος πάντων.

Γενικά, πρέπει να ξέρετε ότι δεν είμαι από αυτούς τους τολμηρούς τύπους που μπαίνουν σ'ένα μπαρ, ρίχνουν πέντε ματιές, γλύφουν δυο φορές τα χείλη  τους, παραγγέλνουν martini dry stirred not shaken και μετά τα γκομενάκια σφάζονται για το ποιά θα τους πρωτοκάτσει.

Αλλά η Οφηλία ήταν διαφορετική περίπτωση. Την είχα δει ολόγυμνη. Και άξιζε τον κόπο.

Μόλις τελειώσε η παράσταση λοιπόν, ένα πράγμα είχε κυριεύσει στο μυαλό μου: να τη γνωρίσω.

Μετά τον εκκωφαντικό θόρυβο που σηματοδοτούσε το τέλος (γκονγκ ;) έβαλα τη γιαγιά σ'ένα ταξί, είπα στον ταξιτζή τη διεύθυνση του σπιτιού μου και προσευχήθηκα να μην την βιάσει τη ληστέψει και ύστερα την πετάξει σε κανά χαντάκι, τη βρει η Νικολούλη και μετά έχω μπλεξίματα με τους γονείς μου.

Ύστερα περίμενα στην έξοδο του θεάτρου για να βγουν οι ηθοποιοί. Αν κάπνιζα, θα έκανα ένα τσιγάρο. Και ξαφνικά την είδα. Να βγαίνει, αέρινη, με ένα φαρδύ παντελόνι μωβ χρώματος στολισμένο με λουλουδάκια, μπερέ, και γενικότερα στολίδια και αξεσουάρ 32 διαφορετικών χρωμάτων και αποχρώσεων, που για μερικά από αυτά εντυπωσιάζουν από το γεγονός ότι μπορούσε κανείς να τα βρει στα πλαίσια της σύγχρονης διεθνοποιημένης και άκρως μονοπωλιακής καπιταλιστικής οικονομίας.


Την πλησίασα, αγνοώντας τους υπόλοιπους.

"Γεια", είπα. Παρά τις έντονες προσπάθειες μου, δεν είχα βρει κάτι καλύτερο. Άλλωστε σε όλες τις έως τώρα φαντασιώσεις μου, η Οφηλία μου είχε ήδη κάτσει.

"Γεια", απάντησε αυτή τόσο γλυκά που η διαφορά των "γεια" μας ήταν κάτι παραπάνω από χαοτική.

"Ήσουν υπέροχη", της είπα.

"Σ'ευχαριστώ πολύ".

Ακολούθησε μια παύση λίγων δευτερολέπτων.

"Ξέρεις, νομίζω ότι η απόδοσή σου στο έργο του έδωσε μία διαφορετική υπόσταση. Η μετενσάρκωση του χαρακτήρα και η μεταφορά του στο σήμερα, το αύριο που ουσιαστικά είναι ένα με το χθες αποδεικνύουν την κενότητα της μη - ύπαρξης με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται το στοιχείο της αποσύνθεσης ή ανασύνθεσης της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία ουσιαστικά είναι μια περασμένη μα όχι ξεπερασμένη, καθώς δεν υπάρχει πορεία, ταξιδεύοντας παράλληλα με το επιστέγασμα της ουσίας, δηλαδή την ανυπαρξία αθανασίας, σ'έναν τόπο ο οποίος ουσιαστικά δεν είναι συγκεκριμένος χώρος, αλλά έννοια. Και αυτό για εμένα, είναι η διττή υπόσταση του θεάτρου. Ειλικρινά συγχαρητήρια.", είπα.

Ποτέ δεν περίμενα ότι η μοναδική παράγραφος που είχα διαβάσει ποτέ από θεατρικό βιβλίο θα μου χρησίμευε όντως σε κάτι.

Η Οφηλία γούρλωσε τα μάτια της.

"Βλέπω ότι ασχολείσαι με το θέατρο. Οφηλία, καλλιτέχνης.", μου είπε χαμογελώντας.

Και εδώ είναι το μοναδικό, ίσως, θετικό των αβάν - γκαρντ παραστάσεων. Ότι το κύρος του καλλιτέχνη μεταφέρεται στο θεατή. Δηλαδή όπως κάποιος εντυπωσιάζεται από την μπάντα όταν πηγαίνει σε μια συναυλία, έτσι και ο καλλιτέχνης μπορεί να εντυπωσιαστεί από τον θεατή σε τέτοιου είδους, πως να το θέσω κομψά, "πολιτιστικές εκδηλώσεις".


"Πάντοτε χαίρομαι όταν γνωρίζω έναν πραγματικό καλλιτέχνη. Χρήστος, θαυμαστής της καλής τέχνης" απάντησα, απορώντας με τον εαυτό μου πια, για τον οίστρο που είχα εκείνη τη νύχτα.



Κάπως έτσι βρεθήκαμε με την Οφηλία και το υπόλοιπο καστ (άλλους 3 δηλαδή) να τρώμε και να πίνουμε σ'ένα κοντινό τσιπουράδικο. Με την Οφηλία μιλήσαμε για τα πάντα: για εκείνη, για εμένα, για τέχνη, για σχέσεις... Η συζήτησή μας ήταν ως επί το πλείστον άνευ νοήματος, απλώς φρόντιζα να πετάω πού και πού βαθυστόχαστα τσιτάτα του τύπου "το θέατρο δεν είναι τέχνη. Η τέχνη είναι θέατρο.", προκαλώντας τον ενθουσιασμό της και μερικά μικρά επιφωνήματα από την υπόλοιπη παρέα.

Μου αποκάλυψε ότι την είχαν βαφτίσει Φυλλιώ, αλλά "οι γονείς της την φώναζαν από μικρή Οφηλία". Η μητέρα της ήταν γλύπτρια, ο πατέρας της υδραυλικός. Είχε σπουδάσει μηχανικός ορυκτών πόρων στη Θεσσαλονίκη, αλλά παράτησε τη σχολή γιατί ήθελε να κυνηγήσει το όνειρό της που ήταν "να ασχοληθεί με τις τέχνες". Κομοτηνή ήρθε τυχαία, επειδή είχε έναν γκόμενο εκεί, και αφού χώρισε συνέχισε να μένει λόγω της παράστασης, προκαλώντας την οργή του πατέρα της και την συγκίνηση της μητέρας της.
"Άσε το παιδί να κυνηγήσει τα όνειρά του" είχε πει η μητέρα της χαρακτηριστικά σ' έναν μεταξύ τους τσακωμό και συνέχισε να της στέλνει τα λεφτά του μπαμπά της.

Εκτός από το θέατρο, η Οφηλία επίσης ζωγράφιζε όστρακα, έφτιαχνε κοσμήματα, γλυπτά από πλαστελίνη και ψηφιδωτά. Τα καλοκαίρια σύχναζε Γαύδο και Ικαρία.

Ήταν πολύ δήθεν, αλλά πανέμορφη.

Η βραδιά κυλούσε ωραία λοιπόν, η Οφηλία μέθυσε, και μετά από ένα άκρως έκφυλο τσιφτετέλι, την έπεισα να μου δώσει το τηλέφωνό της και να τα ξαναπούμε αύριο σε "μια ατμόσφαιρα που αποπνέει περισσότερη έμπνευση ώστε οι εγκέφαλοί μας να επικοινωνήσουν καλύτερα".

Μετά πήρα το δρόμο για το σπίτι, ο οποίος μου φάνηκε πιο μεγάλος από κάθε άλλη φορά, γιατί στην πραγματικότητα, τον έκανα σε οκτάρια.


Μετά από την 15η προσπάθεια κατάφερα να βάλω το κλειδί στην πόρτα και έφτασα παραπατώντας  μέχρι το υπνοδωμάτιο. Άνοιξα τα φώτα και ξάπλωσα στο κρεβάτι.

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι κάτι έλειπε.

Η γιαγιά! Πού στο καλό ήταν η γιαγιά; Μέσα στον πανικό μου άρχισα να κοιτάω μέσα στα ντουλάπια, κάτω από το κρεβάτι και πίσω από τα μαξιλάρια.

Αμέσως μετά σκέφτηκα αν θα ήταν χειρότερο να ειδοποιήσω τους γονείς μου ή όχι. Αποφάσισα ότι στην πραγματικότητα αυτό είναι ερώτηση παγίδα, και πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου, που πάντα ήταν πιο ψύχραιμος σε τέτοια θέματα.

Σε λιγότερο από μισή ώρα, είχε κινητοποιηθεί όλος ο κρατικός μηχανισμός της Κομοτηνής, από Πυροσβέστες, ΕΚΑΒ, Δημοτική Αστυνομία, μέχρι οδοκαθαριστές, δασοφύλακες και εθελοντές ξεχασμένους από τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Από τις τύψεις μου, αν και δεν είχα αμάξι, βγήκα και εγώ στη γύρα με τα πόδια. Κατά τη διάρκειά της αναζήτησής μου πρέπει να έκανα και το γύρο του τετραγώνου ίσα με είκοσι φορές.

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε χωρίς γιαγιά, με τους γονείς μου στην Κομοτηνή, την μητέρα μου να ωρύεται αλλά να μην θέλει να με βρίσει, τον πατέρα μου να μην ωρύεται αλλά να με βρίζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα, και εμένα να φαντάζομαι ότι η γιαγιά μου εκείνη τη στιγμή το δίχως άλλο βρισκόταν διαμελισμένη σε κάποια βαλίτσα που επέπλεε στον Θερμαϊκό (μην με ρωτάτε γιατί).

Μέσα σε 23 ώρες το θέμα πήρε έκταση, και γίναμε πρώτο θέμα στη Νικολούλη, με την μητέρα μου να κλαίει, τον πατέρα μου να κρατιέται να μην με βρίσει, εμένα να σκέφτομαι ότι η βαλίτσα σίγουρα έχει φτάσει Αδριατική (μην με ρωτάτε γιατί) και τη Νικολούλη να χαίρεται γιατί  η τηλεθέαση εκτιναζόταν. Οι τίτλοι εναλλάσονταν από το "Εγγονός δολοφονεί γιαγιά λόγω περιουσιακών στοιχείων;" μέχρι το "Σπείρα αλλοδαπών εκτελεί ηλικιωμένους" ενώ εγώ προσπαθούσα να κρυφτώ, αλλά οι κάμερες δεν μ'αφήναν.

Μετά από τρεις μέρες αναζήτησης και διαδοχής όλο και πιο εξωφρενικών τίτλων (είχαμε φτάσει ια στο "Εξωγήινοι απαγάγουν ηλικιωμένους προκειμένου να ερευνήσουν το ανθρώπινο είδους - έρχεται άραγε το τέλος της Γης;") ένας τηλεθεατής τηλεφώνησε και είπε ότι η "γιαγιά εθεάθη στο Αίγιο μετά συντροφιάς". Λίγες ώρες αργότερα η αστυνομία εντόπισε τη Γιαγιά στην Κοζάνη και μας την έφερε.

Έτσι λοιπόν, η γιαγιά μου βρέθηκε παντρεμένη με έναν 75χρονο, χωρίς κανείς να θυμάται το πώς και το γιατί.  Και γίναμε όλοι πάλι μια αγαπημένη οικογένεια, με την μητέρα μου να ωρύεται, τον πατέρα μου να με βρίζει και την γιαγιά μου να με ρωτάει "τίνος είσαι συ;"

Τουλάχιστον εκείνη φαινόταν ευχυχισμένη.

Όταν βρήκα χρόνο επιτέλους να επικοινωνήσω με την Οφηλία μου είπε ότι "δεν θέλει να με ξαναδεί γιατί εμφανίστηκα σε καθεστωτικά Μ.Μ.Ε" και ότι "αισθάνεται προδωμένη".

Δε βαριέσαι. Τουλάχιστον βρήκαμε τη γιαγιά.

Comments

Post a Comment